Δεν είναι δύσκολη η καταμέτρηση. Αν και η χώρα έχει ζήσει περισσότερες εθνικές τραγωδίες απ’ όσες ενδεχομένως αντέχει, η ιστορία της συγγνώμης στην πολιτική είναι εξαιρετικά βραχύβια. Επιπλέον, δεν είχε πάντοτε σχέση με τη στακάτη ακρίβεια που υποτίθεται ότι χαρακτηρίζει τον πολιτικό λόγο, ειδικά όταν γίνεται καταγγελτικός. Κάποιες φορές ακούστηκε ξύλινη. Και άλλες, ως υπεκφυγή – σαν εκείνες τις συγγνώμες που λέει κάποιος για να ξεμπερδεύει.
Για να γράψει πάντως κανείς το πρώτο κεφάλαιο αυτής της σύντομης ιστορίας, θα έπρεπε να πιάσει το νήμα από μία μάλλον μισή και αριστοτεχνικά συγκεκαλυμμένη «συγγνώμη». Ηταν εκείνο το mea culpa που εκστόμισε ο Ανδρέας Παπανδρέου τον Ιούλιο του 1988 και για μια υπόθεση που είχε ξεκινήσει λίγους μήνες νωρίτερα από τα χιόνια του Νταβός. Εκεί, στο παγκόσμιο οικονομικό φόρουμ, ο τότε πρωθυπουργός είχε συναντήσει τον τούρκο ομόλογό του, Τουργκούτ Οζάλ. Εκεί γεννήθηκε και ένα δόγμα – το «Μη πόλεμος». Αλλά για να γεννηθεί χρειάστηκε να ανοίξει η βεντάλια των ελληνοτουρκικών διαφορών πέρα από τη διευθέτηση της υφαλοκρηπίδας και το Κυπριακό να «μπει στο ράφι», όπως κατηγόρησε τότε η αντιπολίτευση την κυβέρνηση.
Το ευφυές τέχνασμα
Το mea culpa ήταν ένα ευφυές τέχνασμα. Ο Παπανδρέου το είπε στη Βουλή με έμπνευση από τη λατινική γραμματεία, πολλοί το άκουσαν αλλά πολύ λιγότεροι το κατάλαβαν, αν εξαιρέσει κανείς τους τριτοδεσμίτες της εποχής. Ηταν και μια μισή συγγνώμη, εάν δεχθεί πως σε αυτήν την ποσότητα αντιστοιχεί περίπου η αναγνώριση ενός λάθους. Και πάλι, όμως, το mea culpa του Παπανδρέου είναι μάλλον η μοναδική ανάμεσα στις μισές συγγνώμες που σχετίζεται με μια κεντρική πολιτική στρατηγική. Οσες ειπώθηκαν στη συνέχεια αφορούν προσωπικές πολιτικές επιλογές. Ως προσωπικά λάθη αξιολόγησαν χρόνια αργότερα ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης την υπουργοποίηση Σαμαρά στην κυβέρνηση της ΝΔ, ο Γιώργος Παπανδρέου τη διαγραφή Σημίτη από την Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΠαΣοΚ και ο Αλέκος Αλαβάνος το «δαχτυλίδι» διαδοχής του Συνασπισμού στον Αλέξη Τσίπρα. Μπορεί και να ήταν. Αλλά σε αυτές τις περιπτώσεις σε ποιον ακριβώς ζητάς συγγνώμη;
Το μνημείο της ασάφειας
Στην ίδια περιοχή της τεχνητής ασάφειας τοποθετείται και η φράση «κάναμε και λάθη» που είχε χρησιμοποιήσει αρκετές φορές ως πρωθυπουργός ο Κώστας Καραμανλής φέρνοντας συνήθως την παλάμη του στο στήθος. Ηταν μια χειρωνακτική αναγνώριση της ευθύνης, η οποία δεν συνδυάστηκε ποτέ με κάτι συγκεκριμένο. Κάναμε λάθη, ναι. Αλλά σε τι; Την ίδια ασάφεια χαρακτήριζε και ακόμη μία επωδός της νεοκαραμανλικής περιόδου: «Δεν κινηθήκαμε όσο γρήγορα έπρεπε». Ωραία, αλλά πού;
Οπωσδήποτε όχι στις πυρκαγιές της Ηλείας που άφησαν 84 νεκρούς πίσω τους αλλά χωρίς μία συγγνώμη. Στη μεγάλη εθνική τραγωδία της διακυβέρνησης Καραμανλή υποδείχθηκε ως υπαίτιος αρχικά ο «στρατηγός άνεμος», ενώ στη συνέχεια επιστρατεύθηκε μια θεωρία σκόπιμων εμπρησμών από ξένους πράκτορες, η οποία ουδέποτε αποδείχθηκε. Συγγνώμη πάντως δεν ειπώθηκε ούτε γι’ αυτούς αν υποτεθεί πως κυκλοφορούσαν ανενόχλητοι στο ελληνικό έδαφος με μπιτόνια βενζίνης και στουπιά χωρίς κανένας – από τις μυστικές υπηρεσίες έως τους δασοφύλακες – να τους πάρει χαμπάρι.
Η συγγνώμη του Στρασβούργου
Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να κάνει κανείς ένα άλμα στον χρόνο και στις εθνικές τραγωδίες για να ακούσει μία συγγνώμη που πάντως έχει τη δική της ιδιαίτερη τυπολογία. Ηταν τον Σεπτέμβριο του 2018, σχεδόν δυο μήνες από την πυρκαγιά στο Μάτι που στοίχισε 104 νεκρούς. Ο τότε πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας φιλοξενείται στα στούντιο του Euronews, στο Στρασβούργο, και ερωτάται εάν ένιωσε ποτέ την ανάγκη να ζητήσει συγγνώμη από τους ανθρώπους που βιώσαν αυτή την τραγωδία. «Συγγνώμη ζήτησα έμπρακτα και όχι επικοινωνιακά, όχι για να αντιμετωπίσω με έναν επικοινωνιακό τρόπο την τραγωδία, όταν ανέλαβα την πολιτική ευθύνη και άλλων κυβερνήσεων και όχι μονάχα της δικής μου» ήταν η απάντηση του τότε πρωθυπουργού. Δεν μπορεί να ξέρει κανείς εάν ο Αλέξης Τσίπρας περιέλαβε στα «έμπρακτα» στοιχεία της συγγνώμης δυο επικοινωνιακά σόου που ακόμη και αυτά ξεχείλισαν από επικοινωνιακή ανεπάρκεια, καθώς και ένα πλήθος κατηγοριών που εκτόξευσε ο τότε συγκυβερνήτης του κατά των κατοίκων της περιοχής, οι οποίοι βρέθηκαν στη θέση και του εγκαυματία και του κατηγορουμένου. Και χωρίς αυτά πάντως η ιδιότυπη συγγνώμη του Στρασβούργου συνοδεύτηκε από επιχειρήματα που απομείωσαν ακόμη περισσότερο την ούτως ή άλλως αποδυναμωμένη ισχύ της. Οχι επειδή, μάλλον σωστά, απέδωσε μέρος της ευθύνης στις προηγούμενες κυβερνήσεις. Αλλά επειδή επιμέρισε ένα «μεγάλο μέρος των ευθυνών» στους αυθαιρετούχους.
Η Ιφιγένεια της συγγνώμης
Ηταν ο ίδιος πάντως που στη συνέχεια πρόφερε την πρώτη συγγνώμη αυτής της σύντομης ιστορίας στην πιο ανόθευτη μορφή της. Ακόμη κι αυτή όμως δεν δόθηκε για τις τράπεζες που έκλεισαν, το δημοψήφισμα που έγινε όπως έγινε, τη λαϊκή ετυμηγορία που ανατράπηκε, το τρίτο Μνημόνιο που υπογράφηκε. Ηταν για το πλέον έλασσον από τα γεγονότα που σημάδεψαν τις μέρες του στην εξουσία. Τον Ιούλιο του 2019, ο Αλέξης Τσίπρας εμφανίστηκε και πάλι στην τηλεόραση δηλώνοντας πως «χρωστάμε μια συγγνώμη στον ελληνικό λαό» για τις μετατάξεις με αφορμή τη μετάταξη συγγενικού προσώπου της Τασίας Χριστοδουλοπούλου στη Βουλή. Αθελά της, η πρώην υπουργός του έγινε η «Ιφιγένεια της συγγνώμης» στην πολιτική. Αλλά και πρόδρομος ενός πολιτικού προσωπικού, στο οποίο οι σύγχρονοι κανόνες της επιστήμης της επικοινωνίας και τα σόσιαλ μίντια επέβαλλαν την ανάγκη ενός πιο ανθρώπινου προσώπου. Ο πολιτικός που ενσάρκωσε όσο κανένας άλλος αυτή τη μετάβαση από μια εξουσία που δυσκολεύεται να δεχθεί τα λάθη της και ακόμη περισσότερο να απολογηθεί για αυτά στο απλό ιδίωμα της καθημερινότητας που χωράνε και μία και δύο συγγνώμες ήταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Στα σχεδόν τέσσερα χρόνια της διακυβέρνησής του, ο σημερινός Πρωθυπουργός έχει ζητήσει συγγνώμη τουλάχιστον πέντε φορές. Ακόμη και αν υποθέσει όμως κανείς πως είναι καλύτερα από τις καθόλου συγγνώμες, τις μισές συγγνώμες ή από εκείνες που λέγονται αλλά εννοούν το αντίθετο και πως οι προθέσεις είναι εντελώς αγνές, υπάρχει ένα ερώτημα που γεννάται: Μήπως οι πέντε είναι ήδη πάρα πολλές; Μήπως σε μία και μόνο κυβερνητική θητεία ξεπερνούν το επιτρεπόμενο όριο λαθών;
Και αν 5 είναι πολλές;
Πριν απαντήσει κανείς, μπορεί να αξιολογήσει τη βαρύτητά τους. Τον Μάρτιο του 2021, ο Κυριάκος Μητσοτάκης ζήτησε συγγνώμη για την αστυνομική βία στη Νέα Σμύρνη και τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς για τις πυρκαγιές στην Εύβοια και την Αττική. Τον Ιανουάριο του 2022 για τον πολύωρο εγκλωβισμό των εποχούμενων στα χιόνια της Αττικής Οδού. Και το 2023 και για τα δύο μείζονα γεγονότα που σημάδεψαν το τελευταίο έτος της διακυβέρνησής του – την υπόθεση των υποκλοπών και την τραγωδία των Τεμπών.
«Οφείλω μια συγγνώμη στον Νίκο Ανδρουλάκη» φέρεται να είχε πει στους συνεργάτες του, σύμφωνα με το ρεπορτάζ του «Βήματος», για να επισημάνει πως «δεν είχα ενημερωθεί» αναφορικά με την παρακολούθηση του τηλεφώνου του προέδρου του ΠαΣοΚ από την ΕΥΠ. Η τελευταία στη σειρά, πάλι, δεν είχε παρασκηνιακό χαρακτήρα, προσφέρθηκε από τις αδηφάγες πλατφόρμες των σόσιαλ μίντια: «Αυτονόητα, οφείλω σε όλους, αλλά πάνω από όλα στους συγγενείς των θυμάτων, μια μεγάλη συγγνώμη, τόσο προσωπική, όσο και στο όνομα όλων όσοι κυβέρνησαν τη χώρα εδώ και χρόνια» έγραψε στο facebook.
Αυτή η τελευταία έτυχε της υποδοχής που τυγχάνουν πολλά πράγματα στα σόσιαλ μίντια από τους χρήστες τους. Συνοδεύτηκε από τόνους τοξικότητας. Ετσι, λουσμένη στην τοξικότητα, έγραψε το δικό της κεφάλαιο στη σύντομη ιστορία της συγγνώμης. Για την οποία, πάντως, είναι βέβαιο πως θα εμπλουτιστεί όχι μόνο με νέες παραλλαγές αλλά και με αντιτοξικά τεχνάσματα σε κάθε ζωντανή ή νεκρή γλώσσα.