Δύο  σχολές σκέψης συγκρούονται στο ελληνικό πολιτικό σύστημα σχετικά με τις σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας: ή συζητούμε αλλά θέτοντας κόκκινες γραμμές στο πλαίσιο υπεράσπισης των εθνικών δικαίων ή δεν υπάρχει καμία επαφή και πεδίο συνεννόησης με τη γειτονική χώρα που ενδυναμώνεται όλο και περισσότερο ως περιφερειακή δύναμη. Αυτό έγινε σαφές και από το συνέδριο που διοργάνωσε «Το Βήμα», από κοινού με το Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών και το Συμβούλιο Διεθνών Σχέσεων, για τα «50 χρόνια Ελληνικής Εξωτερικής Πολιτικής».

Μητσοτάκης: «Δεν πρέπει η διαφωνία μας να οδηγεί σε αχρείαστες εντάσεις»

Το άλλο στοιχείο που κυριάρχησε είναι ένα γενικό κλίμα συναίνεσης στα βασικά, αν και υπήρχαν διαφορετικές προσεγγίσεις, για το πώς στέκεται η Ελλάδα έναντι της Τουρκίας, με εξαιρέσεις όμως τον πρώην πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά, ο οποίος θέτει αυστηρές προϋποθέσεις για τον διάλογο, π.χ. άρση του casus belli κ.ά., και τον καραμανλικό καθηγητή Διεθνών Σχέσεων Γιάννη Βαληνάκη, σταθερό φίλο και συνομιλητή του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή, που διέγνωσε αναθεωρητισμό εδαφών από τη γειτονική χώρα.

«Ταυτοτικού χαρακτήρα»

Παρά το γεγονός ότι ορισμένες στιγμές ανέβηκαν οι τόνοι, τα πάνελ ήταν σε θετικό κλίμα καθώς φάνηκε καθαρά ότι είναι πλειοψηφικό ρεύμα η συμφωνία σε όλους τους στρατηγικούς στόχους της εξωτερικής πολιτικής αφού είναι «ταυτοτικού χαρακτήρα», όπως πολύ εύστοχα επεσήμανε ο Ευάγγελος Βενιζέλος.

Σε μια εποχή που ανεβαίνουν ο λαϊκισμός και οι απλοϊκές προσεγγίσεις και κερδίζει έδαφος η συνωμοσιολογία που οδηγεί σε κλειστοφοβικές τοποθετήσεις, είχε ιδιαίτερη σημασία ότι οι περισσότερες παρεμβάσεις ήταν σε αντίθετη λογική. Κινήθηκαν στον άξονα ότι η Ελλάδα πρέπει να μην είναι επί της ουσίας κλεισμένη στο καβούκι της και να μην κινείται με φοβικότητα. Ουσιαστικά φαίνεται πως υπάρχει ένα αόρατο νήμα που συνδέει πρόσωπα που βρίσκονται σε διαφορετικά κόμματα στη λογική ότι η Ελλάδα πρέπει να συνομιλεί με την Τουρκία.

Τσίπρας: «Προσφυγή στη Χάγη, αλλά με προετοιμασία και κόκκινες γραμμές»

Χαρακτηριστική ήταν η αναφορά του πρώην πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου, που ανέφερε ως παράδειγμα το 2004, όταν κατά τον ίδιο εμποδίστηκε η εξεύρεση βιώσιμης λύσης στο Κυπριακό (αναφερόταν στο Σχέδιο Αναν) από τη φοβικότητα και την έλλειψη πολιτικού θάρρους της κυβέρνησης της ΝΔ. Αυτό δεν το αποδέχεται η πλευρά του Κώστα Καραμανλή που ήταν υπέρ του «Οχι» στο Σχέδιο στηρίζοντας τον τότε Πρόεδρο της Κύπρου Τάσσο Παπαδόπουλο, όπως και ο κ. Σαμαράς. Ο Αγγελος Συρίγος, π.χ., δήλωσε ότι το Σχέδιο Αναν δεν είναι μια χαμένη ευκαιρία και αυτό αποδεικνύεται από όσα γίνονται στη Συρία και ο Χρήστος Ροζάκης σημείωσε ότι το καλό κλίμα στα ελληνοτουρκικά θα βοηθήσει και το Κυπριακό.

Βήματα μπροστά

Αυτή ακριβώς τη φοβικότητα που πλανάται πάνω από τα πολιτικά κόμματα έναντι της στάσης μας στις ελληνοτουρκικές σχέσεις ανέδειξε και ο υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης (την παραίτηση του οποίου ζήτησε και πάλι ο κ. Σαμαράς μη κατανοώντας όπως είπε τι διάλογο κάνει με την Τουρκία, εφόσον δεν απέχει από την εθνική γραμμή) όταν είπε πως η κυβέρνηση δεν έχει φοβικά σύνδρομα αλλά αντιθέτως είναι αποφασισμένη να κάνει βήματα μπροστά.

Οι περισσότεροι ομιλητές ήταν υπέρμαχοι του ότι πρέπει να γίνουν βήματα προς τα εμπρός στα ελληνοτουρκικά και να υπάρχουν δίαυλοι επικοινωνίας. Παρά τις διαφορές του με την κυβέρνηση και ο Αλέξης Τσίπρας υπεραμύνθηκε της άποψης ότι ο διάλογος με την Τουρκία πρέπει να διεξάγεται, αλλά με όρους υπευθυνότητας, γνώσης και διαφάνειας, ενώ για τη Χάγη είπε ότι απαιτείται στρατηγική για οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ και επέμεινε στις κόκκινες γραμμές.

Σαμαράς: «Εχουμε χάσει την πυξίδα μας και αυτό δεν λέγεται εξωτερική πολιτική»

Η γεωγραφική θέση της Τουρκίας δεν αλλάζει και ως εκ τούτου η επικοινωνία πρέπει να υπάρχει όπως και παλαιότερα και στο σημείο αυτό έχει σημασία η αναφορά του κ. Παπανδρέου στη «διπλωματία των σεισμών» και στη «διπλωματία των πολιτών», που έχτισε «γέφυρες» επικοινωνίας ανάμεσα στους δύο λαούς.

Ναι στα ήρεμα νερά, αλλά πώς; Με το μυαλό στην αποτροπή κατά τον κ. Σαμαρά που βλέπει Συμφωνία του Αιγαίου όπως έγινε και με τη Συμφωνία των Πρεσπών; Οχι, αλλά με διαφορετική πολιτική προσέγγιση που διαφέρει από αυτή που προτείνει ο κ. Γεραπετρίτης, πρότεινε ο υπουργός Εξωτερικών επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ Νίκος Κοτζιάς που κατηγόρησε την κυβέρνηση για ολιγωρία και λανθασμένες κινήσεις στο μέτωπο των ελληνοτουρκικών, ενώ σημείωσε ότι «πρέπει να θέσουμε όρους, δεν μπορούμε να πάμε στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης με το casus belli να παραμένει».

Στην ανάγκη να συζητούμε με την Τουρκία αν και υπάρχουν δυσκολίες στη συνεννόηση διότι δεν θεωρεί το διεθνές δίκαιο δεσμευτικό, αλλά πάντα υπερασπιζόμενοι τις θέσεις μας, αναφέρθηκε και ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος.

Ανδρουλάκης: «Η κυβέρνηση δεν έχει σταθερό πλάνο και στρατηγικό σχέδιο στα θέματα της Τουρκίας»

Αφοριστικός για την Τουρκία δεν είναι ούτε ο πρόεδρος του ΠαΣοΚ Νίκος Ανδρουλάκης που σταθερά εδώ και χρόνια ασκεί κριτική στη γειτονική χώρα, αλλά υποστήριξε πως πρέπει να συζητούμε χωρίς αυταπάτες.

Κοινός τόπος ήταν ότι δεν υπάρχει περιβάλλον για προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης διότι εκλείπουν οι εσωτερικές προϋποθέσεις καθώς δεν είναι ώριμο ούτε το κομματικό σύστημα ούτε η κοινωνία για τους απαραίτητους συμβιβασμούς.

Σε ό,τι αφορά τα ελληνοτουρκικά η πλειονότητα των ομιλητών συμφώνησε ότι ο διάλογος είναι το μέσο μιας πιθανής λύσης και ήταν κυρίαρχη η αίσθηση πως αποτελεί φενάκη η ιδέα ότι τα προβλήματα μπορούν να λυθούν χωρίς συνομιλίες των δύο χωρών.