Ο Έντουαρντ Σισιένσκι [Edward Siecienski], καθηγητής Θρησκείας και Βυζαντινού Πολιτισμού στο Πανεπιστήμιο του Στόκτον στο Νιου Τζέρσεϊ έχει συγγράψει έργα αναφοράς για όλα τα θέματα που διαιρούν την Ορθόδοξη από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, όπως το παπικό πρωτείο, το «Φιλιόκβε» και τις εθιμικές διαφορές.
H σχετική σειρά επιδραστικών έργων, η οποία αναμένεται να συνεχιστεί, περιλαμβάνει τα: Filioque: Η Ιστορία μιας Δογματικής Διένεξης [Filioque: The History of a Doctrinal Controversy, Οξφόρδη, Oxford University Press 2010], Ο Παπισμός και οι Ορθόδοξοι: Πηγές και Ιστορία ενός Διαλόγου [The Papacy and the Orthodox: Sources and History of a Debate, Οξφόρδη, Oxford University Press 2017], Γενειάδες, Άζυμα και Καθαρτήριο: Τα άλλα ζητήματα που διαίρεσαν την Ανατολή και τη Δύση [Beards, Azymes and Purgatory: The other issues that divided East and West, Οξφόρδη, Oxford University Press 2022].
Η τριλογία αυτή περιλαμβάνει την πλέον συστηματική εξέταση της ιστορικής εξέλιξης των διαφορών που διαίρεσαν την Ορθόδοξη Ανατολή από τη Δύση, με τρόπο που να γίνεται σαφές και ποιο είναι το πνευματικό έδαφος στο οποίο μπορεί να βασιστεί μια επαναπροσέγγιση. O Έντουαρντ Σισιένσκι έχει αφιερώσει τη ζωή του στην προσέγγιση των δύο Εκκλησιών και μας μίλησε για τις προοπτικές που διανοίγονται για κοινό εορτασμό του Πάσχα.
Ο εορτασμός του Πάσχα
Υπάρχει κινητικότητα για κοινό εορτασμό του Πάσχα;
Το 2025 θα έχουμε μία πολύ σημαντική σύμπτωση. Αφενός οι Ορθόδοξοι και οι Ρωμαιοκαθολικοί θα εορτάσουν το Πάσχα την ίδια ημέρα στις 20 Απριλίου, κάτι που συμβαίνει σπάνια. Αφετέρου, θα έχουμε την επέτειο των 1700 ετών από την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας, η οποία όρισε το πότε θα γιορτάζεται το Πάσχα των Χριστιανών. Με αφορμή το διπλό γεγονός, θα λάβει χώρα στη Ρώμη ένα σημαντικό ακαδημαϊκό συνέδριο, που θα εξετάσει τρόπους να επιλύσουμε τις διαφορές.
Να πιάσουμε το ιστορικό νήμα από την αρχή;
Το 325 μ.Χ. η Οικουμενική Σύνοδος στη Νίκαια της Μικράς Ασίας όρισε το Πάσχα να εορτάζεται «την πρώτη Κυριακή μετά την πρώτη πανσέληνο μετά την εαρινή ισημερία». Η Εκκλησία συνέδεσε έτσι το Χριστιανικό Πάσχα με το εβραϊκό («πρώτη πανσέληνος μετά την εαρινή ισημερία» σε σύνδεση με το εβραϊκό σεληνιακό ημερολόγιο), λόγω σεβασμού στην ιστορικότητα της Σταύρωσης του Χριστού, αλλά χωρίς να ταυτίζεται με αυτό, εφόσον η εορτή είναι πάντα Κυριακή της Ανάστασης, και χωρίς, εξάλλου, να χρειάζεται έκτοτε να υπάρχει εξάρτηση από τους περίπλοκους υπολογισμούς των εβραϊκών κοινοτήτων. Πριν από την Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας το 325 μ.Χ. υπήρχε το πρόβλημα ότι οι Χριστιανοί δεν είχαν απόλυτη ενότητα στον εορτασμό του Πάσχα.
Το ιουδαϊκό Πάσχα είναι μια εορτή που συνδέεται με την εαρινή πανσέληνο, η οποία ταυτίζεται με την 14η του μηνός Νισάν στο εβραϊκό ημερολόγιο που είναι σεληνιακό. Για τους χριστιανούς υπήρχαν προβλήματα αφενός λόγω των διαφορών μεταξύ σεληνιακού και ηλιακού ημερολογίου και αφετέρου λόγω και διαφορετικών παραδόσεων που ήταν εσωτερικές στον Χριστιανισμό. Για τους λόγους αυτούς η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος της Νικαίας καθιέρωσε μια ενότητα στον εορτασμό του Πάσχα, η οποία βασίστηκε στη διάσημη φόρμουλα και κράτησε πολλούς αιώνες. Ο σκοπός της Συνόδου της Νικαίας ήταν η ενότητα των Χριστιανών και όχι, ασφαλώς, η τοποθέτηση επί επιστημονικών αστρονομικών θεμάτων.
Το 1582 στη Δύση εισήχθη από τον Πάπα Γρηγόριο ΙΓ΄ το επιστημονικώς ακριβέστερο «γρηγοριανό» ημερολόγιο, που αντικατέστησε το «Ιουλιανό», ένα ρωμαϊκό ημερολόγιο που ίσχυε από την εποχή του Ιουλίου Καίσαρα. Μετά τους Ρωμαιοκαθολικούς το ακολούθησαν και οι Προτεστάντες. Στην Ορθοδοξία, το νέο «γρηγοριανό» ημερολόγιο υιοθετήθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και εισήχθη στην Εκκλησία της Ελλάδος το 1924.
Δεν το ακολούθησαν, όμως, όλες οι Ορθόδοξες Εκκλησίες, παρόλο που έγινε το επίσημο κοσμικό ημερολόγιο και βασίζεται σε ακριβέστερα αστρονομικά δεδομένα. Ως προς τον εορτασμό του Πάσχα, το ζήτημα είναι ότι ακόμη και μετά την εισαγωγή του «νέου» (γρηγοριανού) ημερολογίου, όλες οι Ορθόδοξες Εκκλησίες εξακολουθούν να υπολογίζουν το Πάσχα με βάση το «παλαιό» (ιουλιανό) ημερολόγιο, μεταξύ άλλων, με τον σκοπό να γιορτάζεται το Πάσχαμαζί από όλους τους Ορθοδόξους. Το αποτέλεσμα είναι ότι το Πάσχα δεν υπολογίζεται με βάση τα νέα επιστημονικά δεδομένα.
Το 2025 σηματοδοτεί την ελπίδα για απαρχή μιας εποχής όπου θα εορτάζουμε το Πάσχα μαζί στο εξής. Έχει γίνει σημαντική προεργασία μεταξύ άλλων με τη συμφωνία που επετεύχθη σε συνάντηση στο Χαλέπι της Συρίας το 1997. Εκεί είχαν υπάρξει και εναλλακτικές προτάσεις, όπως λ.χ. των Αγγλικανών να συμφωνήσουμε σε μία κοινή σταθερή ημερομηνία, λ.χ. την τρίτη Κυριακή κάθε Απριλίου. Επικράτησε το να σεβαστούμε τη φόρμουλα της Νίκαιας, όπως θέλουν οι Ορθόδοξοι, αλλά υπό τον όρο να ακολουθούνται τα σύγχρονα επιστημονικά δεδομένα. Πρέπει να θυμόμαστε ότι το πνεύμα της Συνόδου της Νικαίας ήταν η ενότητα των Χριστιανών και όχι η καθήλωση σε οποιαδήποτε επιστημονικά δεδομένα, τα οποία έχουν στο μεταξύ καταστεί παρωχημένα, καθώς η επιστήμη εξελίσσεται.
Σήμερα, όπως και στην περίοδο πριν από τη Σύνοδο της Νίκαιας, το πνευματικό πρόβλημα είναι η έλλειψη ενότητας, η οποία σκανδαλίζει τον κόσμο. Σκεφτείτε ότι σήμερα μπορεί Καθολικοί και Ορθόδοξοι να ζουν στις ίδιες γειτονιές και ενίοτε να γιορτάζουν το Πάσχα ακόμη και με δύο μήνες διαφορά! Δίνεται έτσι ένα πολύ κακό μήνυμα διαίρεσης από τη Χριστιανική Εκκλησία, η οποία κατά τα άλλα κηρύσσει ότι ο σκοπός της είναι η ενότητα του κόσμου. Ως προς την εφαρμογή, βεβαίως, μιας συμφωνίας μεταξύ των Ρωμαιοκαθολικών και των Ορθοδόξων το κύριο πρόβλημα είναι η πολυδιάσπαση των Ορθοδόξων Εκκλησιών, που μπορεί να μην τηρήσουν όλες μια συμφωνία.
Τι εννοείτε ως «πολυδιάσπαση»;
Έχουμε τώρα μια διένεξη ανάμεσα στο Πατριαρχείο Μόσχας και στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και άλλες, κυρίως ελληνόφωνες, Εκκλησίες, η οποία προς το παρόν είναι δικαιοδοσιακή και κανονική, αφορώντας στην Εκκλησία της Ουκρανίας. Ως τώρα, δεν έχει λάβει πλήρως τον χαρακτήρα θεολογικής διαφοράς. Όμως, ως ιστορικός οφείλω να επιστήσω την προσοχή στο ότι και στο Μεγάλο Σχίσμα του 1054 μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών, οι περισσότερες θεολογικές διαφορές αναπτύχθηκαν μετά το σχίσμα, για να το δικαιολογήσουν εκ των υστέρων. Το ιστορικό δίδαγμα είναι να αποφύγουμε να εφεύρουμε θεολογικές διαφορές, να μη χρησιμοποιούμε τον όρο «αίρεση», όταν περιγράφουμε τη θεολογία μιας Εκκλησίας με την οποία υπάρχει διένεξη για δικαιοδοσιακούς λόγους. Ο κίνδυνος εν προκειμένω είναι ότι, αν ένας κοινός εορτασμός του Πάσχα με τους καθολικούς ακολουθηθεί από ορισμένες Ορθόδοξες Εκκλησίες, αλλά όχι από όλες, τότε αυτές που δεν θα ακολουθήσουν μπορεί να κατηγορούν αυτές που εορτάζουν μαζί με τους
καθολικούς με τρόπο που θα εμβαθύνει τις υπάρχουσες διενέξεις. Το σημαντικό είναι να μην κάνει κανείς το βήμα από την απλή διένεξη στην κατηγορία για αίρεση. Σε κάθε περίπτωση, το λειτούργημα του πρώτου στην Εκκλησία, δηλαδή αυτού που έχει το θεσμικό πρωτείο, είναι η προαγωγή της ενότητας.
Το ζήτημα του «Φιλιόκβε»
Υπάρχουν λύσεις για τις άλλες διαφορές μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών, όπως το ζήτημα του «Φιλιόκβε»;
Το ζήτημα του λεγόμενου «Φιλιόκβε» είναι το κυρίως δογματικό θέμα. Η θεολογική διδασκαλία των Ορθοδόξων είναι ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται εκ του Πατρός. Οι Ρωμαιοκαθολικοί θεωρούν ότι εκπορεύεται εκ του Πατρός «και εκ του Υιού», το οποίο στα λατινικά λέγεται «Filioque». Η αμοιβαία καλή προαίρεση επιτάσσει η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία να αφαιρέσει το «και εκ του Υιού» (Filioque) από το Σύμβολο της Πίστεως, όπως διαβάζεται στις εκκλησίες κατά τις λειτουργίες, καθώς πρόκειται για μια προσθήκη που έγινε αργότερα στη Δύση. Από την άλλη, η Ορθόδοξη Εκκλησία μπορεί να αναδείξει τη Θεολογία περί Αγίου Πνεύματος του αγίου Μάξιμου Ομολογητού, ενός ελληνόφωνου θεολόγου αποδεκτού και από τις δύο Εκκλησίες.
Ο άγιος Μάξιμος στην Επιστολή προς Μαρίνον, επιχειρεί μια συμφιλίωση, επιλύοντας διαφορές που υπήρχαν τότε τον 7ο αιώνα μέσα από εξήγηση. Οι Χριστιανοί πιστεύουμε ότι ο Θεός είναι αγάπη. Το μυστήριο αυτό περιλαμβάνει τις σχέσεις των Προσώπων της Αγίας Τριάδας και το ότι υπάρχει μία απολύτως κοινή ουσία στον Τριαδικό Θεό, αυτό που λέγεται «ομοούσιον». Κατά τον άγιο Μάξιμο Ομολογητή μόνο ο Πατήρ είναι προσωπική αιτία του Αγίου Πνεύματος και όχι ο Υιός. Αυτό εννοούμε, όταν λέμε ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται εκ του Πατρός. Υπάρχει ταυτόχρονα και η κοινή ουσία της Αγίας Τριάδας. Ως προς την «ουσιώδη πρόοδο» του Αγίου Πνεύματος, η οποία αναφέρεται στην κοινή ουσία, στο «ομοούσιον» του Τριαδικού Θεού, ο Υιός δεν είναι αμέτοχος, σύμφωνα με τη δυτική θεολογία εκείνης της εποχής που εξηγεί με καλή προαίρεση ο Μάξιμος Ομολογητής. Αλλά ο Υιός δεν είναι προσωπική αιτία του Αγίου Πνεύματος. Αυτές οι εξηγήσεις παρέχονται από τον άγιο Μάξιμο Ομολογητή, έναν ελληνόφωνο θεολόγο του 7ου αιώνα, στον οποίο βασίζονται τόσο οι Ρωμαιοκαθολικοί, όσο και οι Ορθόδοξοι.
Είναι πολύ ενθαρρυντικό ότι υπάρχουν Ρωμαιοκαθολικοί θεολόγοι, οι οποίοι με εξαιρετικά καλή πίστη επιχειρούν να λύσουμε αυτό το ζήτημα επανερχόμενοι σε κοινούς θεολόγους της πρώτης χιλιετίας, όπως ο Μάξιμος Ομολογητής. Πρόσφατα, ο επιφανής Ρωμαιοκαθολικός θεολόγος Τζούλιο Μασπέρο έχει εκδώσει σε αυτήν την κατεύθυνση το έργο Επανεξετάζοντας το Φιλιόκβε μαζί με τους Έλληνες Πατέρες [Rethinking the Filioque with the Greek Fathers, Eerdmans, Grand Rapids Michigan 2023], το οποίο προτείνει να ξαναδούμε το ζήτημα υπό το φως της θεολογίας των ελληνόφωνων Πατέρων. Η θέση είναι ότι δεν υπάρχει αιτιώδης («causal») ρόλος του Υιού στην εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος. Ως προς την «ουσιώδη πρόοδο» του Αγίου Πνεύματος, δηλαδή ως προς το ομοούσιο της κοινής ουσίας, ο Υιός είναι ενεργός («active»). Πρόκειται για γενναίες καλοπροαίρετες κινήσεις εκ μέρους Ρωμαιοκαθολικών θεολόγων να επιστρέψουμε σε αυτά που μας ενώνουν κατά την πρώτη κοινή χιλιετία.
Το σημαντικό, όμως, είναι η Καθολική Εκκλησία να βγάλει από το Σύμβολο της Πίστεως το «και εκ του Υιού» (Φιλιόκβε) ως μια οικουμενική χειρονομία. Θα έπρεπε όλοι οι Χριστιανοί να μπορούμε να πούμε το Σύμβολο της Πίστεως μαζί και να διακηρύσσουμε μία πίστη, είτε είμαστε στην Ανατολή, είτε στη Δύση, όπως αυτή καθιερώθηκε στις πρώτες Οικουμενικές Συνόδους. Αν το κάνουμε αυτό, και μάλιστα άμεσα, μπορούμε μετά να εμβαθύνουμε σε θεολογικές περιοχές, όπως η εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος, και άλλα θέματα, όπου έχει υπάρξει ιστορική θεολογική διαφωνία. Ορισμένοι Ορθόδοξοι θεολόγοι, όπως ο Βλαντίμιρ Λόσκι [1903-1958] θεωρούν με τρόπο κάπως μαξιμαλιστικό ότι όλα τα προβλήματα στη Δύση οφείλονται στην εισαγωγή του Φιλιόκβε στο Σύμβολο της Πίστεως.
Αυτό το θεωρούσα ανέκαθεν ως υπερβολικό. Ταυτοχρόνως, οφείλω να ομολογήσω ότι με έχει ελκύσει στην Ορθόδοξη Εκκλησία το γεγονός ότι υπάρχει ένας τριαδικός προσωπικός τρόπος στη λατρεία. Οι Ορθόδοξοι στη λατρεία τους αναφέρονται στον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, ενώ σε μία Ρωμαιοκαθολική ή Προτεσταντική λειτουργία γίνεται αναφορά στον Θεό εν γένει. Δεν ξέρω αν αυτό είναι συνέπεια του Φιλιόκβε, όπως θα υποστήριζαν ορισμένοι Ορθόδοξοι θεολόγοι, αλλά είναι μια διαφορά ανάμεσα στις εκκλησίες. Παρόμοιες διαφορές δεν θα έπρεπε να μας χωρίζουν, αν λέμε το ίδιο Σύμβολο Πίστεως όλοι μαζί. Το μεγαλύτερο πρόβλημα που έχει δημιουργηθεί από το Σχίσμα δεν είναι οι επιμέρους διαφορές· είναι ότι επί χίλια χρόνια είμαστε αποξενωμένοι, επί χίλια χρόνια μαθαίνουμε να αυτο-οριζόμαστε ο ένας σε αντίθεση με τον άλλο.
Το ζήτημα του παπικού πρωτείου
Το ζήτημα, πάντως, που κυρίως μας διαιρεί δεν είναι το πώς γίνεται αντιληπτή η έννοια του λεγόμενου «πρωτείου» του Πάπα Ρώμης;
Έχουν υπάρξει συμφωνίες που έχουν αποτυπωθεί σε κείμενα ύστερα από συναντήσεις λ.χ. στη Ραβέννα το 2007 και στο Chieti το 2016, οι οποίες κατατείνουν στο ότι το πρωτείο, δηλαδή το να έχεις τον θεσμό και τη λειτουργία του «πρώτου» μέσα στην Εκκλησία, διαθέτει έναν βαθμό αυθεντίας. Η αυθεντία, την οποία ασκούσε ο επίσκοπος Ρώμης κατά την πρώτη χιλιετία, διαφαινόταν κυρίως κατά τους καιρούς όπου ήταν σε κίνδυνο η ενότητα της Εκκλησίας. Ο Πάπας Ρώμης θα μπορούσε, λοιπόν, να ασκήσει ένα πρωτείο με αυτόν τον τρόπο, μόνο στην υπηρεσία της ενότητας, αφήνοντας να υπάρχει και μια αρχή αποκέντρωσης και αυτονομίας. Αυτή η αναγνώριση της αποκέντρωσης και της αυτονομίας είναι η παραχώρηση που χρειάζεται να κάνουν οι Ρωμαιοκαθολικοί.
Από την άλλη, η ορθόδοξη πλευρά θα μπορούσε να αποδεχθεί ότι υπάρχει ένας ιστορικός ρόλος για τον επίσκοπο της Ρώμης να είναι ένας υπηρέτης της ενότητας. Σε αυτό ανήκει και το δικαίωμα του εκκλήτου, δηλαδή το να μπορεί να δέχεται εφέσεις σε ένα ανώτερο επίπεδο, το οποίο θεμελιώνεται στη Σύνοδο που έλαβε χώρα στη Σαρδική, δηλαδή στη σημερινή Σόφια της Βουλγαρίας, το 343 μ.Χ.
Αν εξετάσουμε τους κανόνες αυτής της Συνόδου, θα δούμε ότι ήδη από τον 4ο αιώνα υπήρχε η έννοια ότι ο Πάπας Ρώμης μπορεί να είναι ένας διαιτητής σε διαφορές για χάρη της ενότητας και οι διαφορές να επιλύονται με κατά το δυνατόν φιλικό τρόπο. Αυτό δεν σημαίνει μια παγκόσμια δικαιοδοσία με την αυστηρή έννοια, όπως αυτή που βλέπουμε στη Ρωμαιοκαθολική Πρώτη Σύνοδο του Βατικανού, που έλαβε χώρα το 1869-1870. Σημαίνει απλώς τη δυνατότητα διαιτησίας για χάρη της ενότητας της Εκκλησίας. Αξίζει, παρεμπιπτόντως, να σημειωθεί ότι ορισμένες από τις πιο οξείες διαφορές, που μας χωρίζουν, είναι συγκριτικά πρόσφατες, δηλαδή ενάμιση αιώνα, και δεν υπήρχαν εξαρχής.
Οι Ορθόδοξοι μπορούν, λοιπόν, να εμπλουτισθούν από την έννοια ότι το πρωτείο διαθέτει αυθεντία, όταν κινδυνεύει η ενότητα της Εκκλησίας. Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία μπορεί να κερδίσει από τη συνοδικότητα της Ορθοδοξίας, που περιλαμβάνει αποκέντρωση και τοπική αυτονομία. Κατά την πρώτη χιλιετία, ο επίσκοπος Ρώμης διέθετε το λειτούργημα της ενότητας της Εκκλησίας, όταν αυτή κινδύνευε, μέσα από την αυθεντία του. Πιστεύω ότι το δικαιοδοσιακό χάος, στο οποίο βρίσκεται σήμερα η Ορθοδοξία, θα μπορούσε σε μεγάλο μέρος να επιλυθεί μέσω της εισαγωγής ενός πρωτείου με αυθεντία. Αλλά πιστεύω επίσης ότι ο υπερβολικός συγκεντρωτισμός της αυθεντίας στη Ρώμη θα μπορούσε να ευεργετηθεί από μια εισαγωγή ανατολικής συνοδικότητας. Χρειάζεται μια αμοιβαία εξισορρόπηση των δύο Εκκλησιών μέσα από μια αμοιβαία μαθητεία.
Πόσο πιθανή είναι μια ένωση;
Τελικά, το να εορτάζουμε μαζί το Πάσχα θα ήταν ένα αποφασιστικό πρώτο βήμα για μια ένωση των Εκκλησιών;
Είναι μια καλή πρόοδος, αλλά ο διαφορετικός εορτασμός δεν είναι αυτό που πραγματικά μας διαιρεί. Αυτό που πραγματικά μας διαχωρίζει είναι ότι επί χίλια χρόνια οι Ορθόδοξοι αυτο-ορίζονται ως εναντιούμενοι στον Ρωμαιοκαθολικισμό και ως αντίθετοι προς αυτόν. Το να ξαναφανταστούν τον εαυτό τους ως μια Εκκλησία σε κοινωνία με τη Ρώμη είναι για τους πιο πολλούς Ορθοδόξους κάτι πέρα από τη φαντασία τους.
Όλα όσα κάνω προσωπικά είναι για να υπηρετήσω την ενότητα μεταξύ των δύο Εκκλησιών, αλλά μπορεί να μη ζήσω για να το δω, και δεν ξέρω και αν τα παιδιά ή τα εγγόνια μου θα το δουν. Το περισσότερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να προσπαθήσουμε να θεραπεύσουμε όσες περισσότερες επώδυνες μνήμες μπορούμε. Το να σταματήσουμε να ορίζουμε τους εαυτούς μας σε εναντίωση προς ό,τι είναι διαφορετικό είναι μια μακροπρόθεσμη διαδικασία που θα χρειαστεί γενιές. Δηλαδή θεωρώ ότι, ακόμη και αν γίνει ένας κοινός εορτασμός του Πάσχα, που είναι ευκταίο, ή και μια θεωρητική επίλυση των διαφορών, που ήδη λαμβάνει χώρα, δεν είναι τόσο εύκολο μετά απλά να ενωθούμε σύντομα.
Πρέπει, επίσης, να αποφευχθεί μια επανάληψη του τύπου ένωσης που συνέβη μετά τη Σύνοδο Φεράρας-Φλωρεντίας το 1438-1439 μ.Χ., που είχε ως αποτέλεσμα να διεκδικεί η Ρωσία ότι είναι η κατ’ εξοχήν Ορθόδοξη Εκκλησία που δεν ενώθηκε με τους καθολικούς. Τότε είχε συμβεί μια ένωση λίγο πριν από την πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1453, υπήρχαν ασφαλώς ισχυρά πολιτικά κίνητρα, και το αποτέλεσμα ήταν μια εφήμερη ένωση, μια δημιουργία ρήξεων εντός της Ορθοδοξίας και μια προσπάθεια της Μόσχας να παρουσιάσει ότι έχει το μονοπώλιο της Ορθοδοξίας, καθώς διατηρούσε τα «πάτρια», ενώ οποιαδήποτε ορθόδοξη εκκλησία ήταν σε κοινωνία με τη Ρώμη χαρακτηριζόταν ως «ουνιτική», δηλαδή ως «ενωτική» με αρνητικό πρόσημο. Σήμερα, η προσέγγιση των Καθολικών δεν πρέπει να οδηγήσει σε ενδο-ορθόδοξες διαιρέσεις. Χρειάζεται να αποφύγουμε το αρνητικό προηγούμενο του 1439.
Ποιο είναι, εντέλει, το πνευματικό περιεχόμενο ενός κοινού εορτασμού του Πάσχα;
Σήμερα, οι χριστιανοί προκαλούμε μεγάλο σκάνδαλο από το γεγονός ότι δεν μπορούμε να γιορτάσουμε την ευχαριστία του Πάσχα μαζί. Δεν μπορούμε να μιλήσουμε ως χριστιανοί μαζί. Αν ως Χριστιανοί μπορούσαμε να μιλήσουμε με μία φωνή για ζητήματα ειρήνης, κοινωνικής δικαιοσύνης ή και πίστεως αυτό προσφέρει μια πιο συνεκτική και συνεπή μαρτυρία στον κόσμο. Σε ορισμένα μέρη του κόσμου μάλιστα υπάρχει ακόμη και ανταγωνισμός, όπως λ.χ. στη Νότια Αμερική μεταξύ Πεντηκοστιανών και Ρωμαιοκαθολικών ή στη Μέση Ανατολή ανάμεσα λ.χ. σε Μελχίτες, Μαρωνίτες και Ορθοδόξους, που ζουν ο ένας δίπλα στον άλλο. Ο κοινός εορτασμός σημαίνει ότι χρειαζόμαστε να μιλήσουμε με μια φωνή και να προσεγγίσουμε την Αγία Τράπεζα της Ευχαριστίας μαζί.