Πώς υπερασπίζεται κανείς μια απόφαση; Και πώς μια υποχρέωση; Τα όρια ανάμεσα στις δύο συνηγορίες δεν είναι πάντοτε ευδιάκριτα. Και είναι αυτή η θολή γραμμή που εξηγεί γιατί μια αποστροφή της Προέδρου της Δημοκρατίας για την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης ερμηνεύτηκε ως υπεράσπιση μιας δικαστικής απόφασης. Τι θέλει η Σακελλαροπούλου; Τον Λιγνάδη έξω από τη φυλακή. Ακόμη χειρότερα, η Πρόεδρος δεν επικρίθηκε απλώς ως «συνταξιούχος δικαστικός», αλλά περίπου ως τηλεοπτική πανελίστρια που σχολιάζει την επικαιρότητα. Ο κήπος του Προεδρικού Μεγάρου, απ’ όπου εκφώνησε την ομιλία για την επέτειο της αποκατάστασης της Δημοκρατίας, ως τηλεπαράθυρο.
Στον κήπο είχαν ασφαλώς ανάψει και οι τηλεοπτικοί προβολείς. Αλλά ακόμη και σε ένα ντεκόρ λουσμένο στο φως μπορεί να μη φωτιστούν όσο θα έπρεπε τα δημοκρατικά αυτονόητα. Ναι, το αξίωμα δεν συνάδει με τον σχολιασμό της επικαιρότητας. Επιβάλλει όμως την υπεράσπιση των αυτονόητων. Υπαγορεύει στον πρώτο πολίτη να πει, ειδικά στη γιορτή της Δημοκρατίας, πως δεν είναι το κοινό περί δικαίου αίσθημα που κατευθύνει τις δικαστικές αποφάσεις αλλά το Σύνταγμα και οι νόμοι. Πως υποχρέωση του δικαστή είναι να διαμορφώνει δικανική κρίση χωρίς να επηρεάζεται από αυτό που ο γερμανικός ρομαντισμός ονόμασε Zeitgeist – Πνεύμα της εποχής.
Ακόμη κι αν υποθέσουμε πως υπάρχει πράγματι ένα κοινό περί δικαίου αίσθημα, το βέβαιο είναι πως το αξίωμα δεν έχει φτιαχτεί στα μέτρα του. Ασφαλώς, αυτός που συμβολίζει την ενότητα του έθνους το αφουγκράζεται. Αλλά δεν το αγγίζει επειδή η δουλειά του δεν είναι να το εκφράζει. Η προεδρία δεν αποτελεί έκφραση του όποιου πλειοψηφικού ρεύματος, αλλά της συντεταγμένης Πολιτείας. Και συντεταγμένη Πολιτεία είναι ο πολιτικός, ο νομικός και ο κοινωνικός μας πολιτισμός. Με όρους επικαιρότητας, αυτό σημαίνει πως καταδικάζεις τον βιαστή. Αλλά ως κράτος δικαίου προστατεύεις μέχρι και το τελευταίο του έννομο δικαίωμα.
Δεν χρειάζεται να καταλογίσει κανείς κακή προαίρεση σε εκείνους που διέκριναν φιλολιγναδικό δόλο στην αποστροφή της Προέδρου. Δεν θα έπρεπε όμως ούτε να ξεχάσει πως ο πρώτος πολίτης της χώρας δεν απευθύνεται αορίστως στο κοινωνικό σώμα, ούτε γενικώς στο εθνικό ακροατήριο, αλλά σε διαφορετικά πολιτικά ακροατήρια. Δεν είναι, με άλλα λόγια, ένα καφενείο που παρακολουθεί από κάτω, ούτε μια γαλανόλευκη κερκίδα, αλλά μια Εκκλησία του Δήμου. Η απεύθυνση αποκτά έτσι πολιτικά χαρακτηριστικά. Αν και η ίδια δεν προέρχεται από την πολιτική, οι παρεμβάσεις της Σακελλαροπούλου έχουν πολιτική ταυτότητα.
Το αντιλαμβάνεται κανείς αν θυμηθεί πως η «συνταξιούχος δικαστικός» προέρχεται από το πιο «πολιτικό» από τα τρία ανώτατα δικαστήρια. Αλλά και εάν χαρτογραφήσει πολιτικά την προέλευση των αντιδράσεων. Ποιοι έχουν ενοχληθεί όχι μόνο σε αυτήν αλλά και σε άλλες περιπτώσεις; Μια κάποια αριστεροδεξιά όποτε διακρίνει στον προεδρικό βίο της Σακελλαροπούλου εκδοχές του βαθέος Κέντρου: έναν κοινωνικό φιλελευθερισμό και μια δυτικού τύπου πολιτική μετριοπάθεια, ασύγχρονη τόσο με τον αριστερό λαϊκισμό όσο και με την ταυτοτική Δεξιά.
Από αυτή ακριβώς την ασύγχρονη σχέση πηγάζει και ο διαρκής έλεγχος. Είναι όσο πρέπει «προοδευτική» η Πρόεδρος της Δημοκρατίας για να τα χώνει στην κυβέρνηση; Είναι, από την άλλη, αρκούντως πατριώτισσα; Χριστιανή; Είναι μια βάσανος ερωτημάτων στην οποία φαίνεται πολλές φορές να υποβάλλει η ίδια η Σακελλαροπούλου τον εαυτό της. Είναι και μια παγίδα στην οποία μπορεί να πέσει – στην παγίδα της ικανοποίησης όλων των πολιτικών ακροατηρίων σαν να υπάρχει μια πολιτική συνισταμένη κι ένα κοινό περί ιδεολογίας αίσθημα. Είναι όμως μια βάσανος μάταιη – όσο μάταιο είναι να συγχέει κανείς την προστασία του θεσμού με τη φροντίδα της εικόνας του.