Σε ποιον ανήκει η Αθήνα; Το ερώτημα τίθεται από τους υποψήφιους δημάρχους, αλλά η απάντηση θα δοθεί σε έξι μήνες. Τότε θα μάθουμε σε ποιο σχήμα θα εμπιστευθούν οι δημότες της Αθήνας την τύχη της πόλης τους τα επόμενα χρόνια. Η μάχη της πρωτεύουσας έχει σχεδόν πάντα έντονα πολιτικά χαρακτηριστικά και ενίοτε επιφυλάσσει εκπλήξεις. Το 2010, ο «χαμένος από χέρι», όπως τον αντιμετώπιζαν οι αντίπαλοί του, Γιώργος Καμίνης τερμάτισε την 24ετή κυριαρχία της ΝΔ στον Δήμο της Αθήνας. Θα καταφέρει να κλείσει την «κεντροαριστερή παρένθεση» ο Κώστας Μπακογιάννης; Μέχρι πού θα φτάσει ο Παύλος Γερουλάνος; Και ο ΣΥΡΙΖΑ; Για πόσο ακόμη θα αμφιταλαντεύεται για τη στρατηγική και το πρόσωπο που θα επιλέξει; Υπάρχει ένα επιπλέον ερώτημα που προκαλεί εμφανή προβληματισμό στα επιτελεία κομμάτων και υποψηφίων: πόσο απειλητική μπορεί να αποδειχθεί η «βουβή» ακροδεξιά ψήφος;

«Αναρωτιόμουν αν είναι το σωστό»

Πριν από μερικούς μήνες ο Κώστας Μπακογιάννης εκμυστηρευόταν σε συνομιλητές του ότι πολλοί του έλεγαν ότι ο δήμος της Αθήνας είναι το επόμενο βήμα για εκείνον. «Εγώ αναρωτιόμουν αν είναι το σωστό» πρόσθετε. Η εσωτερική αναζήτηση ολοκληρώθηκε και αύριο ανακοινώνει την υποψηφιότητά του. Το σύνθημά του, «η Αθήνα μάς ανήκει», προκάλεσε τις πρώτες αψιμαχίες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Τα πυρά, προερχόμενα κυρίως από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ, στόχευαν το οικογενειακό του δέντρο. Ο κ. Μπακογιάννης δεν δείχνει να ενοχλείται από τις επιθέσεις αυτές, τις θεωρεί αναμενόμενες και εστιάζει στην υλοποίηση της προεκλογικής του στρατηγικής η οποία θα βασιστεί σε δύο άξονες.
Ο πρώτος έχει στόχο να αναδείξει τα αυτοδιοικητικά χαρακτηριστικά της υποψηφιότητάς του. Ο κ. Μπακογιάννης, όπως τονίζουν οι στενοί του συνεργάτες, δεν προέρχεται από το κεντρικό πολιτικό σκηνικό, δεν έχει διατελέσει υπουργός ή βουλευτής. Προέρχεται από την αυτοδιοίκηση, στην οποία θήτευσε ως δήμαρχος Καρπενησίου και ως περιφερειάρχης Στερεάς Ελλάδας. Η πολιτική του υπόσταση, λένε, οφείλεται στην ψήφο των πολιτών.
Ο δεύτερος έχει στόχο να αναδείξει τον συναινετικό αλλά και τον υπερκομματικό χαρακτήρα της. Ο κ. Μπακογιάννης «δεν έχει κρύψει ποτέ την πολιτική του ταυτότητα», «ούτε έχει διάθεση να εμφανιστεί ως κάτι άλλο από αυτό που είναι». Οι συναινέσεις, όπως τονίζουν, αποτυπώνονται στη διοίκηση και στη λήψη των αποφάσεων. Και θεωρούν ότι ο υποψήφιος δήμαρχος Αθηναίων «έχει δώσει δείγμα γραφής της διάθεσης αλλά και της δυνατότητάς του να επιτυγχάνει ευρύτερες συναινέσεις». Το ψηφοδέλτιό του «δεν θα είναι κομματικό». Ηδη, έχει υπάρξει μια σειρά συναντήσεων με στελέχη της Κεντροαριστεράς, προερχόμενα και από την παράταξη του κ. Καμίνη. Ποιος, όμως, είναι ο εκλογικός στόχος του;
Στο επιτελείο του εμφανίζονται συγκρατημένοι. Στις εκλογές του 2014 οι δυνάμεις της ΝΔ διασπάστηκαν ανάμεσα στον Αρη Σπηλιωτόπουλο και στον Νικήτα Κακλαμάνη. Και οι δύο μαζί συγκέντρωσαν 24%. Ο δήμος της Αθήνας ταυτίζεται γεωγραφικά με την Α’ εκλογική περιφέρεια των Αθηνών. Στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015 η ΝΔ είχε πάρει ποσοστό 31%. Αν στο ποσοστό αυτό υπολογιστεί η άνοδος της ΝΔ, ακόμα και το ποσοστό που πήρε το Ποτάμι τον Σεπτέμβριο του 2015 (5,73%), είναι φανερό ότι ο κ. Μπακογιάννης θα πρέπει να αναζητήσει συμμάχους στον δεύτερο γύρο και στο δημοτικό συμβούλιο.

Το παράδοξο της «παράταξης Καμίνη»

Ο δρόμος για τις δημοτικές εκλογές είναι μακρύς. Αλλά στους δρόμους της Αθήνας κάνουν ήδη αισθητή την παρουσία τους οι υποψήφιοι δήμαρχοι. Ο Παύλος Γερουλάνος ξεκίνησε την προεκλογική του εκστρατεία και φιλοδοξεί ο διάλογός του με τους κατοίκους της Αθήνας να αποτυπωθεί στο πρόγραμμά του στο οποίο θα καταγραφούν «συγκεκριμένες παρεμβάσεις σε συγκεκριμένες γειτονιές».
Ο κ. Γερουλάνος έχει να αντιμετωπίσει το παράδοξο της «παράταξης Καμίνη». Ο δήμαρχος Αθηναίων όταν ανακοίνωσε την απόφασή του να μη διεκδικήσει ξανά τον δήμο δήλωσε ότι η παράταξή του «δεν κληρονομείται». Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί «προίκα» του κ. Γερουλάνου, παρά τη δημόσια στήριξη της υποψηφιότητάς του από τον κ. Καμίνη, διότι η υποψηφιότητα Καμίνη υποστηρίχθηκε από περίπου 16 κόμματα και κινήσεις που κάλυπταν ένα ιδεολογικό φάσμα από τη φιλελεύθερη Δεξιά (Δράση) μέχρι και την ανανεωτική Αριστερά (ΔΗΜΑΡ). Πολλοί από αυτούς θα κινηθούν αυτόνομα με βάση τα δεδομένα της επικείμενης εκλογικής μάχης.

Το μετέωρο βήμα του ΣΥΡΙΖΑ

Στην Κουμουνδούρου η εσωτερική συζήτηση για τη στρατηγική που θα ακολουθήσουν και για το πρόσωπο που θα την εκφράσει συνεχίζεται. Δύο τάσεις έχουν διαμορφωθεί. Η πρώτη, που φαίνεται να κερδίζει έδαφος, υποστηρίζει ότι δεν είναι δυνατόν το κυβερνών κόμμα να μην έχει δικό του υποψήφιο στον μεγαλύτερο δήμο της χώρας. Η εκτίμηση που υπάρχει, με βάση τα δεδομένα των δημοσκοπήσεων, είναι ότι τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ στις εθνικές εκλογές θα κινηθούν περί το 25%. Συνεπώς, ο υποψήφιός του θα μπορέσει να συγκεντρώσει ένα ποσοστό περί το 18%-20%, εφόσον υπάρξει κομματική συσπείρωση. Αυτή μπορεί να επιτευχθεί μέσω μιας υποψηφιότητας πολιτικού στελέχους προερχόμενου από τις τάξεις του ΣΥΡΙΖΑ. Οπως λέγεται, δεν είναι απαραίτητο ο υποψήφιος να είναι πρωτοκλασάτο ή προβεβλημένο στέλεχος. Κατά πληροφορίες, τα ονόματα της Εφης Αχτσιόγλου και του Ν. Ηλιόπουλου που εμφανίστηκαν ως πιθανές επιλογές «έχουν φύγει από το τραπέζι».
Η κατεύθυνση είναι να «φτιαχτεί» μια υποψηφιότητα νέου στελέχους, το οποίο να μπορέσει να υλοποιήσει τη «στρατηγική πόλωσης» που επιλέγεται. Το σενάριο αυτό, όμως, παρουσιάζει ένα σοβαρό μειονέκτημα. Η στρατηγική της πόλωσης μπορεί να αποδώσει μόνο στην περίπτωση που οι δημοτικές εκλογές γίνουν ταυτόχρονα με τις εθνικές. Αν η κυβέρνηση «δεν μπορέσει να αποφύγει το ατύχημα» και οι εθνικές κάλπες στηθούν πριν από τον Μάιο, τότε στην ουσία της ακυρώνεται, σημειώνουν οι ίδιες πηγές.
Σε κάθε περίπτωση, τα σενάρια στήριξης μιας υποψηφιότητας που δεν προέρχεται από τον χώρο του ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να χάνουν έδαφος. Η περίπτωση της κυρίας Κουντουρά, που συζητείται, εκτιμάται ότι δεν θα καλύψει τους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ οι οποίοι πιθανόν να αναζητήσουν άλλες επιλογές. Δεν φαίνεται να επιλέγεται επίσης, παρά το ότι έπεσε στο τραπέζι, το ενδεχόμενο στήριξης της υποψηφιότητας του Παύλου Γερουλάνου. Εδαφος δεν βρίσκει ούτε το σενάριο σύμφωνα με το οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να στηρίξει μια ενδεχόμενη υποψηφιότητα του Λευτέρη Παπαγιαννάκη. Ο νυν αντιδήμαρχος Αθηναίων είχε διαμηνύσει το ενδιαφέρον του αλλά μετά τη στήριξη του κ. Γερουλάνου από το ΚΙΝΑΛ κρατά κλειστά τα χαρτιά του. Εστιάζει, όπως όλοι οι επιτελείς του Γιώργου Καμίνη, στην επιτυχή ολοκλήρωση της θητείας του στον δήμο και αφήνει όλες τις επιλογές του ανοιχτές, εκτός της καθόδου του με στήριξη από τον ΣΥΡΙΖΑ.

Η ακροδεξιά απειλή

Ένα από τα επιχειρήματα που επιστρατεύουν οι υποστηριχτές της καθόδου του ΣΥΡΙΖΑ με δικό του υποψήφιο είναι η, υπαρκτή,  «ακροδεξιά απειλή». Στις δημοτικές εκλογές του 2014 ο υποψήφιος της Χρυσής Αυγής συγκέντρωσε ποσοστό περί το 13%. Αυτό που ανησυχεί τους επιτελείς κομμάτων και υποψηφίων είναι η αποκαλούμενη «βουβή» ακροδεξιά ψήφος την οποία διαισθάνονται σε γειτονιές της Αθήνας όπως ο Αγ. Παντελεήμονας, τα Σεπόλια, τα Πετράλωνα.   Ήδη, από τις εκλογές του 2014, ήταν φανερό ότι στις περιοχές αυτές  οι «συστημικοί» υποψήφιοι υποχωρούσαν θεαματικά σε σχέση με άλλες περιοχές του δήμου αλλά και τα τμήματα των ετεροδημοτών (δημότες της Αθήνας που κατοικούν σε άλλες περιοχές της πρωτεύουσας).

Η ανησυχία που υπάρχει είναι ότι αν η επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ οδηγήσει σε διάσπαση της ψήφου των υποστηριχτών του, αυξάνεται η πιθανότητα να είναι ο υποψήφιος της Χρυσής Αυγής  αυτός που θα περάσει στο δεύτερο γύρο.  Στην περίπτωση αυτή το κυβερνών κόμμα αντί «για αντιδεξιό μέτωπο» το οποίο αποτελεί το στόχο του, «θα αναγκαστεί να στηρίξει την υποψηφιότητα του κ. Μπακογιάννη».  Είναι μια εξέλιξη που χαρακτηρίζεται «εντελώς ανεπιθύμητη».