Οι παρεμβάσεις του Ευάγγελου Βενιζέλου στη δημόσια συζήτηση είναι πάντα ηχηρές. Εκδηλώνονται κατά κύριο λόγο στο πεδίο των θεσμών, της εξωτερικής πολιτικής και της οικονομίας. Ασκούν επιρροή και προκαλούν συζητήσεις. Το βιβλίο του «Εκδοχές Πολέμου» (από τις εκδόσεις Πατάκη) με την αφήγησή του για την περίοδο της οικονομικής κρίσης έχει ήδη γίνει best seller. Ομως, η παρέμβαση του κ. Βενιζέλου στο ζήτημα των υποκλοπών μετά και την αντιπαράθεση που ακολούθησε με το Μέγαρο Μαξίμου έχει αποκτήσει μια άλληδιάσταση.

Σε… μαύρη λίστα το Μαξίμου

Μπαίνει στην εξίσωση των εκλογών καθώς προκάλεσε μεγάλη αναταραχή, ειδικά στον χώρο του Κέντρου, αλλάζοντας, κατά πολλούς, το πολιτικό παιχνίδι σε αυτό τον μικρό, αλλά κρίσιμο εκλογικά, χώρο. Η επιρροή που ασκεί σε αυτό το κοινό ο κ. Βενιζέλος είναι μεγάλη και η παρέμβασή του εκτιμήθηκε ότι συνέβαλενα μεγαλώσει η κρίση εμπιστοσύνης που υπάρχει στη σχέση του με τον Κυριάκο Μητσοτάκη μετά τις αποκαλύψεις για τις υποκλοπές. Αυτό εξηγεί, όπως λέγεται, και τον βαθμό ενόχλησης της κυβέρνησης, ο οποίος αποτυπώθηκε στις διαρροές για την τοποθέτηση του κ. Βενιζέλου σε «μαύρη λίστα». Οι διαρροές αυτές αντιμετωπίζονται με τρόπο αιχμηρό από τους συνεργάτες του: «Κατά την ίδια λογική μπορεί να έχει βάλει ο Ευ. Βενιζέλος σε «μαύρη λίστα» το Μαξίμου!» είναι το μήνυμα που εκπέμπουν.

Αυτό που φαίνεται να τους ενοχλεί περισσότερο είναι η νοοτροπία που εκπέμπει η λογική που αποτυπώνεται στο «επιχείρημα» ότι «ο Πρωθυπουργός πρότεινε τη συμμετοχή του κ. Βενιζέλου στην επταμελή ομάδα υψηλού επιπέδου για το μέλλον του Συμβουλίου της Ευρώπης και συνεπώς δεν μπορεί να ασκεί κριτική στην κυβέρνηση». «Λες και η πρόταση έγινε με αντάλλαγμα την πολιτική και επιστημονική σιωπή ή πολύ περισσότερο την υποχρέωση επικρότησης των κυβερνητικών χειρισμών» αναφέρουν συνεργάτες του κ. Βενιζέλου και παρατηρούν: «Οπως είχε διευκρινίσει άλλωστε ο ίδιος ο κ. Μητσοτάκης, αν η Ελλάδα είχε προτείνει άλλο πρόσωπο χωρίς τον συνδυασμό των πολιτικών και επιστημονικών στοιχείων του κ. Βενιζέλου, η Γ.Γ. του Συμβουλίου της Ευρώπης δεν θα το επέλεγε».

Οχι μαθήματα αντι-ΣΥΡΙΖΑ ευαισθησίας

Ο τρόπος με τον οποίο ο κ. Βενιζέλος εισήλθε στη δημόσια συζήτηση για τις υποκλοπές έδειξε να αιφνιδιάζει τους επιτελείς του Κυριάκου Μητσοτάκη. Η αντίδρασή του εκδηλώθηκε αμέσως μετά το διάγγελμα της 5ης Αυγούστου και στόχευσε στην καρδιά των επιχειρημάτων που επιστράτευσε ο Πρωθυπουργός. Μέχρι εκείνη την ώρα ο κ. Βενιζέλος είχε επιλέξει να παραμείνει σιωπηλός. Δεν τοποθετήθηκε, παρά την κριτική που δέχθηκε για «αφωνία», ούτε μετά τις παραιτήσεις Δημητριάδη και Κοντολέοντος. Περίμενε τις επίσημες ανακοινώσεις του Πρωθυπουργού. «Τότε μόνο αντέδρασε ο κ. Βενιζέλος, με μια δήλωση που έθετε το πολιτικό και το συνταγματικό ζήτημα» αναφέρουν συνεργάτες του.

Η σχέση με την κυβέρνηση και προσωπικά με τον Πρωθυπουργό φαίνεται να επιδεινώνεται. Η αντίδραση του κ. Βενιζέλου μετά την κριτική του Κυριάκου Μητσοτάκη, στη Βουλή, στη θέση που εξέφρασε ότι «οι βουλευτές (και ως εκ τούτου ο εκάστοτε πρωθυπουργός, οι αρχηγοί των κομμάτων, οι υπουργοί αλλά, όπως θα δούμε, και η ίδια η Πρόεδρος της Δημοκρατίας) περιβάλλονται με ειδικές συνταγματικές εγγυήσεις ως προς το απόρρητο των επικοινωνιών τους», είναι ενδεικτική του κλίματος που έχει διαμορφωθεί: «Παρακαλώ τον κ. Μητσοτάκη αν δεν θέλει να σέβεται τις πολιτικές μου απόψεις, πάντως να προσέχει και να λαμβάνει υπόψη του τις νομικές μου απόψεις. Θα μπορούσε να τον βοηθήσει αυτό στην αντιμετώπιση της κρίσης του συγκεντρωτικού και μονοπρόσωπου  μοντέλου  εξουσίας» δήλωσε.

Τι έχει να κερδίσει ο κ. Βενιζέλος από τη σκληρή κριτική κατά της κυβέρνησης που εξ αντικειμένου βοηθά τον Νίκο Ανδρουλάκη; «Η υπεράσπιση της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου είναι αυτοτελής και προέχουσα αξία» λέει στους συνομιλητές του, υπογραμμίζοντας ότι «δεν θέλω ούτε πρόκειται να δεχθώ κάτι από κανένα κόμμα». Οι στενοί του συνεργάτες επισημαίνουν ότι «κανείς δεν μπορεί να κάνει μαθήματα αντι-ΣΥΡΙΖΑ ευαισθησίας ή μέριμνας για τη σταθερή πορεία της χώρας στον κ. Βενιζέλο. Αντιθέτως, αυτός απευθύνεται στον Κυριάκο Μητσοτάκη και τον εγκαλεί γιατί με την υπόθεση των υποκλοπών θέτει υπό διακινδύνευση ένα κεκτημένο για το οποίο κάποιοι άνθρωποι αγωνίστηκαν σκληρά μέχρι τις εκλογές του 2019 που τον έκαναν πρωθυπουργό».

Τρεις φορές άλλαξε αφήγημα

Οπως παρατηρεί ο κ. Βενιζέλος, η κυβέρνηση άλλαξε τρεις φορές αφήγημα για τις υποκλοπές. Η πρώτη αφήγηση με τη μορφή ωμού ψέματος ενώπιον της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας ήταν ότι δεν έχουν ιδέα για παρακολούθηση του κ. Ανδρουλάκη. Η δεύτερη με το διάγγελμα του κ. Μητσοτάκη ήταν ότι έγινε σοβαρό πολιτικό λάθος παρότι η «επισύνδεση» ήταν τυπικά επαρκής και για τον λόγο αυτόν παύθηκε ο κ. Κοντολέων, ενώ ανέλαβε την «αντικειμενική» πολιτική ευθύνη ο κ. Δημητριάδης. Η τρίτη αφήγηση είναι, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι καλά έκανε η κυβέρνηση που προστατεύοντας την εθνική ασφάλεια παρακολουθούσε τον Ν. Ανδρουλάκη.

Απέναντι σε διλήμματα τύπου «εμείς ή η καταστροφή»

Καμπύλη διαγράφουν, σύμφωνα με όσα λέει ο κ. Βενιζέλος στους συνεργάτες του, και οι πολιτικοί σχεδιασμοί του κ. Μητσοτάκη. Πριν από λίγους μήνες επέλεγε επιτάχυνση των εκλογών και ως στόχο όχι την αυτοδυναμία αλλά τη σταθερότητα, έστω μέσω συνεργασίας. Μετά επέστρεψε στις εκλογές στο τέλος της τετραετίας με στόχο και πάλι την αυτοδυναμία. Μετά το σκάνδαλο των υποκλοπών, δεν αρκεί η αυτοδυναμία, το νέο δόγμα είναι «αυτοδυναμία άνευ θεσμικών και ποιοτικών όρων για να μην έρθει ξανά ο ΣΥΡΙΖΑ». «Για να αποτραπεί η ακυβερνησία ή, πολύ περισσότερο, μια κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ, πρέπει όλοι να αγνοήσουν τις υποκλοπές, τον δημοσιονομικό λαϊκισμό, την επικοινωνιακή χρήση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, την ανεξέλεγκτη δράση των παραδικαστικών κυκλωμάτων που συνεχίζεται απτόητη» σημειώνουν οι συνομιλητές του πρώην υπουργού και αντιπροέδρου της κυβέρνησης.
Ο κ. Βενιζέλος θεωρεί ότι είναι βλαπτικό για την κοινωνία να επιδιώκεται να καμφθούν τα ποιοτικά ανακλαστικά των κεντρώων και να τεθούν αυτοί προ του τεχνητού διλήμματος «είτε Μητσοτάκης και ας κάνει ό,τι θέλει είτε το εθνικό δράμα της επιστροφής Τσίπρα!». Εφόσον αποδείχθηκε ότι η ΕΥΠ, με πολιτικό υπεύθυνο τον Πρωθυπουργό, παρακολουθούσε τον Ν. Ανδρουλάκη, το ζήτημα πρέπει να διερευνηθεί σε βάθος και όχι να συγκαλυφθεί.
Θεωρεί, επίσης, ότι αυτό το σκηνικό είναι «νοσηρό» και «δεν συνιστά στέρεο θεμέλιο για το μέλλον που είναι γεμάτο παγκόσμιες και περιφερειακές αβεβαιότητες». Και θυμίζει ότι όταν τα εκλογικά σώματα βομβαρδίζονται με διλήμματα του τύπου «εμείς ή η καταστροφή» επιλέγουν με άνεση την καταστροφή. Για αυτό, όπως λέει, χρειάζεται ιστορική επίγνωση και σεμνότητα.