Ηδη ορισμένοι δημοσκόποι εκτιμούν ότι σε περίπτωση κατά την οποία στο διάστημα των επόμενων μηνών το ΠαΣοΚ καλύψει τη διαφορά από τον ΣΥΡΙΖΑ και παρουσιάσει μια σταθερή δυναμική τα εκλογικά σενάρια τα οποία ο Πρωθυπουργός έσπευσε να παρουσιάσει ήδη από τον Σεπτέμβριο του 2021 θα πρέπει να εξετάζονται από διαφορετική σκοπιά. Κρίσιμη παράμετρος θα είναι το κατά πόσον το σημερινό τρίτο κόμμα θα επιβεβαιώσει τη δυνατότητά του να υποδεχθεί κεντρογενείς ψηφοφόρους, οι οποίοι ψήφισαν μεν μαζικά τον Κυριάκο Μητσοτάκη το 2019, όμως δεν αντιμετώπισαν την ψήφο τους ως «λευκή επιταγή» προς εκείνον, ενώ την ίδια στιγμή απογοητευμένοι πασοκογενείς ψηφοφόροι από τις παλινωδίες του Αλέξη Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ θα εμφανιστούν διατεθειμένοι να επιστρέψουν στον φυσικό πολιτικό χώρο τους. Εφόσον αυτά επιβεβαιωθούν και καθώς η κυβέρνηση ήδη αισθάνεται ότι δεν είναι ο μοναδικός παίκτης στο πολιτικό σκηνικό, ορισμένοι πολιτικοί παράγοντες και αναλυτές εκτιμούν ότι η στρατηγική της διπλής κάλπης και της εξαναγκαστικής διεκδίκησης της αυτοδυναμίας από τον Κυριάκο Μητσοτάκη δεν θα είναι όσο απλή φαινόταν έως και πριν από μερικούς μήνες. Μια ενδεχόμενη εκλογική δυναμική του ΠαΣοΚ και μια εδραίωσή του ως αντιπολιτευτικού πόλου θεωρείται πιθανό ότι μπορεί να ανατρέψουν τόσο τα αριθμητικά όσο και τα πολιτικά σενάρια. Αστάθμητες παράμετροι είναι πλέον τα πραγματικά εκλογικά ποσοστά, οι διαφορές μεταξύ των κομμάτων, οι κοινοβουλευτικές έδρες που θα εξασφαλίζει το κάθε κόμμα και, υπό αυτό το πρίσμα, η αιτιολόγηση, π.χ., του μη σχηματισμού κυβέρνησης ή της εκβιαστικής προσφυγής σε δεύτερες εκλογές. Σημειωτέον ότι και στην ενδεχόμενη δεύτερη κάλπη το μπόνους των εδρών είναι βάσει του νέου εκλογικού νόμου κλιμακωτό και συναρτάται από το ποσοστό του πρώτου κόμματος. Υπό αυτή την έννοια, ακόμα και σε μια δεύτερη εκλογική αναμέτρηση τα σενάρια της αυτοδυναμίας περιπλέκονται.