Ερώτηση κρίσεως. Γιατί να κάνει ανασχηματισμό ή διορθωτικές αλλαγές κάποια κυβέρνηση που χαίρει μιας αποδοχής της τάξεως (κατά περίπτωση) του 65%-75%;
Απέναντι στην εύλογη αυτή απορία υπάρχουν δύο λογικές.
Πρώτα, η παραδοσιακή λογική. Σύμφωνα με αυτήν, δεν χαραμίζεις έναν ανασχηματισμό όταν δεν τον έχεις ανάγκη διότι θα σου λείψει όταν θα τον έχεις ανάγκη.
Οταν δηλαδή κάποιες δύσκολες μέρες του επόμενου φθινοπώρου ή χειμώνα η αποδοχή που έχει σήμερα η κυβέρνηση θα αρχίσει να δοκιμάζεται και να εξανεμίζεται. Και τότε θα χρειαστούν όντως «διορθωτικές κινήσεις» για να αλλάξει το κλίμα.
Δεύτερον, η λογική του νοικοκύρη. Σύμφωνα με αυτήν, την ανάγκη διορθωτικών κινήσεων ή ανασχηματισμού δεν τη διαπιστώνει η κοινή γνώμη και ακόμη λιγότερο οι δημοσιογράφοι, οι φίλοι ή οι πολιτικοί αντίπαλοι της κυβέρνησης.
Τη διαπιστώνει εκείνος που διευθύνει. Εκείνος αντιλαμβάνεται τι του λείπει, σχεδιάζει τι τον περιμένει και διορθώνει κενά που ενδεχομένως μόνο εκείνος βλέπει. Διότι «όσα ξέρει ο νοικοκύρης…».
Σχεδόν πριν από εννέα μήνες είχαμε διατυπώσει εδώ την εκτίμηση ότι ο Κ. Μητσοτάκης λανσάρει ένα νέο είδος άσκησης εξουσίας, το οποίο δεν είχε γνωρίσει η μεταπολιτευτική Ελλάδα. Μια «προεδρική πρωθυπουργία» («Το Βήμα», 6/10/19).
Νομίζω ότι στη συνέχεια η εκτίμηση αυτή επιβεβαιώθηκε από τα πράγματα με τον καλύτερο τρόπο. Ο Μητσοτάκης είναι ένας πανταχού παρών Πρωθυπουργός, τα κρίνει όλα, ανακατεύεται με όλα και τα παίρνει όλα πάνω του. Από το «Μένουμε σπίτι» και το ηλιοβασίλεμα στη Σαντορίνη έως τα ατυχήματα στη θάλασσα!
Το αεικίνητο του ανδρός συνοδεύεται από ένα εξαιρετικά προσωποκεντρικό κυβερνητικό μοντέλο. Δεν νομίζω να έχω παρακολουθήσει άλλη τόσο «μονοπρόσωπη» κυβέρνηση όσα χρόνια παρακολουθώ τα ελληνικά πολιτικά πράγματα.
Στην λογική αυτή ο Πρωθυπουργός είναι και μοναδικός κριτής του ανασχηματισμού. Θα τον κάνει με τα δικά του κριτήρια και με μια δική του ατζέντα, την οποία δεν είναι απαραίτητο ότι γνωρίζουν ή συμμερίζονται οι υπόλοιποι.
Αυτή είναι η ορατή πλευρά του παγόβουνου.
Διότι υπάρχει και η αόρατη. Ενας «προεδρικός Πρωθυπουργός» είναι ένας Πρωθυπουργός που πολιτεύεται σαν Πρόεδρος αλλά χωρίς να διαθέτει τα μέσα προστασίας με τα οποία τα προεδρικά καθεστώτα προμηθεύουν συνήθως τον Πρόεδρό τους.
Αυτό γίνεται ιδιαίτερα φανερό όταν κάποια συγκυρία φέρνει την κυβέρνηση σε δύσκολη θέση: ο Πρωθυπουργός αποτελεί ταυτοχρόνως και τη μοναδική άμυνα της κυβέρνησης.
Εως τώρα αυτό δεν του στοίχισε διότι (για να είμαστε ειλικρινείς) η κυβέρνηση δεν έχει έλθει σε πραγματικά δύσκολη θέση. Είτε επειδή η ίδια δείχνει διαχειριστική επάρκεια είτε επειδή είναι τραγική η ανεπάρκεια της αντιπολίτευσης.
Αλλά καμία μοίρα δεν έρανε τον Μητσοτάκη με τη βεβαιότητα ότι όλα θα κυλήσουν έτσι μέχρι τέλους. Κάθε δρόμος έχει τα αγκάθια του.
Δεν ξέρω αν ο επερχόμενος ανασχηματισμός ή οι «διορθωτικές κινήσεις» (κατά την πρωθυπουργική έκφραση) προορίζονται να καλύψουν αυτό το κενό.
Μεταξύ μας, δεν το πιστεύω. Για να καλύψεις ένα κενό πρέπει να διαπιστώνεις ότι υπάρχει κενό, και εξ όσων αντιλαμβάνομαι ο Μητσοτάκης δεν τρέφει τέτοιες ανησυχίες. Είναι αρκετά ικανοποιημένος με τον εαυτό του.
Ως εκ τούτου, οι «διορθωτικές κινήσεις» θα γίνουν (όταν γίνουν) με τα δικά του κριτήρια για να υπηρετήσουν την ατζέντα που ο ίδιος έχει διαμορφώσει και όχι εκείνη που θέλει να νομίζει ή να επιβάλει η αντιπολίτευση.
Καλώς ή κακώς, ο Πρωθυπουργός έχει ακόμη την πολυτέλεια του νοικοκύρη.
Και ως γνωστόν, «όσα ξέρει ο νοικοκύρης, δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος».
Σπίτια
Κατανοώ την αντίδραση μέρους του αντιπολιτευόμενου Τύπου για τα λεφτά της καμπάνιας «Μένουμε σπίτι».
Αλλοι φωνάζουν επειδή δεν πήραν τίποτα. Αλλοι επειδή νομίζουν ότι πήραν λίγα. Και άλλοι επειδή θεωρούν ότι κάποιοι άλλοι πήραν περισσότερα.
Ενδεχομένως υπάρχει πρόβλημα με όσους και πήραν και φωνάζουν. Διότι τα συνήθη συναλλακτικά ήθη λένε πως όταν αποδέχεσαι την είσπραξη, αποδέχεσαι και τα κριτήρια της κατανομής. Αλλά το προσπερνώ.
Διότι το πραγματικό πρόβλημα για την αντιπολίτευση είναι το σλόγκαν της καμπάνιας. Το «Μένουμε σπίτι» είναι γενικό και ασαφές.
Δηλαδή ο Παπαδημούλης σε ποιο σπίτι θα μείνει από τα τριάντα οκτώ; Πώς θα διαλέξει;
Ο ασφαλής δρόμος της δημοκρατίας
Οπως όλα δείχνουν, η κοινοβουλευτική διαδρομή της υπόθεσης Παπαγγελόπουλου θα ολοκληρωθεί σύντομα – πάντως μέσα στις προσεχείς εβδομάδες…
Μετά την κατάθεση του πρώην αναπληρωτή υπουργού, μένουν η σύνταξη του πορίσματος (ή των πορισμάτων) της προανακριτικής επιτροπής και η ψηφοφορία στη Βουλή.
Σε περίπτωση παραπομπής του Παπαγγελόπουλου, η υπόθεση θα περάσει στο Δικαστικό Συμβούλιο – τρεις αρεοπαγίτες και δυο σύμβουλοι Επικρατείας ύστερα από κλήρωση. Το Συμβούλιο θα συγκεντρώσει όλες τις δικογραφίες, θα ολοκληρώσει την ανάκριση και θα αποφασίσει αν θα στείλει τον Παπαγγελόπουλο στο Ειδικό Δικαστήριο.
Το καινούργιο στοιχείο είναι ότι (σύμφωνα με το Επιστημονικό Συμβούλιο της Βουλής) τον Παπαγγελόπουλο θα ακολουθήσουν στην τακτική Δικαιοσύνη και τα μη πολιτικά πρόσωπα που φέρονται ως ύποπτοι συνέργειας ή συμμετοχής στα αδικήματα για τα οποία κατηγορείται. Κυρίως δηλαδή στην εγκληματική οργάνωση.
Μεταξύ αυτών οι τρεις εισαγγελείς της Εισαγγελίας Διαφθοράς και οι τρεις εμπλεκόμενοι άνθρωποι του Τύπου (Παπαδάκου, Φιλιππάκης, Τάρκας).
Οι έξι ύποπτοι δεν κατέθεσαν στην προανακριτική επιτροπή διότι το Επιστημονικό Συμβούλιο της Βουλής έκρινε ότι η κοινοβουλευτική επιτροπή δεν έχει τέτοια αρμοδιότητα.
Οσα στοιχεία έχουν συγκεντρωθεί εναντίον τους από την Επιτροπή θα διαβιβαστούν στους δικαστικούς που διεξάγουν παράλληλη έρευνα στον Αρειο Πάγο και στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών.
Η προσπάθεια δηλαδή της υπεράσπισης του Παπαγγελόπουλου και του ΣΥΡΙΖΑ να προστατεύσουν τους υπόπτους κατέληξε στο αντίθετο αποτέλεσμα: θα κληθούν ως ύποπτοι από τη Δικαιοσύνη χωρίς να έχουν δώσει προηγουμένως εξηγήσεις για τα στοιχεία που τους καθιστούν υπόπτους.
Αν έτσι συμβούν τα πράγματα, είναι μεγάλο αυτογκόλ της μειοψηφίας και όσων έθεσαν τέτοιο ζήτημα.
Ο,τι κι αν συμβεί όμως, η υπόθεση περνάει πλέον στην ειδική δικαιοδοσία του Δικαστικού Συμβουλίου και φεύγει από το πολιτικό προσκήνιο.
Αυτά προβλέπει το Σύνταγμα.
Κι είναι μια ευτυχής εξέλιξη αφού η Δικαιοσύνη θα κληθεί τελικά να καταδικάσει ή να απαλλάξει τον πρώην αναπληρωτή υπουργό και τους πιθανούς συνενόχους του.
Ετσι όχι μόνο θα έχουμε διανύσει μεγάλη απόσταση από εκείνη την αμφιλεγόμενη σύσκεψη στο Μέγαρο Μαξίμου, τον Φεβρουάριο 2018.
Αλλά επιπλέον θα έχουμε διανύσει έναν ασφαλή δρόμο αποκατάστασης της νομιμότητας. Ακριβώς δηλαδή όπως πρέπει να απαντά η δημοκρατία στους εχθρούς της.