Τον περασμένο Σεπτέμβριο, στη ΔΕΘ, ο Αλέξης Τσίπρας χρησιμοποίησε ένα ευφυολόγημα που έμελλε να γίνει ένα από τα επίμονα ερωτήματα της μακρόσυρτης προεκλογικής περιόδου. «Δεν διεκδικούμε κυβέρνηση ηττημένων» είχε πει και έκτοτε αυτό το οξύμωρο σχήμα μετατράπηκε σε εκλογικό δίλημμα και απειλή από τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Μπορεί, όμως, να υπάρξει στην πραγματικότητα κυβέρνηση ηττημένων;
Ανεξάρτητα από την αριθμητική της κάλπης, το ερώτημα που θέτει ο Πρωθυπουργός είναι με άλλα λόγια ίδιο με το «Μητσοτάκης ή Τσίπρας», μόνο που σε αυτή την εκδοχή ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι μόνος του στο κάδρο αλλά παρέα πότε με τον Νίκο Ανδρουλάκη, πότε με τον Γιώργο Παπανδρέου και πάντα με τον Γιάνη Βαρουφάκη.
Ολα ανοιχτά
Αυτή η «οικογενειακή φωτογραφία» της Κεντροαριστεράς δεν ελκύει, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, την πλειονότητα των ψηφοφόρων που φαίνεται να προτιμούν μια αυτοδύναμη κυβέρνηση της ΝΔ. Ωστόσο, αυτό θα κριθεί στη δεύτερη κάλπη. Στις εκλογές της απλής αναλογικής όλα τα ενδεχόμενα παραμένουν, θεωρητικά, ανοιχτά: Ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί όντως να υποεκτιμάται, όπως λένε τα στελέχη του. Το ΜέΡΑ25 λαμβάνει κυρίως αντισυστημική ψήφο που δεν μετράται με ακρίβεια στις δημοσκοπήσεις και έτσι κανένας δεν μπορεί να προβλέψει με σιγουριά αν είναι εντός ή εκτός Βουλής. Και το ΠαΣοΚ, που έχει επιδείξει αξιοσημείωτες αντοχές στο παρελθόν, ενδέχεται αντί να εξαϋλωθεί από τον πόλεμο που δέχεται, να πεισμώσει και να επανασυσπειρωθεί.
Η δεδηλωμένη
Στην περίπτωση που αυτά τα τρία κόμματα πάρουν επαρκή ποσοστά για να σχηματίσουν κυβέρνηση συνεργασίας από την πρώτη Κυριακή, αυτή δεν θα είναι μια κυβέρνηση ηττημένων αλλά νικητών, εφόσον θα έχουν εξασφαλίσει τη δεδηλωμένη. Η δεδηλωμένη δεν υπάρχει μόνο στην περίπτωση που η κυβέρνηση έχει την εμπιστοσύνη της απόλυτης πλειοψηφίας της Βουλής. Μάλιστα το Σύνταγμα στο άρθρο 84 παρ. 1 ορίζει ότι «η κυβέρνηση οφείλει να έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής», αλλά στην παρ. 6 προβλέπει ότι «πρόταση εμπιστοσύνης δεν μπορεί να γίνει δεκτή αν δεν εγκριθεί από την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών, η οποία όμως δεν επιτρέπεται να είναι κατώτερη από τα δύο πέμπτα του όλου αριθμού των βουλευτών». Αρα μπορεί να υπάρξει και «δεδηλωμένη ανοχής» σε μια κυβέρνηση μειοψηφίας. Τότε, όμως, θα απαιτούνταν η εμπλοκή και του ΚΚΕ, το οποίο έχει δηλώσει ότι δεν συμμετέχει σε τέτοιου είδους συζητήσεις. Κυβέρνηση «μειοψηφίας-ανοχής» άλλωστε δεν συζητάει ούτε ο κ. Τσίπρας, ο οποίος επιδιώκει να αναδειχθεί ο ΣΥΡΙΖΑ πρώτο κόμμα τουλάχιστον στις εκλογές της απλής αναλογικής.
Το πρώτο κόμμα
Τα σημερινά δεδομένα των δημοσκοπήσεων δίνουν πολύ μικρά περιθώρια σχηματισμού κυβέρνησης συνεργασίας χωρίς το πρώτο κόμμα, το οποίο αυτή την ώρα είναι η ΝΔ, και μάλιστα με άνετο προβάδισμα περίπου 7 μονάδων έναντι του ΣΥΡΙΖΑ. Αν η ΝΔ καταγράψει ποσοστό κοντά στο 34% απομακρύνεται σημαντικά το ενδεχόμενο κυβέρνησης συνεργασίας χωρίς αυτήν. Θεωρητικά, για να σχηματιστεί κυβέρνηση συνεργασίας από τα τρία κόμματα θα πρέπει το ποσοστό της ΝΔ να κυμανθεί στο 33% (113 έδρες), του ΣΥΡΙΖΑ στο 30,5% (104 έδρες), του ΠαΣοΚ στο 10,5% (36 έδρες), του ΜέΡΑ25 στο 3,5% (11 έδρες) και το ποσοστό των εκτός Βουλής κομμάτων στο 11,8%. Σε αυτή την περίπτωση είναι εφικτή μια τρικομματική κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΠαΣοΚ – ΜέΡΑ25 με μια εύθραυστη πλειοψηφία 151 εδρών, με ό,τι σημαίνει αυτό για την εσωτερική συνοχή και τη σταθερότητά της. Πόσο πιθανό είναι, όμως, να βρεθεί ταυτόχρονα η ΝΔ στο χαμηλότερο ποσοστό της και όλα τα άλλα κόμματα στο υψηλότερό τους ποσοστό;
Η σύμπραξη της ΝΔ με τον ΣΥΡΙΖΑ αντιμετωπίζεται και από τα δύο κόμματα ως απεχθέστατη τερατογένεση. Ηδη για να αυξήσουν τα ποσοστά τους συμπιέζουν με όποιον τρόπο μπορούν το ΠαΣοΚ και το ΜέΡΑ25, αντιστοίχως, με την πίεση που ασκείται στη Χαρ. Τρικούπη να ξεφεύγει από τα αποδεκτά όρια της πολιτικής σύγκρουσης και να εισέρχεται στο επίπεδο της σπερμολογίας και των fake news.
Οι προτάσεις διακυβέρνησης που υπάρχουν αυτή τη στιγμή στο τραπέζι είναι οι ακόλουθες τρεις. Ο κ. Μητσοτάκης θέλει αυτοδυναμία πάση θυσία και γι’ αυτό όπως μεταδίδεται δεν θα αξιοποιήσει τη διερευνητική εντολή, ώστε να συντμηθεί ο χρόνος μέχρι την προκήρυξη των επόμενων εκλογών. Ο κ. Τσίπρας μιλά για μια κυβέρνηση συνεργασίας των προοδευτικών δυνάμεων και των νικητών. Ο κ. Ανδρουλάκης προτείνει προγραμματική συμφωνία με βάση τα αποτελέσματα των πρώτων εκλογών, η οποία όμως δεν μπορεί να προχωρήσει χωρίς το πρώτο κόμμα.
Η πρόταση Βενιζέλου
Το στάδιο των διερευνητικών εντολών δεν είναι διεκπεραιωτικό, θα μπορούσε να είναι μια περίοδος γόνιμων συζητήσεων, γιατί κανένας δεν ξέρει τι θα γίνει στις δεύτερες κάλπες της ενισχυμένης αναλογικής. Ο Ευάγγελος Βενιζέλος πρότεινε να αναλάβει η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου την πρωτοβουλία να καλέσει τους πολιτικούς αρχηγούς και να συζητήσει μαζί τους για την αποφυγή του τοξικού κλίματος και το επίπεδο του πολιτικού πολιτισμού. Τα μηνύματα από την προεδρία δεν ήταν θετικά. Ο κ. Βενιζέλος, ωστόσο, επανήλθε, σε συνέντευξη που έδωσε στην ΕΡΤ, και ανέλυσε περισσότερο τη σκέψη του. «Εδώ» είπε αναφερόμενος στον Πρωθυπουργό «αποκλείεται η συζήτηση, αποκλείεται η συμφωνία, αποκλείεται η συνεργασία εξ ορισμού με την υπόθεση ότι θα υπάρχει αυτοδυναμία στις δεύτερες εκλογές. Εάν δεν υπάρξει;». Πρόσθεσε ότι κατά τη γνώμη του υπάρχει έδαφος για στρατηγικού χαρακτήρα συναινέσεις υπέρ της εθνικής προοπτικής.
Αλλωστε μετά τις εκλογές η Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα τηρήσει υποχρεωτικά τις διαδικασίες του άρθρου 37 του Συντάγματος. Αυτό προβλέπει ρητά ότι μετά την αποτυχία των τριών διερευνητικών εντολών, ο/η ΠτΔ «καλεί τους αρχηγούς των κομμάτων» χωρίς να προσδιορίζεται ειδικότερα ο τρόπος. Συνεπώς, η «κλήση» αυτή μπορεί να είναι χωριστή για τον κάθε αρχηγό, συλλογική με τη μορφή σύσκεψης όλων των αρχηγών ή εκείνων που αφήνουν περιθώριο συνεργασίας μεταξύ τους ή συνδυασμός των παραπάνω.
Το προηγούμενο του 2012
Οσα συζητούνται σήμερα για την επομένη των εκλογών δεν είναι πρωτόγνωρα. Μετά τις εκλογές του Μαΐου του 2012, ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας ερμήνευσε με τέτοιον τρόπο τις αρμοδιότητές του ώστε ανέλαβε την ευθύνη να συγκαλέσει σειρά συσκέψεων με τους πολιτικούς αρχηγούς. Από την έναρξή τους επισήμανε τους κινδύνους της ακυβερνησίας. «Αναμένω να σχηματιστεί κυβέρνηση συνεργασίας. Οι διαφορές των θέσεών σας είναι μικρές και ασήμαντες σε σύγκριση με το χρέος σας απέναντι στην πατρίδα» είχε τονίσει στους συνομιλητές του. Η πρωτοβουλία αυτή ναυάγησε λόγω της άρνησης του κ. Τσίπρα να συμμετάσχει σε κυβέρνηση συνεργασίας και η χώρα οδηγήθηκε στις εκλογές του Ιουνίου από την υπηρεσιακή κυβέρνηση του Παναγιώτη Πικραμμένου.