Το 2014 ο νεαρός τότε γάλλος διανοητής Τομά Πικετί τάραξε τα νερά με το βιβλίο που έφερε τον συμβολικό τίτλο «Κεφάλαιο τον 21ο αιώνα», παραπέμποντας ευθέως στον Καρλ Μαρξ.
Επειτα από πολλά χρόνια ανέδειξε το βάρος της διεύρυνσης των ανισοτήτων στις κοινωνίες μας στη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, αποδεικνύοντας ότι ο πλούτος αυξάνεται ταχύτερα της οικονομικής μεγέθυνσης, συμπιέζοντας αφόρητα τις ασθενέστερες των τάξεων. Ανάμεσα στα άλλα, ο Πικετί επισήμανε ότι σε τούτους τους καιρούς οι μεγάλες περιουσίες εξασφαλίζουν πολύ υψηλότερες αποδόσεις όσο μεγαλύτερη ήταν η αρχική συσσώρευση.
Επέμεινε επίσης ταυτόχρονα ότι οι αρχές της αξιοκρατίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης κάμπτονται, οι αμοιβές των διευθυνόντων μεγάλων επιχειρήσεων είναι απίστευτα υπερβολικές και στον αντίποδα οι αμοιβές των εργαζομένων εξαιρετικά υποτιμημένες. Ο Πικετί προέκρινε την επιβολή ενός διεθνούς φόρου στο κεφάλαιο, ικανού να αμβλύνει την έκρηξη των ανισοτήτων.
Από τον Πικετί στην «τυραννία της αξίας»
Επτά χρόνια αργότερα, το 2021, στον καιρό της πανδημίας του κορωνοϊού, σε χρόνους κατά τους οποίους οι ανισότητες διευρύνθηκαν έτι περαιτέρω, ο καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας του Χάρβαρντ Μάικλ Σαντέλ με ένα νέο βιβλίο που έφερε τον προκλητικό τίτλο «Η τυραννία της αξίας» και συνοδευόταν από τον υπότιτλο «Τι έχει απογίνει το κοινό καλό;» ήλθε να διερευνήσει σε βάθος τις συνέπειες του φαινομένου, να καταδείξει τις πρωτοφανείς παγκοσμίως πολιτικές μετατοπίσεις και να αμφισβητήσει την έννοια αυτής καθεαυτής της αξίας.
Το οξυδερκές πόνημα του Σαντέλ που κυκλοφόρησε στη χώρα μας το 2022 από τις εκδόσεις Πόλις, σε μετάφραση του δικού μας Μιχάλη Μητσού, επιχειρεί να προσεγγίσει τις αιτίες της διαχεόμενης σχεδόν παντού λαϊκής δυσαρέσκειας και της ευρείας δημοφιλίας που απολαμβάνουν εθνολαϊκιστές ηγέτες και αυταρχικής απόχρωσης πολιτικά σχήματα.
Οργή κατά των απανταχού ελίτ
Ο Σαντέλ σημειώνει ότι τα παραδοσιακά κόμματα της Κεντροδεξιάς και της Κεντροαριστεράς δεν αντιλαμβάνονται ή καλύτερα δεν κατανοούν τη δυσαρέσκεια που συνταράσσει την πολιτική σε όλο τον κόσμο. Ο συγγραφέας εκτιμά ότι το Brexit, η νίκη του Τραμπ το 2016 και η πιθανή επανεκλογή του τον προσεχή Νοέμβριο «είναι αποτέλεσμα μιας οργισμένης ετυμηγορίας για δεκαετίες αυξανόμενης ανισότητας και για την παγκοσμιοποίηση που ευνοεί εκείνους που βρίσκονται στην κορυφή, αλλά προκαλεί αίσθηση απόγνωσης στους απλούς πολίτες».
Επιπλέον, κρίνει ότι ήταν μια απόρριψη της τεχνοκρατικής προσέγγισης της πολιτικής που αδιαφορεί για τη δυσαρέσκεια όσων αισθάνονται ότι η οικονομία και ο πολιτισμός γενικότερα τους έχουν αφήσει πίσω. Αποδίδει ακόμη εξαιρετική σημασία στην οργή κατά των απανταχού ελίτ και, το κυριότερο, θέτει υπό αίρεση την αρχή της αξίας και διεκδικεί την επιστροφή στο κοινό καλό, πέρα από τη διαλογή και τον μόχθο, όπως γράφει. Ετσι δικαιολογείται άλλωστε και ο τίτλος του βιβλίου, «Η τυραννία της αξίας».
Κατά τον Σαντέλ οι οπαδοί του Τραμπ και του Brexit, λευκοί άρρενες κατά βάση ψηφοφόροι της εργατικής τάξης, εκφράζουν την λαϊκιστική οργή τους εναντίον των ελίτ και της τεχνοκρατικής διακυβέρνησης που δεν αντιλαμβάνονται τη δική τους υποχώρηση και την απειλή που νιώθουν ότι μπορεί να γίνουν μειονότητα στον τόπο τους.
Χάθηκε η σταθερότητα της εργασίας
Δεν είναι μόνο οι χαμηλές αμοιβές που απολαμβάνουν, αλλά και το πληγωμένο κοινωνικό κύρος που τις συνοδεύει. Οι αλλαγές που επέφεραν τόσο η παγκοσμιοποίηση όσο και οι νέες τεχνολογίες εκμηδένισαν, κατά τον συγγραφέα, τη σταθερότητα της εργασίας και επαύξησαν τις απαιτήσεις για καινοτομία, ελαστικότητα και απόκτηση νέων δεξιοτήτων, που δεν δύνανται να παρακολουθήσουν. Το πλήθος των εργατών χωρίς πτυχίο νιώθει χαμένο και αποκλεισμένο από τις τεχνοκρατικού τύπου διακυβερνήσεις, τις προσαρμοσμένες στα πρότυπα και στις αξίες των αγορών.
Οπως παρατηρεί ο Σαντέλ, την εποχή που εξελέγη ο Τραμπ το Δημοκρατικό Κόμμα των ΗΠΑ είχε μετατραπεί σε ένα κόμμα τεχνοκρατικού φιλελευθερισμού, πιο φιλικό προς στην ανώτερη μεσαία τάξη παρά προς τα εργατικά στρώματα που αποτελούσαν κάποτε τη σπονδυλική του στήλη. Το ίδιο, επισημαίνει, συνέβη και στο Εργατικό Κόμμα της Μεγάλης Βρετανίας την εποχή του Brexit, καθώς και με τα περισσότερα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Ευρώπης.
Το δόγμα της εποχής Ρίγκαν και Θάτσερ
Η μεταμόρφωση αυτή ξεκίνησε τη δεκαετία του ’80. Τότε ο Ρόναλντ Ρίγκαν και η Μάργκαρετ Θάτσερ υποστήριξαν ότι το πρόβλημα ήταν οι κυβερνήσεις και τη λύση είχαν οι αγορές. Οταν αποχώρησαν από την πολιτική σκηνή, οι κεντροαριστεροί πολιτικοί που τους διαδέχθηκαν, ο Κλίντον στις ΗΠΑ, ο Μπλερ στη Βρετανία, ο Σρέντερ στη Γερμανία, μετρίασαν μεν αλλά ταυτόχρονα εδραίωσαν την πίστη στις αρχές και τις αξίες των αγορών.
Σύμφωνα με τον συγγραφέα στρογγύλεψαν τις αιχμηρές γωνίες των ανεξέλεγκτων αγορών, αλλά δεν αμφισβήτησαν το κεντρικό δόγμα της εποχής Ρίγκαν και Θάτσερ, ότι δηλαδή οι μηχανισμοί της αγοράς αποτελούν τα βασικά εργαλεία για την επίτευξη του κοινού καλού.
Πιστοί στο δόγμα αυτό, υιοθέτησαν μια φιλική προς τις αγορές εκδοχή της παγκοσμιοποίησης και υποστήριξαν την αυξανόμενη χρηματιστικοποίηση της οικονομίας. Με αποτέλεσμα τα οφέλη της να κατανεμηθούν κατά άνισο τρόπο. Στις Ηνωμένες Πολιτείες από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 το μεγαλύτερο μέρος των εισοδηματικών κερδών πήγε στο πλουσιότερο 10%, ενώ το πιο φτωχό 50% δεν είδε σχεδόν καμία διαφορά.
Σε πραγματικούς αριθμούς το διάμεσο εισόδημα των ανδρών σε εργάσιμη ηλικία που ήταν το 2021 περίπου 36.000 δολάρια είναι μικρότερο από εκείνο που ήταν πριν από τέσσερις δεκαετίες. Σήμερα το πλουσιότερο 1% των Αμερικανών κερδίζει περισσότερα από το φτωχότερο 50% στο σύνολό του.
Το μότο που διέψευσε η πραγματική ζωή
Τα παραδοσιακά κόμματα απάντησαν στη διευρυνόμενη ανισότητα υποστηρίζοντας τη μεγαλύτερη ισότητα ευκαιριών, με βελτίωση της πρόσβασης στην ανώτατη εκπαίδευση και με άρση των φραγμών που σχετίζονται με τη φυλή, την εθνότητα και το φύλο. Κυριάρχησε έτσι η ρητορική της ευκαιρίας που συμπυκνώνεται στο σύνθημα ότι όσοι εργάζονται σκληρά και ακολουθούν τους κανόνες θα πρέπει να μπορούν να ανελιχθούν όσο τους επιτρέπει το ταλέντο τους.
Οπως επισημαίνει ο Σαντέλ, τα τελευταία χρόνια οι ηγέτες των δυο μεγάλων αμερικανικών κομμάτων επαναλαμβάνουν μέχρι κορεσμού το παραπάνω σύνθημα. Ωστόσο η πραγματική ζωή διέψευσε κατά τρόπο κατηγορηματικό.
Η πρόσβαση των παιδιών της εργατικής τάξης στα καλά πανεπιστήμια περιορίστηκε δραματικά, πολύ μικρό ποσοστό της τάξης του 3%-4% νέων ταπεινής καταγωγής περνά τις πόρτες τους, η κοινωνική κινητικότητα εξέλιπε και μαζί της καταποντίστηκε η πίστη στο αμερικανικό όνειρο. Τα δύο τρίτα των φοιτητών του Χάρβαρντ και του Στάνφορντ προέρχονται από το πλουσιότερο 20% και λιγότερο από το 4% από το φτωχότερο 20%.
Κατά τον Σαντέλ η πεποίθηση των Αμερικανών ότι για να ανελιχθείς αρκεί να δουλέψεις σκληρά και να έχεις ταλέντο δεν επαληθεύεται πλέον από την πραγματικότητα.
Η απουσία εκπροσώπων των λαϊκών τάξεων
Ο συγγραφέας αμφισβητεί επιπλέον τα αποτελέσματα της τεχνοκρατικής διακυβέρνησης, επειδή κυριαρχείται από την αποκαλούμενη από τον ίδιο «τεχνοκρατική αλαζονεία» που περιφρονεί τους ταπεινούς και δεν ενδιαφέρεται για τη ζωή τους. Υπογραμμίζει επίσης την παντελή απουσία στη διακυβέρνηση προσώπων χωρίς πτυχίο. Και το φαινόμενο δεν είναι αμερικανικό. Οπως σημειώνει ο Σαντέλ, η μαζική παρουσία ανθρώπων με υψηλά προσόντα στα ευρωπαϊκά κοινοβούλια θυμίζει αυτό που συνέβαινε στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν δικαίωμα ψήφου είχαν μόνο όσοι κατείχαν ιδιοκτησία.
Η απουσία εκπροσώπων λαϊκών τάξεων εγείρει θέματα αντιπροσώπευσης και επιπλέον η υποτιθέμενη αξιοκρατία δεν εγγυάται αποτελεσματικότητα στη διακυβέρνηση αν δεν συνοδεύεται από πρακτική σοφία και αρετή του πολίτη, από την ικανότητα δηλαδή να στοχάζεται κανείς για το κοινό καλό και να το επιδιώκει με αποτελεσματικό τρόπο.
Ο συγγραφέας απαξιώνει ακόμη τον τεχνοκρατικό λόγο, τη συνεχή επίκληση της εξυπνάδας και της αξίας ως μέτρου των πάντων. Ο Σαντέλ γράφει επίσης για την οδυνηρή εκδήλωση της διαλυμένης ψυχολογίας των Αμερικανών της εργατικής τάξης. Ο τραγικότερος δείκτης αυτού του φαινομένου είναι η αύξηση των θανάτων από απελπισία, από αυτή την επιδημία απωλειών μεσήλικων εργατών που οφείλονταν σε αυτοκτονία, υπερβολική δόση και ασθένειες του ήπατος λόγω αλκοόλ.
Εν κατακλείδι, ο Σαντέλ θέτει νέα θέματα στο τραπέζι ιδιαιτέρως για την Κεντροαριστερά, τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη. Η αμοιβή και η αξιοπρέπεια της εργασίας αποτελούν κρίσιμες παραμέτρους του πολιτικού διαλόγου που οφείλει να ανοίξει και στην Ελλάδα. Η αναγέννηση της Κεντροαριστεράς δεν θα προκύψει από επικοινωνιακά κόλπα, παρά μόνο από βαθιές επεξεργασίες και αλλαγή προτύπων.
Οπως είχε πει ο αιδεσιμότατος Μάρτιν Λούθερ Κινγκ απευθυνόμενος στους εργάτες καθαριότητας του Μέμφις λίγο προτού δολοφονηθεί «αν θέλει η κοινωνία μας να επιβιώσει θα πρέπει κάποτε να εκφράσει τον σεβασμό της στους υπαλλήλους καθαριότητας, αφού ο άνθρωπος που μαζεύει τα σκουπίδια μας είναι σε τελευταία ανάλυση εξίσου σημαντικός με τον γιατρό, δεδομένου ότι αν δεν κάνει τη δουλειά του θα ξεσπάσουν επιδημίες».