Προσωπική πείρα δεν έχω, παιδί της πόλης είμαι, αλλά έχω τη δυνατότητα να φανταστώ πόσο πολύτιμη και επιθυμητή μπορεί να είναι, σε κάποιες κοινωνίες λιγότερο ανεπτυγμένες, μία κατσίκα. Κατ’ επέκταση, καταλαβαίνω πως μπορεί κάποιος να επιθυμεί τον θάνατο του γείτονά του, αν αυτό σημαίνει ότι η περιπόθητη κατσίκα του γείτονα θα περιέλθει στη δική του ιδιοκτησία. Σπεύδω να πω ότι είναι αισχρό και ποταπό να βάζεις την απόκτηση μιας κατσίκας, όσο όμορφη και αν είναι, πάνω από την ανθρώπινη ζωή, δεν υπάρχει αμφιβολία. Είναι όμως ανθρώπινο, όπως και τόσα άλλα σιχαμερά πράγματα. Εχει, επίσης, μια λογική, που μπορεί να είναι αποκρουστικά κυνική, αλλά είναι στέρεη: ο κακόβουλος κερδίζει στο τέλος την κατσίκα! Εν τούτοις, εκείνο που παραμένει για μένα ασύλληπτο είναι να θέλεις να ψοφήσει η κατσίκα του γείτονα. Γιατί, στην περίπτωση αυτή, όλοι βγαίνουν χαμένοι, με πρώτη βεβαίως την καημένη την κατσίκα, για την οποία έγινε όλη η φασαρία! Είναι η βλακεία που υπάρχει στην κακία αυτό που δυσκολεύομαι να συλλάβω.
Με απασχολούν αυτά, επειδή τέτοια ακριβώς ήταν η στάση του ΣΥΡΙΖΑ την περασμένη εβδομάδα στο ζήτημα των Γλυπτών του Παρθενώνα. Η αποκάλυψη συζητήσεων της κυβέρνησης με το Βρετανικό Μουσείο, με σκοπό την εξεύρεση μιας φόρμουλας για την επανένωση των Γλυπτών του Παρθενώνα με το μνημείο, ενόχλησε τόσο έντονα τον ΣΥΡΙΖΑ ώστε προς στιγμήν αναρωτήθηκα μήπως στο βάθος η Κουμουνδούρου εκφράζει τα συμφέροντα της Αλβιώνος. Επιτέθηκε στην κυβέρνηση, λες και η υπόθεση αφορούσε κάποια ύποπτη συναλλαγή εις βάρος του εθνικού συμφέροντος και όχι τη δυνατότητα επιστροφής των Γλυπτών που αφαίρεσε ο Ελγιν, δηλαδή έναν εθνικό στόχο. (Γλυπτά τα οποία, εξάλλου, ο Αλέξης Τσίπρας υποβίβασε στην κατηγορία «μάρμαρα»…) Με λίγα λόγια, να ψοφήσει η κατσίκα του γείτονα.
Και να πεις τουλάχιστον ότι υπήρχε κατσίκα! Δεν υπήρχε. Υπήρχε μόνον ως δυνατότητα. Υπήρχαν «εποικοδομητικές συζητήσεις», όπως αναγνώρισε το Βρετανικό Μουσείο. Ο ΣΥΡΙΖΑ όμως έπαθε ηλεκτροπληξία, λες και τα «μάρμαρα» του Τσίπρα επρόκειτο να επιστρέψουν μέσα στην ερχόμενη εβδομάδα και έπρεπε πάση θυσία να το αποτρέψει. Ολο αυτό, δε, από τον φόβο μην τυχόν πιστωθεί στην κυβέρνηση κάποια πρόοδος σε ένα θέμα εθνικής σημασίας. Δηλαδή η αυτοκαταστροφική μισαλλοδοξία του Ταλιμπάν σε όλο το μεγαλείο της.
Και το πικρό αστείο της ιστορίας ξέρετε ποιο είναι; Οτι η κατσίκα – έστω και ως φαντασίωση – τελικά ψόφησε. Η Μισέλ Ντόνελαν, υπουργός Πολιτισμού του Ηνωμένου Βασιλείου, βγήκε στο BBC την περασμένη Τετάρτη και έκλεισε τη συζήτηση για το θέμα. Δεν πρέπει να γυρίσουν τα Γλυπτά, είπε κατηγορηματικά, εξηγώντας ότι κάτι τέτοιο θα είχε επιπτώσεις και σε άλλες συλλογές. Τα γλυπτά είναι «assets» της Βρετανίας, πρόσθεσε, που τα φρόντιζε τόσα χρόνια και επιτρέπει (sic) στον υπόλοιπο κόσμο να τα θαυμάζει. (Δικά της λόγια, όχι δικά μου…) Επιπλέον, η υπουργός καπέλωσε μέχρι τα αφτιά τον πρόεδρο του Βρετανικού Μουσείου, Τζορτζ Oσμπορν, με τον οποίο διεξάγει τις συνομιλίες η κυβέρνηση. Οι θέσεις του έχουν παρεξηγηθεί και παρουσιάστηκαν εσφαλμένα, είπε. Δεν είναι πρόθεσή του να επιστραφούν τα Γλυπτά, ούτε να συνάψει εκατονταετή συμφωνία δανεισμού. Πρόσθεσε μάλιστα, χωρίς καμία διάθεση ειρωνείας, ότι οπωσδήποτε ο ίδιος ο Οσμπορν θα τα εξηγούσε καλύτερα.
Εν ολίγοις, η βρετανική κυβέρνηση κάνει πίσω και το κοινοποιεί με τον επισημότερο τρόπο. Δεν πρέπει να μας εκπλήσσει η εξέλιξη, αφού το ζήτημα πήρε διαστάσεις σκανδάλου στη χώρα μας με ευθύνη του ΣΥΡΙΖΑ. Τι κερδίζει ο ΣΥΡΙΖΑ που ψόφησε η κατσίκα, αναρωτιέμαι. Ούτε καν την ψήφο της κυρίας Κουτσούμπα – είναι ΑΝΤΑΡΣΥΑ αν δεν κάνω λάθος.
Η ΥΠΟΚΡΙΣΙΑ ΤΗΣ
ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑΣ
Προτού αποδεχθεί την πρόταση του Αλέξη Τσίπρα να γίνει εκπρόσωπος Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ, την είχαν ρωτήσει σε συνέντευξη αν θα σκεφτόταν να πολιτευτεί. Τότε η Πόπη Τσαπανίδου είχε απορρίψει το ενδεχόμενο, επειδή ερχόταν σε σύγκρουση με το λειτούργημά της. Οπως εξήγησε «αν πήγαινα με κάποιο κόμμα θα ήταν σαν να έλεγα στον κόσμο, ξέρεις, αυτό ήμουν και δεν σου το έλεγα». Επομένως, βάσει της δικής της λογικής, ΣΥΡΙΖΑ ήταν πάντα η κυρία Τσαπανίδου και δεν το έλεγε.
Οχι ότι αμφέβαλλε κανείς, ούτε όμως ότι ενοχλείται κανένας από τις θέσεις και τις πεποιθήσεις της γνωστής δημοσιογράφου. Ας αφήσουμε λίγο χώρο για την καλή προαίρεση, δεν αποκλείεται να μην ήξερε τόσο καιρό ότι ήταν ΣΥΡΙΖΑ και να το συνειδητοποίησε όταν της έκανε την κρούση ο Αλέξης. Δεν εξελίσσονται οι άνθρωποι; Εξελίσσεται με τον τρόπο της και η κυρία Τσαπανίδου. Επισημαίνω, όμως, τη χαριτωμένη αντίφαση για τον μόνο λόγο ότι αποτελεί την ισχυρότερη διάψευση της απλοϊκής αντίληψης περί αντικειμενικότητας στη δημοσιογραφία, μιας αντίληψης που όταν δεν είναι υποκρισία, είναι ευήθεια και, κατά κανόνα, χρησιμεύει για τον περιορισμό της ελευθερίας του λόγου. Απόλυτη αντικειμενικότητα δεν μπορεί να υπάρξει από την ίδια φύση της γλώσσας, αλλά και αν υπήρχε, πιστέψτε με, οι ειδήσεις θα ήταν ό,τι πιο βαρετό. Ασφαλέστερο κριτήριο στη δημοσιογραφία είναι η αναζήτηση της εντιμότητας, που δεν είναι τίποτε περισσότερο από το να μην κρύβεις τις θέσεις σου. Να μην παριστάνεις τον αντικειμενικό, με άλλα λόγια…