Κύμα αμφισβήτησης της έρευνας που διεξάγει η Δικαιοσύνη για υψηλά πολιτικά πρόσωπα, τα οποία σχετίζονται με έργα και προμήθειες του παρελθόντος, έχει προκαλέσει η αποκάλυψη της κατάθεσης του Ευάγγελου Βασιλάκου, στο πλαίσιο της ανάκρισης για την ανάθεση του συστήματος ασφαλείας C4I. Η διαβίβαση της δικογραφίας στη Βουλή για την εξέταση τυχόν ποινικών ευθυνών του Γιάννου Παπαντωνίου και η κοινοποίηση της 9σέλιδης μαρτυρίας του είχε ως αποτέλεσμα να τρωθεί το κύρος της έρευνας, καθώς ο πρώην γενικός διευθυντής Αμυντικών Εξοπλισμών και Επενδύσεων του υπουργείου Αμυνας δεν εισέφερε κανένα σημαντικό στοιχείο, περιοριζόμενος σε προσωπικές εκτιμήσεις και υποθέσεις ήσσονος σημασίας για την έρευνα.
«Γνώριζε και γνωρίζει»
Παρά το γεγονός ότι ο ίδιος κάνει λόγο για παράνομες πληρωμές, προσδιορίζοντάς τις μάλιστα στο ποσό των 18 εκατομμυρίων ευρώ, καταφεύγει σε ευκολίες του τύπου «θεωρώ αφελή τον οποιονδήποτε θεωρεί ότι πολιτικά πρόσωπα δεν χρηματίστηκαν για οποιαδήποτε εξοπλιστική προμήθεια», ενοχοποιώντας ασαφώς τον κ. Παπαντωνίου για χρηματισμό. Δεν διστάζει δε να αναφερθεί και στον Κώστα Σημίτη, διατυπώνοντας την πεποίθησή του ότι ο πρώην πρωθυπουργός «γνώριζε και γνωρίζει» για τις παράνομες πληρωμές, παρότι – όπως παραδέχεται – δεν είναι σε θέση να ξέρει αν ο κ. Σημίτης έχει δωροδοκηθεί.
Ο πρώην γενικός διευθυντής, έχοντας βρεθεί για τα εξοπλιστικά στο εδώλιο του κατηγορουμένου, καταδικάστηκε τον Μάιο με ποινή κάθειρξης 16 ετών με αναστολή για την υπόθεση προμήθειας του συστήματος «Ηλεκτρονικός Πόλεμος». Η αναμονή της εκδίκασης της υπόθεσής του σε δεύτερο βαθμό καθιστά πολλούς, και εκπροσώπους της Δικαιοσύνης ακόμη, καχύποπτους ως προς τη στάση που τηρεί σήμερα ο κ. Βασιλάκος και τη σκοπιμότητά της.
Ο θυμός των δικαστών
Η συγκεκριμένη μαρτυρία εμφανίζεται να επηρεάζει δυσμενώς και άλλα κομμάτια της έρευνας, αναφορικά με τη δεκαετία του 2000. Εγκυρες δικαστικές πηγές ομολογούν ότι παγώνει προσωρινά, και πάντως μέχρις ότου αποφανθεί η Βουλή για τον κ. Παπαντωνίου και το C4I, το ταξίδι των δικαστικών αρχών στο Παρίσι, για τη λήψη κατάθεσης από τον Μισέλ Ζοσεράν. Στόχος, να αποσυνδεθεί πλήρως χρονικά η επίσκεψη στη Γαλλία από την κατάθεση Bασιλάκου, καθώς κρίνεται ότι η τελευταία δυναμιτίζει το σκέλος της έρευνας ως προς τις φρεγάτες τύπου «S» (τη διεξάγουν η ανακρίτρια Διαφθοράς Ηλιάνα Ζαμανίκα και ο επίκουρος ανακριτής Γιώργος Ευαγγέλου) – ευρύτερα και ως προς το C4I, αφού ο Ζοσεράν έχει αναφερθεί ασαφώς και σε αυτό.
Στον αντίποδα, επιμένουν οι φωνές που εκτιμούν ότι ο κ. Βασιλάκος δεν θα μπορούσε να μην κληθεί από τις ανακριτικές αρχές, καθώς κατά το παρελθόν είχε καταθέσει στην αρμόδια Επιτροπή της Βουλής. Οι ίδιοι άνθρωποι συνιστούν ψυχραιμία και υπομονή, επισημαίνοντας ότι στα απόνερα της κατάθεσης Βασιλάκου δεν θα πρέπει να βουλιάξουν και τα υπόλοιπα στοιχεία της ανάκρισης στον χρόνο που πέρασε, και τα οποία ενδεχομένως παρουσιάζουν ενδιαφέρον. Δεν υπήρχε άλλος δρόμος, επισημαίνουν, αφότου αναφέρθηκε το όνομα του Παπαντωνίου, βάσει του Συντάγματος έπρεπε να επιληφθεί της υπόθεσης η Βουλή, απαντώντας στην κριτική περί απουσίας «ιστού» στην υπόθεση, για να οδηγηθεί η δικογραφία στο Κοινοβούλιο.
Στον αέρα η δίκη μετά το αόρατο βούλευμα κατά υπουργών
Η πρόοδος της δίκης για το C4I, κατά το σκέλος της παραλαβής, απειλείται να δυναμιτιστεί. Ενδεικτικό είναι ότι ο Ηλίας Αναγνωστόπουλος, καθηγητής-συνήγορος του Διονύση Δενδρινού, πρώην στελέχους της Siemens, φέρεται διατεθειμένος να υποβάλει ένσταση κρίνοντας ως απαράδεκτη την εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο χωρίς να έχει προηγουμένως αποφανθεί η Βουλή ως προς το σημείο που αφορά τους τρεις εμπλεκόμενους πρώην υπουργούς της κυβέρνησης Καραμανλή, τον Προκόπη Παυλόπουλο, τον Βύρωνα Πολύδωρα και τον Χρήστο Μαρκογιαννάκη – και τους οποίους το βούλευμα κατονομάζει ως έχοντες ευθύνη για τις τροποποιήσεις της σύμβασης, συνδεδεμένες με ζημία του Ελληνικού Δημοσίου κατά 147 και πλέον εκατ. ευρώ.
Στην περίπτωση κατά την οποία γίνει δεκτή η ένσταση Αναγνωστόπουλου η δίκη τινάζεται στον αέρα και η υπόθεση κατευθύνεται στο Κοινοβούλιο. Αν, πάλι, η δίκη συνεχιστεί, θα έλθει αντιμέτωπη με νέα προβλήματα και βροχή (άλλων) ενστάσεων. Ηδη ο Θέμης Σοφός, εκ των συνηγόρων των τεσσάρων αμερικανών εκπροσώπων της εταιρείας SAIC, υπέβαλε αίτημα αποβολής του Ελληνικού Δημοσίου από την Πολιτική Αγωγή, με σκεπτικό ότι η υπόθεση έχει ήδη κριθεί. Επικαλέστηκε σχετική απόφαση του Διαιτητικού Δικαστηρίου, με βάση την οποία το Ελληνικό Δημόσιο οφείλει να καταβάλει στην αμερικανική εταιρεία περί τα 40 εκατ. ευρώ – απόφαση που έχει επικυρώσει η ελληνική Δικαιοσύνη.
Το δικαστήριο έχει κάνει εξάλλου δεκτό το αίτημα της SAIC να καταθέσουν οι δύο εκ των πρώην υπουργών (με εξαίρεση τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας), γεγονός που σύμφωνα με πληροφορίες έχει θορυβήσει κάποιους από τους εμπλεκομένους σε τέτοιον βαθμό ώστε να επιδίδονται σε πολιορκία τηλεφωνημάτων σε γνωστούς και φίλους για την έκβαση της υπόθεσης.