Η ανακοίνωση ότι η Volkswagen, ο μεγαλύτερος βιομηχανικός εργοδότης της Γερμανίας, σχεδιάζει να κλείσει τρία εργοστάσια στη χώρα, για πρώτη φορά στην ιστορία της, να απολύσει δεκάδες χιλιάδες εργαζομένους και να επιβάλει περικοπές μισθών, έχει προκαλέσει συλλογικό σοκ στην αυτοπροσδιοριζόμενη ως «Autoland» (χώρα των αυτοκινήτων).

Ωστόσο, η ανακοίνωση αποτελεί μέρος μόνον των μεγάλων οικονομικών και πολιτικών αναταράξεων που αντιμετωπίζει η Γερμανία, η ισχυρότερη οικονομία της Ευρώπης, η οποία οδεύει σε πρόωρες εκλογές στις 23 Φεβρουαρίου. Και όλα αυτά, στη σκιά της επιστροφής του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο τον Ιανουάριο.

Η VW αντιμετωπίζει μία από τις μεγαλύτερες κρίσεις της από τη δεκαετία του ’90. Οι μισθοί των εργαζομένων της δεν είναι πλέον βιώσιμοι σε μια εποχή που η ζήτηση οχημάτων όλο και μειώνεται, ο κινεζικός ανταγωνισμός αυξάνεται και ο τρόπος παραγωγής αλλάζει. Επιπλέον, η αυτοκινητοβιομηχανία δεν έχει καταφέρει να ανταποκριθεί στην «τάση» των ηλεκτρικών οχημάτων.

Με το ετήσιο ΑΕΠ να συρρικνώνεται για δεύτερη συνεχή χρονιά – για πρώτη φορά μετά από 20 έτη –, τα προβλήματα της VW αντικατοπτρίζουν τη δεινή θέση της γερμανικής οικονομίας που τα προηγούμενα χρόνια βασιζόταν εν πολλοίς στο φθηνό ρωσικό αέριο και στις εξαγωγές στην Κίνα. Με τον πόλεμο στην Ουκρανία, τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν και «το παλιό επιχειρηματικό μοντέλο δεν λειτουργεί πλέον» εξηγεί το περιοδικό «Focus». Δημοσκόπηση της γερμανικής δημόσιας τηλεόρασης κατέδειξε πως για πρώτη φορά εδώ και πολύ καιρό οι Γερμανοί θεωρούν την οικονομία το δεύτερο σημαντικότερο πρόβλημα της χώρας – πρώτο είναι το Μεταναστευτικό.

Η δημοσκόπηση ήρθε λίγες μέρες μετά από μια άλλη κακή οικονομική είδηση: την απόφαση του αμερικανικού κολοσσού κατασκευής τσιπ, Intel, να αναστείλει τα σχέδιά του για την κατασκευή εργοστασίου 30 δισ. ευρώ στη Γερμανία, που θα δημιουργούσε 3.000 θέσεις εργασίας. Παράλληλα, η επανεκλογή του Τραμπ έχει προκαλέσει ανησυχία σε ολόκληρη την ΕΕ, αλλά κυρίως στη Γερμανία, η οποία στέλνει το 10% των εξαγωγών της στις ΗΠΑ, τον κύριο εμπορικό εταίρο της. «Ενας εμπορικός πόλεμος μεταξύ των ΗΠΑ και της Ευρώπης θα μπορούσε να σημαίνει απώλεια έως και 180 δισ. ευρώ για τη γερμανική οικονομία κατά τη νέα τετραετία Τραμπ» αναφέρει σε έκθεση του το think tank IDW.

Η δύσκολη οικονομική κατάσταση της χώρας αποτελεί το βασικό ζήτημα εν όψει των επερχόμενων πρόωρων εκλογών της 23ης Φεβρουαρίου που προκήρυξε ο Ολαφ Σολτς, αποπέμποντας τον υπουργό Οικονομικών,  Κρίστιαν Λίντνερ, τον περασμένο μήνα. Οι δυσεπίλυτες διαφορές μεταξύ του τρικομματικού κυβερνητικού συνασπισμού στα οικονομικά θέματα εμπόδιζαν την εξεύρεση κοινών λύσεων στην κρίση και την αντιμετώπιση της τρύπας άνω των 13 δισ. ευρώ στον προϋπολογισμό για το 2025, ο οποίος ακόμη δεν έχει εγκριθεί.

Με όλα αυτά ο Σολτς, ο οποίος την περασμένη Δευτέρα έλαβε με δυσκολία το χρίσμα του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD) ως υποψηφίου για την καγκελαρία, δυσκολεύεται πολύ στην προεκλογική του εκστρατεία. Η δημοτικότητά του, όπως και του κόμματός του, βρίσκεται στο ναδίρ. Το SPD είναι τρίτο στις δημοσκοπήσεις με 15%, μετά την ακροδεξιά AfD, δεύτερη με 18% και τους Χριστιανοδημοκράτες που έρχονται πρώτοι με 32%.