Τι είναι λοιπόν η Εύα Καϊλή; Ενα θύμα της αδυσώπητης σύγκρουσης των «λόμπι» της Ευρωπαϊκής Ενωσης; Μια αδίστακτη αριβίστρια; Ή μια απρόσεκτη απατεώνισσα της πολιτικής; Για ανθρώπους όπως εγώ, που τη γνωρίζουν από τα πρώτα της, νηπιακά, βήματα στην πολιτική, η Εύα Καϊλή δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια χρυσαλλίδα, από τις τόσες που διαθέτει η πολιτική σκηνή, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Ανέβηκε γρήγορα, έτρεξε γρηγορότερα και κατέρρευσε με υπερηχητική ταχύτητα.
Διαβάστε επίσης: Εύα Καϊλή: Η άνοδος, ο πειρασμός και η έκπτωση
Από τη Θεσσαλονίκη με μεγάλες προσδοκίες
Ο Σταύρος Θεοδωράκης μου έλεγε στις αρχές της εβδομάδας, προσπαθώντας και αυτός να εξηγήσει το «φαινόμενο Καϊλή», ότι «καβαλούσε κάθε φορά το άλογο που θα την πήγαινε μερικά βήματα πιο πέρα».
Προσωπικά δεν ξέρω αν είμαι ένα από αυτά τα «άλογα», σίγουρα όμως δεν είχα καν φανταστεί, όχι προβλέψει, εκείνο το βράδυ στη Θεσσαλονίκη του Σεπτεμβρίου του 2002 που μου τη σύστησε ο Σπύρος Βούγιας ως τη… «δική μας Έλενα Ράπτη», του ΠαΣοΚ δηλαδή, ότι αυτή η χαρωπή, χαμογελαστή, πρόσχαρη, ξανθιά κοπελίτσα θα βρισκόταν 20 χρόνια μετά στο επίκεντρο ενός γιγαντιαίου σκανδάλου το οποίο συγκλονίζει εδώ και δέκα ημέρες το ευρωπαϊκό εποικοδόμημα.
Η κοπέλα που έκανε «μόνο φίλους»
Μου λένε ορισμένοι ότι ένα μερίδιο ευθύνης ανήκει και σε εμένα, επειδή εγώ την έφερα στην Αθήνα – ανοησίες. Εγώ απλώς έγραψα δυο καλά λόγια για αυτήν και τη σύστησα σε ορισμένους φίλους τηλεοπτικούς παρουσιαστές, οι οποίοι με τη σειρά τους, αφού την έκαναν φίλη τους, τη βοήθησαν να γίνει γνωστή. Γιατί η Εύα είχε μια αξεπέραστη ικανότητα να αποκτά παντού «μόνο φίλους».
Σε κέρδιζε με την πρώτη επαφή. Φαινόταν ανοιχτή, ρωτούσε, άκουγε, έμοιαζε να θέλει να μάθει τα πάντα για την πολιτική και την τηλεόραση – κάποια στιγμή, αν δεν κάνω λάθος, το σκεφτόταν ως εναλλακτική λύση για την καριέρα της. Αν δεν τα κατάφερνε στην πολιτική, να ασχολιόταν με την τηλεόραση. Ο φακός ήταν γενναιόδωρος μαζί της, και η άνεση που είχε στον λόγο, συν η φυσική της εμφάνιση, ήταν ένα καλό διαβατήριο για μια άνετη τηλεοπτική καριέρα.
Δεν το επέλεξε, γιατί αυτά τα ίδια προσόντα «δούλεψαν» και στην πολιτική. Και κάπως έτσι βρέθηκε στην ελληνική Βουλή, ως βουλευτής της Α’ Θεσσαλονίκης, κι εγώ τη χαιρόμουν όταν την έβλεπα στο Κοινοβούλιο να μιλάει – επειδή είχα με έναν τρόπο συμβάλει σε αυτό. Αλλά κάθε φορά που τη συναντούσα, έβλεπα πάνω της τη μετάλλαξη. Αποκτούσε τα χαρακτηριστικά μιας κανονικής γυναίκας-πολιτικού. Και από κάποια στιγμή και πέρα κατάλαβα ότι το εύθραυστο κορίτσι που μου είχε γνωρίσει ο Βούγιας είχε πια μεταλλαχθεί σε μια σκληρή πολιτικό, που ήταν αποφασισμένη να προχωρήσει per mare per terra, παρακάτω.
Ηταν οι σκληρές μέρες του 2010-2011 που φάνηκε ότι η Εύα είχε πια αποφασίσει να κάνει πολλά βήματα πέρα από τον ίσκιο της – και ο Ευάγγελος Βενιζέλος ήταν κι αυτός ένα από τα «άλογα» που λέει ο Σταύρος Θεοδωράκης. Εντάχθηκε στην ομάδα του και το 2014 εκείνος την ενέταξε στο ψηφοδέλτιο για τις ευρωεκλογές.
Νωρίτερα όμως είχε υποστεί τις βαριές καταγγελίες ότι είχε συνωμοτήσει κατά του Γιώργου Παπανδρέου, και δεν θα ξεχάσω ποτέ μια ταραγμένη συνεδρίαση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΠαΣοΚ, όπου ζήτησε (όπως και άλλοι) την παραίτηση του Παπανδρέου, για να της επιτεθεί χυδαία ένας από τους υποστηρικτές του – Ξυνίδης, αν δεν με απατά η μνήμη μου, το όνομά του – με τη χυδαία φράση «τι μιλάς εσύ, μωρή καλτσοδέτα».
Την υπερασπιστήκαμε πολλοί και διάφοροι την Εύα τότε, αλλά δεν νομίζω να ίδρωσε το αφτί της – ως τίτλο τιμής το είχε αντιμετωπίσει και ευκαιρία για προβολή. Και ήταν.
Συνδυάζοντας πολιτική, lifestyle και καλοζωία
Ολα πήγαιναν πρίμα για αυτήν – εκτός από τα προσωπικά. Σε μια τυχαία συνάντησή μας στη Νέα Υόρκη, ευρωβουλευτής πια εκείνη, τη βρήκα σχεδόν υπό κατάρρευση. Είχε μόλις χωρίσει από έναν μεγάλο έρωτα, τον γιο ενός εφοπλιστή, και έδειχνε να την είχε καταβάλει ο φόβος ότι θα έμενε μόνη στη ζωή. Την είχα λυπηθεί, πραγματικά.
Αλλά μερικές εβδομάδες αργότερα κατάλαβα ότι είχε γρήγορα συνέλθει. Είχαν κυκλοφορήσει κάτι φωτογραφίες της που την απαθανάτιζαν να απολαμβάνει τις διακοπές της στην Καραϊβική στο νησί του μεγιστάνα Ρίτσαρντ Μπράνσον. Μαζί με τον Μπράνσον!
Αδικα (τη) φοβήθηκα, εκείνο το βράδυ στη Νέα Υόρκη. Είχε επιτύχει το ιδανικότερο όλων: να συνδυάσει με άνεση την πολιτική με το lifestyle και την καλοζωία.
Κατά καιρούς μού τηλεφωνούσε, «για να μάθει κανένα νέο» – νομίζω ότι το έκανε περισσότερο για να κρατάει ζεστή την επαφή μας. Και η τελευταία φορά που δειπνήσαμε μαζί, αλλά δεν είπαμε τίποτε περισσότερο από τα τυπικά, ήταν σε ένα εστιατόριο στο Στρασβούργο, τον περασμένο Ιούλιο, το βράδυ της εκδήλωσης για τον Ανδρέα Παπανδρέου. Βρέθηκε στο δείπνο περισσότερο από υποχρέωση παρά γιατί το ήθελε πραγματικά. Και όπως καθόταν απέναντί μου, αλήθεια τρόμαξα από αυτό το γυάλινο, άδειο, βλέμμα, που το έχω δει και σε άλλες γυναίκες πολιτικούς, αλλά δεν περίμενα (δεν ξέρω γιατί) ότι θα το έβλεπα ποτέ και στην Εύα.
Η αλήθεια πίσω από την όμορφη εικόνα
Λένε ότι η πολιτική αλλοτριώνει τον χαρακτήρα των ανθρώπων. Τους κάνει σκληρούς, μειώνει την ενσυναίσθησή τους, αφαιρεί τον αυθορμητισμό τους, γειώνει τα συναισθήματά τους. Τους πετρώνει μέσα τους.
Στην Εύα δεν χρειαζόταν μεγάλη προσπάθεια να διακρίνεις τα περισσότερα από αυτά. Εκείνο όμως που κυριαρχούσε πάνω της ήταν η άμετρη φιλοδοξία. Υποστηρίζουν ότι και αυτή είναι σύμφυτη με την ιδιότητα του πολιτικού. Είναι. Αλλά στην περίπτωσή της υπερέβαινε, νομίζω, τα γενικώς παραδεκτά. Το ωραίο με την περίπτωσή της είναι ότι είχε μια μαγική ικανότητα να πείθει για το λογικό των φιλοδοξιών της. Να αποκτά οπαδούς. Υποστηρικτές. Που έβλεπαν το προφανές, αλλά όχι πίσω από την εικόνα. Ετσι, ας πούμε, κατάφερε να θεωρείται από ορισμένους η επόμενη πρόεδρος του ΠαΣοΚ, αν και εφόσον αποτύγχανε ο Νίκος Ανδρουλάκης. Αν πάλι δεν αποτύγχανε, είχε ήδη ανοιχτό δίαυλο με τη Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη, μια σχέση που έχτισε μέσω του Γρηγόρη Δημητριάδη, για μια ακόμα πιο λαμπρή σταδιοδρομία.
Η προσωπική της τραγωδία είναι ότι όλα αυτά κατέρρευσαν με πάταγο. Τώρα θα περάσει την υπόλοιπη ζωή της προσπαθώντας να μαζέψει τα κομμάτια της και να πείσει για μια αθωότητα που δύσκολα ανιχνεύεται. Οπως ορίζει η μοίρα όσων δεν έχουν το «γνώθι σαυτόν»…