Τέθηκε στον δημόσιο διάλογο, μετά τις προγραμματικές εξαγγελίες της κυβέρνησης, το ερώτημα εάν είναι συμβατή με το ελληνικό Σύνταγμα η εγκατάσταση στην ελληνική επικράτεια παραρτήματος μη κρατικού πανεπιστημιακού ιδρύματος, που έχει τη νομική και ακαδημαϊκή του έδρα σε άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ενωσης και λειτουργεί σύμφωνα με τις πρόνοιες της πανεπιστημιακής νομοθεσίας της χώρας αυτής.
Κρίσιμη διάταξη για την απάντηση στο ερώτημα είναι η διάταξη του άρθρου 16 παρ. 8, εδ. β) του Συντάγματος, που απαγορεύει ρητά «τη σύσταση από ιδιώτες σχολών». Μια γραμματική ερμηνεία της επίμαχης διάταξης θα μας οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι η διάταξη ομιλεί για ίδρυση και όχι για εγκατάσταση παραρτήματος και άρα δεν περιλαμβάνεται η τελευταία στην απαγόρευση.
Επειδή όμως έχει επικρατήσει πενήντα χρόνια τώρα η αντίθετη, είμαστε υποχρεωμένοι να δείξουμε για ποιους νέους και παλιούς, νομικούς λόγους, η ερμηνεία αυτή δεν στέκει, πλέον.
Η εγκατάσταση παραρτημάτων μη κρατικών πανεπιστημίων στην ελληνική επικράτεια βρίσκει κατ’ αρχάς νομικό έρεισμα στις οικονομικές ελευθερίες της διασυνοριακής εγκατάστασης φυσικών και νομικών προσώπων, επαγγελματικών και επιχειρήσεων στις χώρες της ΕΕ, καθώς και στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, στις οποίες περιλαμβάνονται, κατά την πάγια νομολογία, και οι εκπαιδευτικές υπηρεσίες τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, που παρέχονται επ’ αμοιβή, δηλαδή με δίδακτρα. Αρα η ρύθμιση της εγκατάστασής τους εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου και διέπεται από αυτό.
Γίνεται επιπλέον αποδεκτό, τόσο από τη θεωρία όσο και από τη νομολογία, ιδίως μετά την υπόθεση του «βασικού μετόχου», ότι το Δίκαιο της ΕΕ προέχει και έχει προτεραιότητα εφαρμογής έναντι του εθνικού δικαίου, ακόμη και έναντι του Συντάγματος, στους τομείς που έχουν εκχωρηθεί σχετικές συνταγματικές αρμοδιότητες ή δικαιοδοσίες στην ΕΕ δυνάμει των άρθρων 28 παρ. 2 και 3Σ. Χωρίς όμως να υπερέχει αυτού.
Σε συνάρτηση με το προηγούμενο, είναι κοινά αποδεκτό ότι οι εφαρμοστές και ερμηνευτές του Συντάγματος είναι υποχρεωμένοι εκ του Συντάγματος (ερμηνευτική δήλωση άρθρου 28Σ) να ερμηνεύουν το Σύνταγμα σε αρμονία με το Δίκαιο της Ενωσης. Αυτό σημαίνει ότι, αν ερμηνεύοντας το άρθρο 16 παρ. 8, εδ. β) Σ κληθούν να κρίνουν τη συνταγματικότητα μιας γενικής και απόλυτης απαγόρευσης εγκατάστασης παραρτημάτων αλλοδαπών πανεπιστημίων, όπως η προκείμενη, τότε οφείλουν να παραμερίσουν ως ασύμβατη με το ενωσιακό δίκαιο την ερμηνεία αυτή. Κατά τα άλλα, η διάταξη μένει ανέπαφη και εξακολουθεί να ισχύει και να παράγει έννομα αποτελέσματα.
Είναι σημαντικό να τονιστεί, ακόμη, ότι η εγκατάσταση παραρτημάτων αλλοδαπών πανεπιστημίων πραγματοποιείται με διακρατικές συμφωνίες και όχι με έναν κοινό νόμο, γενικής εφαρμογής, που θα κινδύνευε να κριθεί αντισυνταγματικός. Ούτε έχουν ανάγκη από νόμο για να εφαρμοστούν. Υπερισχύουν των κοινών νόμων και μπορούν να αποκλίνουν από την ισχύουσα εκπαιδευτική νομοθεσία.
Η διακρατική συμφωνία συνάπτεται εξάλλου με κάθε κράτος ξεχωριστά και προνοεί για όλα τα ζητήματα της εγκατάστασης των παραρτημάτων, ακαδημαϊκά και μη. Τα παραρτήματα τελούν υπό την εποπτεία του κράτους, όπως και τα κρατικά, και υπό την επίβλεψη της ΕΘΑΑΕ ως προς την ιδρυματική και τμηματική αξιολόγησή τους.
Τέλος, οι διακρατικές συμφωνίες μπορούν να συναφθούν και με κράτη που δεν είναι μέλη της ΕΕ, όπως η ΗΠΑ ή η Μ. Βρετανία, όταν τα ίδια είναι μέλη του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) και έχουν υπογράψει τη Διεθνή Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου (GATT), στις οποίες συμμετέχει και η ΕΕ.
Η ερμηνεία της συνταγματικής απαγόρευσης του άρθρου 16 παρ. 8Σ είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της νοηματικής πλαστικότητας και προσαρμοστικότητας του Συντάγματος στην εξελισσόμενη συνταγματική πραγματικότητα.
Ο κ. Αντώνης Μανιτάκης είναι ομότιμος καθηγητής ΑΠΘ, επικεφαλής της επιστημονικής επιτροπής της Νομικής του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.