Με βασικό αντίπαλο την καταγραφόμενη αδιαφορία των πολιτών για την εκλογική διαδικασία της 9ης Ιουνίου, ο Κυριάκος Μητσοτάκης αναλαμβάνει όλο το βάρος της καμπάνιας της ΝΔ στην τελευταία, κρίσιμη προεκλογική εβδομάδα.
Στο εκλογικό και επικοινωνιακό επιτελείο του Μεγάρου Μαξίμου αναλύουν σε εξαντλητικό βαθμό κάθε νέα μέτρηση, προκειμένου να εντοπίσουν «σκοτεινά» σημεία και ενδεχόμενες αδυναμίες.
Κοινή συνισταμένη των δημοσκοπήσεων είναι ότι οι στόχοι είναι εφικτοί, τελούν όμως υπό την αίρεση της προσέλευσης στις κάλπες της κρίσιμης εκλογικής μάζας, η οποία έδωσε τη νίκη στη ΝΔ σε όλες τις αναμετρήσεις από το 2019 και έπειτα.
Παράλληλα όμως και παρά τον καλό επικοινωνιακό σχεδιασμό, στο περιβάλλον του Πρωθυπουργού εκδηλώνεται και ο προβληματισμός λόγω της διαπίστωσης ότι στις κομματικές εκδηλώσεις και συγκεντρώσεις η προσέλευση είναι αναιμική και σε πολλές περιπτώσεις συνδυάζεται με την εκδήλωση αδιαφορίας ή και (έστω ελεγχόμενης) δυσαρέσκειας των πολιτών για την ακρίβεια, το κόστος στέγασης, τις χαμηλές συντάξεις κ.λπ.
Πώς αναλύουν τις μετρήσεις
Κάποια ευρήματα στις έρευνες των τελευταίων ημερών και η ανάλυσή τους στο εκλογικό επιτελείο του Πρωθυπουργού φανερώνουν ενδιαφέρουσες τάσεις.
Με βάση αυτές επανεξετάζεται και προσαρμόζεται σχεδόν καθημερινώς η τακτική του Κυριάκου Μητσοτάκη, ενώ ο ίδιος θέτει με εμφατικό τρόπο τα διλήμματα, με προφανή στόχο την «αφύπνιση» συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων, οι οποίες μπορεί να δηλώνουν είτε δυσαρεστημένες από την κυβέρνηση είτε επιφυλακτικές και αποφασισμένες να στείλουν μηνύματα δυσφορίας.
Κατά πληροφορίες, τα βασικά στοιχεία των ερευνών που αναλύονται και αξιολογούνται στο Μαξίμου είναι:
- Η τάση στασιμότητας της ΝΔ στις τελευταίες μετρήσεις, έπειτα από μια ανάκαμψη των προηγούμενων εβδομάδων, όταν φάνηκε ότι το 33% μπορούσε να θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι θα επιτευχθεί.
- Η εκτίμηση ότι το μείγμα lifestyle, λαϊκισμού και «ρηχής» πολιτικής παρουσίας του Στέφανου Κασσελάκη είναι πιθανό να κρύβει εκπλήξεις και να οδηγήσει τελικά σε μια ικανοποιητική για εκείνον εκλογική επίδοση.
- Η εμφανής στασιμότητα του ΠαΣοΚ, το οποίο παρά την υψηλή του συσπείρωση δεν εμφανίζει κάποια τάση ανάκαμψης ή μια δυναμική ώστε να διεκδικεί με αξιώσεις τη δεύτερη θέση.
- Η ανακοπή της ορμητικότητας της λαϊκιστικής Δεξιάς, η οποία όμως, παρ’ όλα αυτά, εξακολουθεί να είναι ισχυρή στη Βόρεια Ελλάδα και στη Θεσσαλία.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ως απειλή
Ο συνδυασμός όλων αυτών των παραμέτρων έχει οδηγήσει σε μια αναπροσαρμογή της εκλογικής στρατηγικής του Κυριάκου Μητσοτάκη, η οποία ήδη εκδηλώνεται στις δημόσιες εμφανίσεις του και αναμένεται να γίνει σαφέστερη στις λίγες ημέρες που απομένουν έως τις κάλπες της επόμενης Κυριακής.
Οπως γίνεται φανερό, ο Πρωθυπουργός φέρνει πλέον στην πρώτη γραμμή τη μεθοδική αποδόμηση των όσων λέει και εξαγγέλλει ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ έπειτα από μια μακρά περίοδο κατά την οποία παρέλειπε σχεδόν επιδεικτικά κάθε σχόλιο. Με την επίγνωση ότι ο Στέφανος Κασσελάκης απεκδύεται τον μανδύα της Αριστεράς, «θολώνει τα νερά» και στρέφεται δίχως αναστολές σε μια εξωπραγματική παροχολογία, ο Κυριάκος Μητσοτάκης επιχειρεί να ξυπνήσει μνήμες της περιόδου 2014-2019.
Η διακύβευση της πολιτικής σταθερότητας διανθίζεται με την ανάδειξη του κινδύνου της χρεοκοπίας λόγω των εξαγγελιών του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ στο προσκήνιο έρχεται και το γεγονός ότι ο πρόεδρος του κόμματος προς το παρόν παραμένει ένα πρόσωπο δίχως εκλογική πιστοποίηση.
Αυτό είναι και ένα κεντρικό στοιχείο της τακτικής του Πρωθυπουργού, ο οποίος πορεύεται προς τις εκλογές με την εκτίμηση ότι το αποτέλεσμα της κάλπης και η καταγραφή των πολιτικών συσχετισμών, έστω και με όρους ευρωεκλογών, θα επιβεβαιώσει την πολιτική του ισχύ και θα διαλύσει τις ελπίδες του «νέου ΣΥΡΙΖΑ» για αμφισβήτηση της πολιτικής νομιμοποίησης της κυβέρνησης.
Ενα από τα στοιχεία τα οποία προξενούν ανησυχία στο Μαξίμου είναι ότι στην ηλικιακή υπο-ομάδα 25-34 τα ποσοστά της ΝΔ κινούνται στη σφαίρα του 27%, ενώ την ίδια στιγμή ανάλογη είναι και η επίδοση του Στέφανου Κασσελάκη.
Το εύρημα αυτό, σε συνδυασμό με τον άγνωστο Χ της αποχής, αλλά και το ενδεχόμενο να ενταχθούν στο εκλογικό σώμα κοινά τα οποία μέχρι τώρα ήταν αποστασιοποιημένα, τα οποία θα στηρίξουν το νέο πολιτικό υβρίδιο της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, προξενούν μέχρις ενός σημείου τον προβληματισμό του πρωθυπουργικού επιτελείου.
Υπό αυτό το πρίσμα, η προσοχή στρέφεται στην προσπάθεια διαπίστωσης του κατά πόσον ομάδες όπως η ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα, οι πάσης φύσεως δικαιωματιστές και οι λεγόμενοι «εναλλακτικοί φιλελεύθεροι» θα μπορούσαν να κρύβουν κάποια έκπληξη σε περίπτωση κατά την οποία κινητοποιηθούν εκλογικά.
Η στασιμότητα στο Κέντρο
Παράλληλα εξετάζεται η αξιοσημείωτη τάση στασιμότητας του ΠαΣοΚ, στοιχείο το οποίο καταδεικνύει ότι η συσπείρωσή του έχει πιάσει «ταβάνι» και δεν ενισχύεται με εισροές ούτε από τα αριστερά ούτε και από τον χώρο του Κέντρου, δίχως όμως αυτό να μεταφράζεται και σε κάποια θεαματική δυναμική για τη ΝΔ, η οποία πάντως εξακολουθεί να κυριαρχεί στον συγκεκριμένο πολιτικό χώρο.
Υπό αυτή την έννοια η εκλογική συμπεριφορά των κεντρώων ψηφοφόρων, με γνώμονα και την ιδιαιτερότητα της ευρωπαϊκής κάλπης, είναι ένα από τα σημεία στα οποία αναμένεται ότι θα δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στην τελευταία προεκλογική εβδομάδα.
Ο μετεκλογικός ανασχηματισμός
Το μετεκλογικό πολιτικό τοπίο είναι σε κάθε περίπτωση το μεγάλο ζητούμενο για τον Κυριάκο Μητσοτάκη και την κυβέρνηση και το αποτέλεσμα της κάλπης θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό τις αποφάσεις και τις κινήσεις του Πρωθυπουργού.
Πέραν των όσων θα εξελιχθούν στο πεδίο της στελέχωσης της Επιτροπής και του προσώπου το οποίο θα αναλάβει χαρτοφυλάκιο ως εκπρόσωπος της Ελλάδας στη νέα σύνθεσή της, μια από τις πρωτοβουλίες του Κυριάκου Μητσοτάκη, ενδεχομένως και σε σύντομο χρόνο μετά την 9η Ιουνίου, είναι ο ανασχηματισμός της κυβέρνησης.
Ο ίδιος ο Πρωθυπουργός ουσιαστικά τον προαναγγέλλει όταν ερωτάται, λέγοντας ότι «η απόδοση του κυβερνητικού σχήματος αξιολογείται συνέχεια» και σημειώνοντας: «Δεν είμαι οπαδός των συχνών αλλαγών, αλλά αν χρειαστεί παρέμβαση θα γίνει».
Κατά πληροφορίες, οι αναμενόμενες αλλαγές θα έχουν γνώμονα την αποδοτικότητα των κυβερνητικών στελεχών, λάθη και παραλείψεις που έχουν διαπιστωθεί, τον εσωκομματικό συσχετισμό δυνάμεων, αλλά και τον βαθμό συνεργασίας μεταξύ υπουργών, αναπληρωτών, υφυπουργών κ.λπ.