Ηταν η πρώτη φορά που θα πραγματοποιούσα πτήση με ένα μαχητικό. Η τότε ηγεσία της Πολεμικής Αεροπορίας (πτέραρχος Νίκος Κουρής) επέλεξε ένα Φάντομ για να πετάξω. Ζήτησα να πετάξω στο Αιγαίο, σε μια κανονική αποστολή, πλην όμως οι επιτελείς το αρνήθηκαν, αφoύ, όπως είπαν, δεν ήμουν ασφαλισμένος για τέτοιου είδους αποστολές και δεν ήξεραν τι μπορούσαν να συμβεί. Ετσι αποφασίστηκε να πετάξω νοτίως της Πελοποννήσου, στη θάλασσα των Μολάων. Ενα ελικόπτερο Χιούι με παρέλαβε από το υπουργείο Εθνικής Αμυνας και με μετέφερε στη Σκύρο, όπου εκεί με περίμενε μέσα στο shelter του ένα Φάντομ. Ηταν εντυπωσιακό έτσι όπως προέβαλλε με τα επιπρόσθετα ντεπόζιτα στα φτερά και στην κοιλιά του. Εγινε γρήγορα από τον αρχηγό της μοίρας μια ενημέρωση, ο σμηναγός πιλότος μου έδειξε τα χειριστήρια, πώς εκτοξεύεται το κάθισμα (σε περίπτωση ανάγκης) και μου φόρεσε την αντι-G στολή και την κάσκα.
Με το που ανέπνευσα καθαρό οξυγόνο, ένιωσα μια ζάλη. Σχεδόν έχασα τις αισθήσεις μου. Αμέσως με κατέβασαν, μου έδωσαν νερό, με άφησαν λίγο να ηρεμήσω, με ρώτησαν εάν θέλω να συνεχίσω και σε λίγα λεπτά άκουσα μέσα στο πιλοτήριο τις μηχανές του Φάντομ να μουγκρίζουν, αισθάνθηκα μια ώθηση, άκουσα τον πιλότο να λέει ότι τρέχουμε με 180 χιλιόμετρα για την απογείωση και βρεθήκαμε στον αέρα. Ηταν κάτι το πρωτόγνωρο, κάτι το μαγικό, παρά το γεγονός ότι έβλεπα παντού ένα μπλε, δεν μπορούσα να ξεχωρίσω τη θάλασσα από τον ουρανό. Σε λίγο ακούστηκε ο πιλότος να λέει: «Να η διώρυγα της Κορίνθου». Ακόμα δεν είχα συνέλθει. Σε κάποια στιγμή ο πιλότος μου είπε να υψώσω το αριστερό μου χέρι. Προσπάθησα αλλά το ένιωσα βαρύ, δεν μπορούσα να το σηκώσω, βρισκόμασταν στα 3 Gs, δηλαδή το χέρι μου ήταν τρεις φορές βαρύτερο από το σώμα μου.
Ενιωθα το αεροσκάφος σαν προέκταση του κορμιού μου και όταν πέταξε χαμηλά στη θάλασσα, πρόσεξα να προβάλλει στη θάλασσα αυτή η άσπρη αφρώδης γραμμή που βγάζουν τα πλοία όταν περνούν: «Πόσο χαμηλά είμαστε»; τον ρώτησα. «Περίπου 300 πόδια από τη θάλασσα» μου απάντησε την ώρα που έπιασε και υπερηχητική ταχύτητα και σίγουρα οι ψαράδες από κάτω θα άκουσαν τον θόρυβο των Mach. Στη επιστροφή μου είπε πως θέλει να περάσει από το Ξυλόκαστρο. Δεν ρώτησα γιατί, αλλά όταν προσγειωθήκαμε μου είπε σχεδόν συνωμοτικά: «Ο αδελφός μου στο Ξυλόκαστρο αγόρασε ένα κόκκινο Τογιότα και ήθελα να το δω…».