Σχεδόν έντεκα μήνες μετά την εκλογή του, ο Κ. Μητσοτάκης χαίρει σήμερα ενός πλεονεκτήματος το οποίο ελάχιστοι παλαιότεροι πρωθυπουργοί διέθεταν. Ολες οι δημοσκοπήσεις όλων των εταιρειών καταγράφουν μια εντυπωσιακή για τα μέτρα της χώρας κυριαρχία σε τρία επίπεδα.
Πρώτον, ένα ευρύ πλειοψηφικό ρεύμα που ξεπερνά τις παραταξιακές γραμμές και το οποίο στηρίζει ή εγκρίνει τις κυβερνητικές επιλογές με επίκεντρο (αλλά όχι μόνο) την υγειονομική κρίση. Παρά τις όποιες αδυναμίες, η κυβέρνηση φαίνεται να ανταποκρίνεται αποτελεσματικά στις προσδοκίες και στις γενικότερες διαθέσεις της κοινωνίας.
Δεύτερον, μια πολύ ισχυρή προσωπική εικόνα του ίδιου του Μητσοτάκη, κυρίως έναντι του προκατόχου του και σημερινού αρχηγού της αντιπολίτευσης. Οι δημοσκοπικές διαφορές μεταξύ των δύο δεν πρέπει να έχουν καταγραφεί άλλη φορά στην ελληνική πολιτική σκηνή. Διαφορές που προκύπτουν όχι μόνο από την ενίσχυση του Πρωθυπουργού αλλά και από την καταφανή υποχώρηση του Αλ. Τσίπρα.
Τρίτον, ένα διευρυμένο προβάδισμα της ΝΔ, η οποία δημοσκοπικά κινείται σταθερά πάνω από το εκλογικό ποσοστό του περασμένου Ιουλίου.
Την ίδια στιγμή οι ανταγωνιστές της καταγράφουν μια υποχώρηση της εκλογικής τους δύναμης, με μεγαλύτερη την κάμψη του ΣΥΡΙΖΑ. Κάμψη που φαίνεται να αλληλοτροφοδοτείται από τα προβλήματα εικόνας του αρχηγού του.
Η βάση και των τριών αυτών δημοσκοπικών ευρημάτων είναι κοινή: η κυβέρνηση και ο Μητσοτάκης προσωπικά έχουν κυριαρχήσει (ήδη προ των εκλογών και τώρα ακόμη περισσότερο) στον κεντρώο ή μεσαίο χώρο της κοινωνίας μας.
Η κυριαρχία αυτή μπορεί να επιβεβαιώθηκε στην κρίση αλλά φαίνεται να έχει και σταθερά ή μονιμότερα στοιχεία πολιτισμικού χαρακτήρα.
Η διείσδυση της κυβερνώσας Κεντροδεξιάς δείχνει σήμερα να απλώνεται έως τα όρια της Αριστεράς. Και μάλιστα χωρίς να δημιουργείται ρήγμα στα δεξιά της κυβερνητικής παράταξης.
Από εκεί και πέρα κάθε πολιτική δύναμη που βρίσκεται σε θέση ισχύος έχει μια λογική έγνοια: πώς να αξιοποιήσει την ισχύ της.
Δεν νομίζω ότι ο κανόνας επιδέχεται εξαιρέσεις, ιδίως όταν η ισχύς στην πολιτική είναι μέγεθος παροδικό και με ημερομηνία λήξης. Και όταν η κυβέρνηση που αποθεώνεται σήμερα θα έχει σύντομα να αντιμετωπίσει μια βαθιά οικονομική κρίση.
Τι θα κάνει λοιπόν ο Μητσοτάκης για να αξιοποιήσει τη σημερινή υπεροχή του;
Η μία λύση είναι να τη χρησιμοποιήσει στην αντιμετώπιση της κρίσης. Αλλά ποιας κρίσης; Πόσο βαθιά θα είναι; Πόσο θα διαρκέσει; Και κυρίως μιας κρίσης που θα είναι μόνο οικονομική ή θα συνοδευτεί και από έναν νέο υγειονομικό συναγερμό;
Η άλλη λύση είναι να την εξαργυρώσει στο εκλογικό τραπέζι. Πότε; Σύντομα.
Σίγουρα μετά τις 7 Ιουλίου για να μη χρειαστεί υπηρεσιακή κυβέρνηση. Και πριν συμπληρωθεί το δεκαοκτάμηνο της λίστας στα τέλη του 2020.
Σίγουρα μετά την επιστροφή της χώρας σε ρυθμούς κανονικότητας. Και πριν φουντώσει η ύφεση ή βρεθούμε αντιμέτωποι με κανέναν «β΄ γύρο» κορωνοϊού.
Δύσκολη εξίσωση. Και παρακινδυνευμένη ως προς το τελικό αποτέλεσμα.
Η ΝΔ θα είναι καθαρά πρώτο κόμμα αλλά θα βρεθεί κάποια πλειοψηφία με την απλή αναλογική; Θα χρειαστούν καπάκι οι δεύτερες εκλογές; Και η τελική πλειοψηφία του Μητσοτάκη θα είναι ισχυρότερη και ασφαλέστερη από τη σημερινή;
Κανείς δεν μπορεί να ξέρει. Μόνο οι χαρτορίχτρες.
Από την άλλη πλευρά βεβαίως η επιλογή του Μητσοτάκη θα είναι να περιμένει τη μοίρα του κάνοντας ό,τι μπορεί στη διαχείριση των πραγμάτων και ελπίζοντας ότι η μοίρα θα αποδειχθεί τελικά καλή.
Ομολογώ ότι η απόφαση δεν είναι εύκολη. Οχι μόνο επειδή η χαρτομαντική δεν αποτελεί πολιτική μέθοδο. Αλλά και επειδή ούτε η μοίρα αποτελεί πολιτική στρατηγική.
Κάλλιο αργά…
Σε μια συνέντευξή του ο καλλιτέχνης Φοίβος Δεληβοριάς εξήγησε ότι η αντιπαράθεσή του με την κυβέρνηση εκδηλώνεται επειδή «ως καλλιτέχνες κοιτάμε την εξουσία από απέναντι» (Open, 11/5).
Προσωπικά δεν είμαι βέβαιος ότι οι καλλιτέχνες είναι ένα είδος «αντιεξουσιαστών», αλλά ο άνθρωπος έχει το δικαίωμα της γνώμης του.
Την οποία πάντως μάλλον απέκτησε πρόσφατα. Διότι έως τώρα δεν είχε δώσει τέτοια δείγματα.
Για την ακρίβεια, τα τελευταία πέντε χρόνια ήλθαν τα πάνω κάτω στην Ελλάδα κι ουδείς άκουσε τη φωνή του Δεληβοριά να αντιλέγει στην εξουσία.
Η μια εξήγηση είναι ότι ήταν πάντα απέναντι στην εξουσία αλλά σιωπηλά. Η άλλη ότι πέρασε απέναντι πρόσφατα.
Κάλλιο αργά, πάντως…
Γιατί ο Στουρνάρας
Το ερώτημα «Γιατί ο Στουρνάρας;» έχει μια αυτονόητη απάντηση. Επειδή ο Μητσοτάκης δεν είχε λόγο να μην ανανεώσει τη θητεία του.
Εκανε σωστά; Μάλλον το επιβεβαιώνουν οι αντιδράσεις στελεχών αλλά και του Τύπου της αντιπολίτευσης στην απόφαση του Πρωθυπουργού.
Διότι ο Στουρνάρας (όπως κάθε διοικητής…) θα ευθύνεται προφανώς και για λάθη και για αστοχίες.
Στο μέτρο του δυνατού, όμως, και στα όρια των αρμοδιοτήτων του έκανε το βασικό: προστάτευσε σε δύσκολες συνθήκες τη θεσμική ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας.
Διέψευσε, με άλλα λόγια, την τυχοδιωκτική αντίληψη πως όποιος κερδίζει τις εκλογές παίρνει δώρο τη χώρα.
Και φυσικά υποχρέωσε τους προηγούμενους κυβερνήτες να αντιληφθούν ότι η «λαϊκή εντολή» δεν ασκείται απεριόριστα και ανεμπόδιστα, αλλά μόνο στο πλαίσιο και με τους κανόνες μιας θεσμικά συντεταγμένης πολιτείας.
Το διαχρονικό μένος του Βαρουφάκη εναντίον του επιβεβαιώνει ότι σε μια κρίσιμη συγκυρία ο Στουρνάρας προσπάθησε να βάλει φρένο σε μια «αρπαχτή» που θα οδηγούσε τη χώρα στην καταστροφή.
Κι αν ο Βαρουφάκης προσωποποίησε αυτή την καταστροφή, ακόμη και στα μάτια του Τσίπρα, δεν φταίει ο Στουρνάρας, ούτε ο Ντράγκι, ούτε ο Σόιμπλε. Απλώς το κόλπο ήταν πολύ χοντρό για να πάει μέχρι τέλους.
Νομίζω όμως ότι αυτά είναι ψιλά γράμματα για τον «βαθύ ΣΥΡΙΖΑ». Εκεί η αντίθεση στον Στουρνάρα δεν πηγάζει από διαφορές απόψεων για την οικονομική πολιτική.
Ούτως ή άλλως, τέτοιες διαφορές μεταξύ κυβερνήσεων και κεντρικής τράπεζας υπάρχουν σε ολόκληρη την Ευρώπη και θεωρούνται απολύτως θεμιτές.
Με πρώτη τη Γερμανία, όπου η Budesbank έχει κατ’ επανάληψη διαφωνήσει και με την κυβέρνηση αλλά και με την ΕΚΤ χωρίς ποτέ η Μέρκελ να την κατηγορήσει για «υπονόμευση».
Στην προκειμένη περίπτωση, ο «βαθύς ΣΥΡΙΖΑ» απλώς δεν συγχώρησε στον Στουρνάρα ότι άσκησε τον εποπτικό του ρόλο και δεν επέτρεψε να μετατραπεί η Attica Bank σε κομματικό ταμείο.
Τα υπόλοιπα είναι για τα μπάζα.
Σύμφωνα με τον Βαρουφάκη, ο Τσίπρας υποσχόταν τον Ιανουάριο του 2015 πως «μόλις γίνω πρωθυπουργός θα ζητήσω την παραίτησή του. Κι αν χρειαστεί θα τον διώξω από την τράπεζα με φωνές και κλωτσιές».
Κανένα πρόβλημα. Μπορεί ακόμη να το αναθέσει στον Πολάκη.