Τώρα που έπεσε η αυλαία στο ελληνικό «Crown» και ο βασιλιάς Κωνσταντίνος αναπαύεται δίπλα στους προγόνους του, είναι ευκαιρία να ξεκαθαρίσουμε μερικά θέματα, διότι δημιουργήθηκε η αίσθηση σε ορισμένους ότι ξαφνικά οι Έλληνες έγιναν «νοσταλγοί» της μοναρχίας.
Ότι η διάχυτη συγκίνηση που προκάλεσε η αφειδώλευτη δημοσιότητα του γεγονότος, ήταν μια έμπρακτη απόδειξη ότι μετανόησαν για την επιλογή τους της 8ης Δεκεμβρίου του 1974.
Προφανώς, ουδέν αναληθέστερον. Ούτε καν ο διάδοχος του έκπτωτου θρόνου διανοήθηκε ο άνθρωπος να θέσει τέτοιο ζήτημα στον ομολογουμένως αφυδατωμένο επικήδειο προ της σορού του εκλιπόντος πατέρα του. Αρα, πόθεν προέκυψε αυτή η νοσταλγική «επιστροφή» σε έναν θεσμό, ο οποίος στα περίπου 140 χρόνια της σχέσης του με την Ελλάδα μόνο δεινά επισώρευσε στη χώρα και κανένα όφελος;
Υποθέτω ότι όλο αυτό οφείλεται στο ότι για πολλοστή φορά, μπερδέψαμε το συναίσθημα με την πολιτική. Ότι για πολλοστή φορά, διαγράψαμε την ιστορική μνήμη μπροστά στο δέος που προκαλεί το πέρασμα κάποιου στο «επέκεινα». Διότι πάντοτε θεωρούμε πως «ο νεκρός δεδικαίωται». Αφήνω κατά μέρος το γεγονός ότι έχουμε μια παντελώς λάθος αντίληψη για το τι σημαίνει αυτό (η ευαγγελική ρήση δεν θέλει να δικαιώνεται ο νεκρός για ό,τι έπραξε εν ζωή, αντιθέτως εννοεί πως ο νεκρός πλέον δεν μπορεί να υποπέσει σε αμαρτίες), και στέκομαι σε αυτή καθαυτή την τάση που έχουμε, να ξεχνάμε ποιος ήταν αυτός για τον οποίο σήμερα συγκινούμεθα.
Όση καλή διάθεση να διαθέτει κανείς, ακόμη και αν θέλει να του αναγνωρίσει το ελαφρυντικό της μετεφηβικης ηλικίας, προφανώς δεν μπορεί να αγνοήσει ότι ο Κωνσταντίνος εκπαραθύρωσε το 1965 τον νόμιμο πρωθυπουργό της χώρας Γεώργιο Παπανδρέου. Οτι άνοιξε έτσι το κουτί της Πανδώρας.
Όσο και να θέλει να του αναγνωρίσει ως ελαφρυντικό τη δύσκολη θέση στην οποία καθ’ ομολογίαν του βρέθηκε το 1967, ουδείς μπορεί να παραβλέψει ότι ο ίδιος αυτός άνθρωπος νομιμοποίησε τη χούντα των συνταγματαρχών, επειδή ο άφρων είχε την εντύπωση πως η χούντα θα τον απάλλασσε οριστικά από τους Παπανδρέου. Και είναι ο ίδιος που μετά το δημοψήφισμα του 1974, διεξήγαγε έναν μακροχρόνιο δικαστικό αγώνα κατά της χώρας, προκειμένου να αποζημιωθεί για τη λεγόμενη «βασιλική» περιουσία.
Δεν ήταν άγιος λοιπόν ο Κωνσταντίνος, ούτε φυσικά θα αγιοποιηθεί μετά θάνατον. Μπορεί να ακούγεται σκληρό, αλλά δεν συγχωρείται για όσα διέπραξε, συγχωρείται απλώς όπως όλοι όσοι εγκαταλείπουν τον μάταιο αυτόν κόσμο.
Εκεί τελειώνει και κάθε συζήτηση που αφορά το πολιτειακό ζήτημα. Ποτέ στο παρελθόν, καμία σαπουνόπερα δεν έθεσε υπό αμφισβήτηση το πολιτειακό καθεστώς μιας χώρας, και προφανέστατα δεν θα συμβεί ούτε στη δική μας. Αλλωστε η Γ’ Ελληνική Δημοκρατία, που συμπληρώνει σύντομα μισό αιώνα ζωής, είναι πλέον πολύ ισχυρή και όπως αποδείχθηκε αυτές τις ημέρες και αρκούντως δυνατή να αντέξει τη συγκινησιακή φόρτιση από τα δάκρυα της Αννας-Μαρίας. Ούτε κινδυνεύει από τις γραφικότητες που έλαβαν χώρα στη Μητρόπολη ή στο Τατόι. Η χώρα έχει πολύ σοβαρότερα προβλήματα να ασχοληθεί, και το πολιτειακό δεν είναι ένα από αυτά. Επειδή έχει λυθεί οριστικά και καταλυτικά, και αυτό δεν αμφισβητείται από κανέναν.