Το μεγάλο ζήτημα αυτών των ευρωεκλογών είναι η διαφαινόμενη ιστορική άνοδος της Ακροδεξιάς σε ολόκληρη την Ευρώπη, η «κανονικοποίησή» της. Πόσο όμως μπορεί να επηρεάσει την πορεία της Ευρώπης;

«Το Βήμα της Κυριακής» συνομίλησε με τον Αλμπέρτο Αλεμάνο, καθηγητή του Ευρωπαϊκού Δικαίου στην έδρα Jean Monnet, HEC Paris, και μια από τις πιο επιδραστικές φωνές υπέρ του μεγαλύτερου εκδημοκρατισμού της ΕΕ μέσω της ενδυναμωμένης συμμετοχής των πολιτών. Πώς λοιπόν θα διαμορφωθεί η Ευρωπαϊκή Ενωση με την Ακροδεξιά και τι θα σημάνει αυτό για τις κρίσιμες προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει;

Η Ακροδεξιά οδηγεί στη διάλυση της ΕΕ

«Πιστεύω», απαντά ο Αλεμάνο, που ως Ιταλός ο οποίος εργάζεται στη Γαλλία έχει ζήσει από πολύ κοντά αυτό το φαινόμενο, «ότι οι ευρωεκλογές δεν θα παραδώσουν την Ευρωπαϊκή Ενωση στην Ακροδεξιά. Ωστόσο, θα προσφέρουν σε αυτά τα κόμματα μια πρωτόγνωρη ευκαιρία να βάλουν εμπόδια σε κάθε περαιτέρω προσπάθεια ενοποίησης και τελικά να οδηγήσουν στη διάλυση της ΕΕ. Καθώς οι πολίτες των 27 κρατών-μελών προσέρχονται στις κάλπες, η πολιτική αβεβαιότητα ρίχνει τη σκιά της πάνω στην ευρωπαϊκή ήπειρο.

Για πρώτη φορά, ακροδεξιά αντισυστημικά κόμματα ίσως συγκεντρώσουν περίπου το 20% των εδρών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Τα ίδια κόμματα κυβερνούν, άμεσα ή έμμεσα, σε περισσότερες από δώδεκα ευρωπαϊκές χώρες. Σε αυτές περιλαμβάνονται και ορισμένα ιδρυτικά μέλη της Ενωσης, όπως η Ιταλία και η Ολλανδία, στα οποία τα ακροδεξιά και αντισυστημικά κόμματα, με το πέρασμα του χρόνου, κέρδισαν μια μέχρι πρόσφατα αδιανόητη αποδοχή».

Αυτό που συμβαίνει σε εθνικό επίπεδο μπορεί να φθάσει μέχρι την κορυφή της πυραμίδας της ΕΕ; «Προς το παρόν, ανάλογη διαδικασία κανονικοποίησης της Ακροδεξιάς δεν έχει συμβεί σε πανευρωπαϊκό επίπεδο» επισημαίνει.

«Ομως και αυτό μοιάζει αναπόφευκτο, μολονότι θα εξελιχθεί διαφορετικά συγκρινόμενο με ό,τι συμβαίνει σε εθνικό επίπεδο, εξαιτίας κάποιων μοναδικών δομικών και πολιτικών χαρακτηριστικών της ΕΕ. Πρώτον, ο/η πρόεδρος της Κομισιόν, που θα προταθεί από τους ηγέτες των κρατών-μελών, οι οποίοι αποτελούν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, δεν απαιτείται νομικά ούτε αναμένεται πολιτικά να διαμορφώσει μια καθαρή πολιτική πλειοψηφία πριν από τις εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο».

Η επιλογή του επόμενου προέδρου

«Ομοίως», προσθέτει, «οι νεοεκλεγμένοι ευρωβουλευτές δεν απαιτείται να έχουν επιλέξει πλευρά πριν από τις εκλογές. Ακόμα και αν τα κόμματά τους τούς ζητήσουν να το πράξουν, θα ψηφίσουν σε μυστική ψηφοφορία. Αυτό εξηγεί γιατί το 2019 η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν απέτυχε να εξασφαλίσει τη στήριξη όλων των βουλευτών που ανήκαν στα κόμματα τα οποία τη στήριξαν, και κέρδισε αντιθέτως την ψήφο άλλων, όπως το πολωνικό PiS, την οποία δεν ανέμενε. Το αποτέλεσμα των παραπάνω είναι ότι η επόμενη Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν θα στηρίζεται σε μια σταθερή, αλλά σε ευμετάβλητη πλειοψηφία που με τη σειρά της θα επηρεάσει την επιλογή του υποψήφιου προέδρου της».

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τι ρόλο μπορεί να παίξει στο νέο σκηνικό; «Το δεύτερο μοναδικό χαρακτηριστικό της ΕΕ είναι ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν είναι ούτε ευρωπαϊκό ούτε κανονικό κοινοβούλιο. Δεν είναι ευρωπαϊκό, όσο τα μέλη του ανήκουν σε εθνικά, και όχι ευρωπαϊκά πολιτικά κόμματα. Μολονότι οι νεοεκλεγέντες βουλευτές θα ενταχθούν μετά τις εκλογές σε πολιτικές ομάδες, αυτές οι ομάδες είναι ιδεολογικά ανομοιογενείς στο εσωτερικό τους και δεν μπορούν να εγγυηθούν σταθερή πολιτική υποστήριξη σε κανέναν υποψήφιο πρόεδρο για την Κομισιόν.

Επιπλέον, το Ευρωκοινοβούλιο δεν είναι κοινοβούλιο, επειδή στερείται νομοθετικής πρωτοβουλίας, η οποία ανήκει εξ ολοκλήρου στην Κομισιόν. Αυτό σημαίνει ότι ακόμα και αν τα κόμματα της άκρας Δεξιάς καταφέρουν να ενωθούν σε μια μεγάλη ομάδα, συνενώνοντας τις δυο σημερινές, τους Ευρωπαίους Συντηρητικούς και Μεταρρυθμιστές (ECR) και την Ομάδα Ταυτότητας και Δημοκρατίας (ID), αυτό από μόνο του δεν θα είναι αρκετό για να επανακαθορίσει την πολιτική κατεύθυνση της Ενωσης».

Η ιδέα της ενοποίησης της Ακροδεξιάς

Γιατί; «Γιατί η Ακροδεξιά δεν θα μπορεί να προτείνει νομοθεσίες, αλλά ούτε να καθυστερήσει ή να σταματήσει πρωτοβουλίες και προτάσεις που προέρχονται από την Κομισιόν, οι οποίες αναμένεται να παραμείνουν στα χέρια των παραδοσιακών πολιτικών ομάδων».

Τι θα γίνει με την εξωτερική πολιτική, με την ασφάλεια και την άμυνα, όταν υπάρχουν δύο πόλεμοι στην περιοχή και η εκκρεμότητα των αμερικανικών εκλογών; «Σχετικά με αυτά τα θέματα», σημειώνει, «το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει ακόμα λιγότερες προνομίες και γι’ αυτό ακόμα και μια ευρεία συμμαχία των ακροδεξιών κομμάτων δεν θα μπορέσει να κάνει μεγάλη διαφορά. Αυτά τα δομικά χαρακτηριστικά της ΕΕ εμποδίζουν δραστικά τη δυνατότητα της Ακροδεξιάς, ακόμα και αν ενωθεί, να επανακαθορίσει τη μελλοντική κατεύθυνση της ΕΕ».

«Δύο επιπλέον παράγοντες», προσθέτει, «φαίνεται να επισκιάζουν τη δυνατότητα της Ακροδεξιάς να παρεμβαίνει καθοριστικά στις αποφάσεις. Η ιδέα της ενοποίησης της Ακροδεξιάς από άκρου εις άκρον της ΕΕ είναι ένα παλιό όνειρο, με πρωτεργάτες τον Νάιτζελ Φάρατζ, τη Μαρίν Λεπέν και τον Γκερτ Βίλντερς, που ξεκίνησε περισσότερα από 20 χρόνια πριν. Ποτέ, όμως, δεν πραγματοποιήθηκε. Αυτά τα κόμματα δεν είναι μόνο γενετικά ασύμβατα μεταξύ τους, ας σκεφτούμε μόνο τη στάση τους απέναντι στη Ρωσία, αλλά είναι τόσο εστιασμένα στην εθνική τους ατζέντα που αδυνατούν να επεκταθούν και να συνεργαστούν πέρα από τα σύνορα των χωρών τους. Γι’ αυτό, παρά την ιστορική της άνοδο, η Ακροδεξιά δεν θα μπορέσει να υπαγορεύσει τις προτεραιότητες για την ΕΕ. Αυτό το έργο θα παραμείνει στις παραδοσιακές ευρωπαϊκές πολιτικές οικογένειες».

Αν όμως η Ακροδεξιά γίνει τόσο ισχυρή στο Ευρωκοινοβούλιο, δεν θα εκφραστεί με κάποιον τρόπο η δύναμή της; «Οτι η Ακροδεξιά δεν θα αποκτήσει τον πολιτικό έλεγχο του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, δεν σημαίνει ότι δεν θα έχει, εξαιτίας του αριθμού-ρεκόρ εδρών, μια βαθιά και δυνητικά αποσταθεροποιητική πολιτική επιρροή. Για να πάρουμε μια γεύση από το τι μέλλεται, ας αναλογιστούμε τι συνέβη τους τελευταίους μήνες, όταν υπό την πίεση των ακροδεξιών κομμάτων και των κινητοποιήσεων των αγροτών, η πρόεδρος της Κομισιόν και σήμερα υποψήφια για την ίδια θέση Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν υπαναχώρησε από το σχέδιο που θα ήταν μέρος της κληρονομιάς της για την πράσινη μετάβαση, το Green New Deal».

Σκόπελοι στη διεύρυνση της ΕΕ

Σύμφωνα με τον ιταλό καθηγητή, η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν έκανε αυτόν τον ελιγμό για να κερδίσει ξανά την εμπιστοσύνη του ίδιου της του κόμματος, του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, αλλά και των φιλελευθέρων, όπως του Ελεύθερου Δημοκρατικού Κόμματος (FDP) της Γερμανίας ή του προέδρου Μακρόν, ο οποίος ζήτησε μια ρυθμιστική παύση σε ό,τι αφορά το κλίμα. «Πιο πριν η Φον ντερ Λάιεν είχε μετατοπίσει την ευρωπαϊκή πολιτική για τη μετανάστευση από ζήτημα ανθρωπιστικής πρόκλησης σε πρόβλημα ασφάλειας, υιοθετώντας σε μεγάλο βαθμό το σχέδιο που είχε προτείνει η Ακροδεξιά. Οι εκλογές φαίνεται ότι θα καταγράψουν μια μετακίνηση προς τα δεξιά συνολικά στην Ευρώπη και θα θέσουν πολλά πράγματα σε άλλη βάση» προσθέτει.

Δηλαδή; Ποια κεκτημένα θα μπορούσαν να βρεθούν σε κίνδυνο; «Για παράδειγμα», απαντά ο Αλεμάνο, «οι ευρωπαϊκές φιλοδοξίες για το περιβάλλον τίθενται σε εκκρεμότητα, το ίδιο και η παραδοσιακή ατζέντα της μεγαλύτερης ενοποίησης. Η διεύρυνση της Ενωσης, η οποία είναι συνυφασμένη με θεσμικές μεταρρυθμίσεις, πιθανόν να επιβραδυνθεί ή και να σταματήσει υπό την πίεση της Ακροδεξιάς.

Ο επόμενος ευρωπαϊκός προϋπολογισμός, που θα είναι αντικείμενο διαπραγμάτευσης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το 2026, φαίνεται ότι θα συρρικνωθεί, κάτι που θα βαθύνει το χάσμα ανάμεσα στις προσδοκίες των πολιτών από την ΕΕ για να αντιμετωπίσει μεγάλες προσκλήσεις και στα μέσα που θα έχει στη διάθεσή της για να το κάνει. Η ενίσχυση της Ακροδεξιάς θα της δώσει τη δυνατότητα να πιέσει, να επιβραδύνει ή να βάλει φρένο στην παραδοσιακή πολιτική ατζέντα. Αυτό είναι το μεγάλο διακύβευμα των εκλογών: η διατήρηση ή αποσύνθεση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος».