Το κυριότερο στοιχείο που απασχολεί τον κ. Τσίπρα και το κομματικό επιτελείο του ΣΥΡΙΖΑ είναι το μετεκλογικό σκηνικό και η θέση την οποία θα έχουν ο ίδιος και το κόμμα σε αυτό.
Οι κινήσεις και οι αποφάσεις της περιόδου φανερώνουν ότι από το Μέγαρο Μαξίμου επιχειρείται να γίνει μια διαχείριση της επόμενης ημέρας. Αφενός προκειμένου να εμπεδωθεί η εικόνα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πολιτική δύναμη με διάρκεια και παρέμβαση και αφετέρου για κάτι άλλο, ενδεχομένως και κρισιμότερο: να κλείσουν κάποια μέτωπα, στα οποία πρόσωπα του πρωθυπουργικού περιβάλλοντος ή και ο ίδιος ο Πρωθυπουργός θα μπορούσαν να βρεθούν εκτεθειμένα.
Οσο οι διεργασίες σε παρασκηνιακό επίπεδο εντείνονται στην πορεία προς τις εκλογές, φανερώνονται και οι αδυναμίες, αλλά αρχίζουν να γίνονται αισθητοί και κάποιοι ψίθυροι, οι οποίοι έως τώρα δεν ακούγονταν.
Παρ’ όλο που ο Πρωθυπουργός δεν αντιμετωπίζει κανένα θέμα εσωτερικής αμφισβήτησης, οι φωνές που του επιρρίπτουν ευθύνες για την κατάσταση του κόμματος, για την περιχαράκωσή του πίσω από την ομάδα των «πραιτωριανών», αλλά και για το ατομικό παιχνίδι του των τελευταίων μηνών, είναι υπαρκτές.
Η προσπάθειά του να σχηματίσει ένα προσωποπαγές κόμμα, αγνοώντας δομές και παραγκωνίζοντας πρόσωπα και ομάδες, είναι γνωστή. Και υπό αυτό το πρίσμα επιχειρούν κάποιοι να λάβουν τα μέτρα τους, εν όψει της μετεκλογικής συζήτησης.
Υπό αυτό το πρίσμα αίσθηση προξένησε σε ορισμένους η πρόσφατη, άκομψη παρέμβαση του Πρωθυπουργού στο έργο του Προέδρου της Βουλής Ν. Βούτση την προηγούμενη εβδομάδα, με υποδείξεις και παραγγελίες.
Η ενέργεια, πρωτοφανής από κοινοβουλευτική και πολιτική άποψη, δημιούργησε σε κάποιους εντύπωση. Κατά μία ερμηνεία, εντάσσεται στη γενικευμένη προσπάθεια προσωπικής ανάδειξης του κ. Τσίπρα. Κατ’ άλλους ήταν μια πρώτη ένδειξη για το ότι ο Πρωθυπουργός, κατά την προσφιλή του συνήθεια, έχει αρχίσει να ροκανίζει όσα πρόσωπα και στελέχη θεωρεί πιθανή απειλή. Οχι τόσο της ηγεσίας του όσο των πεπραγμένων του.