Δεν πρέπει να δαιμονοποιούνται οι κυβερνήσεις συνεργασίας, όμως αυτές είναι αποτελεσματικές μόνο αν βασίζονται σε προγραμματικές συμφωνίες, σημειώνει στη συνέντευξή της στο «Βήμα της Κυριακής» η πρώην υπουργός Εξωτερικών και υποψήφια βουλευτής της ΝΔ στα Χανιά, Ντόρα Μπακογιάννη.
Κυρία Μπακογιάννη, η εμπειρία σας από τις εκλογικές αναμετρήσεις είναι μεγάλη. Σας ικανοποιεί το περιεχόμενο και το επίπεδο της προεκλογικής αντιπαράθεσης;
«Ομολογώ πως όχι. Θα περίμενα, μετά από μια δεκαετή κρίση και μετά από μια διακυβέρνηση η οποία παρά τις απανωτές κρίσεις κράτησε την Ελλάδα όρθια, να κάνουμε μια ουσιαστική πολιτική συζήτηση για τις εναλλακτικές προτάσεις που καταθέτουν τα κόμματα. Είναι πολύ απογοητευτικό, μετά από τα όσα πέρασε η χώρα μας τα τελευταία χρόνια, να γίνεται ένας επιφανειακός προεκλογικός αγώνας, με μία αξιωματική αντιπολίτευση η οποία όταν δεν χρησιμοποιεί ύβρεις και λάσπη, χρησιμοποιεί fake news και παρουσιάζει προγράμματα τα οποία είναι παντελώς ανεδαφικά, χωρίς κοστολόγηση και δυνατότητα εφαρμογής».
Από το 2009 έχουν διεξαχθεί επτά εκλογικές αναμετρήσεις με ενισχυμένη αναλογική. Από αυτές προέκυψαν μόνο δύο αυτοδύναμες κυβερνήσεις. Πιστεύετε ότι ορθώς εξακολουθούμε να δαιμονοποιούμε τις κυβερνήσεις συνεργασίας;
«Κατ’ αρχάς, δεν δαιμονοποιούμε τις κυβερνήσεις συνεργασίας και πάντως όχι εγώ. Μιλάτε με έναν άνθρωπο που σε όλη του την πολιτική διαδρομή αναζητά συναινέσεις. Κυρίως όμως οφείλουμε να είμαστε ρεαλιστές. Αυτό το οποίο λέμε είναι πολύ απλό: οι κυβερνήσεις συνεργασίας για να είναι σταθερές και να έχουν ουσιαστικό αποτέλεσμα και όχι απλώς διαχειριστικό, πρέπει να βασίζονται σε προγραμματικές συμφωνίες. Στην Ελλάδα δεν έχουμε κουλτούρα συνεργασίας και την επιλέγουμε μόνο ως λύση ανάγκης. Επίσης έχουμε δομικές αδυναμίες. Το Σύνταγμά μας προβλέπει τρεις μέρες για τη συγκρότηση κυβέρνησης. Στη Γερμανία για να κάνουν προγραμματική συμφωνία τους πήρε τρεις μήνες. Η μέχρι τώρα ελληνική εμπειρία είναι ότι κυβέρνηση συνεργασίας συνεπάγεται απλώς τον διαμοιρασμό των ιματίων και των υπουργείων μεταξύ των εταίρων. Και πάντως ένα είναι βέβαιο, ότι οι πολίτες στις εκλογές δεν ψηφίζουν μόνο κόμμα, ψηφίζουν και πρωθυπουργό».
Γιατί είναι προτιμότερη μία αυτοδύναμη κυβέρνηση ισχνής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας από μία ισχυρότερη κυβέρνηση συνεργασίας;
«Επαναλαμβάνω ότι για να είναι σταθερή και ισχυρή όπως λέτε, η κυβέρνηση συνεργασίας θα πρέπει να έχουν συμφωνηθεί οι βασικές προγραμματικές θέσεις. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, που είναι το τελευταίο παράδειγμα κυβερνητικής συνεργασίας που έχουμε, ήταν μια απίστευτη φαρσοκωμωδία. Και στο μοναδικό θέμα για το οποίο χρειάστηκε να υπάρξει συναίνεση και συμφωνία, η Συμφωνία των Πρεσπών, η κυβέρνηση διαλύθηκε και έμειναν να τη στηρίζουν αυτοί που δεν μπορούσαν να αποχωριστούν τα υπουργεία τους. Ο τόπος χρειάζεται πολύ μεγαλύτερες συναινέσεις, το σύνθετο γεωπολιτικό μας περιβάλλον απαιτεί συναινέσεις και σταθερότητα. Γι’ αυτό και εμείς μιλάμε για αυτοδύναμη κυβέρνηση αλλά όχι από ένα κόμμα. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει αποδείξει ότι αξιοποιεί στελέχη άλλων πολιτικών χώρων, που όμως συστρατεύονται με τις βασικές μας αρχές και την κοινή προσπάθεια».
Σας προβληματίζει το ενδεχόμενο μεγάλης αποχής; Το 2019 είχε υπερβεί το 42%.
«Με προβληματίζει πολύ, διότι η δημοκρατία βάλλεται παγκοσμίως αυτή τη στιγμή για πολλούς και διαφορετικούς λόγους, πόσο μάλλον όταν το κύτταρο της δημοκρατίας που είναι η συμμετοχή βαίνει μειούμενο. Αυτό είναι κάτι που, στον βαθμό που ο καθένας από εμάς μπορεί, θα πρέπει με όλες του τις δυνάμεις να το πολεμήσει. Ενα από τα πράγματα, παραδείγματος χάριν, που όλοι λένε ότι απασχολεί, είναι το εάν θα ψηφίσουν οι 400.000 νέοι ψηφοφόροι. Και πράγματι, εγώ που κάνω ειλικρινή προσπάθεια προσέγγισης αυτής της γενιάς, διαπιστώνω μία άρνηση και μία άγνοια. Πιστεύω ότι πρέπει να αλλάξουμε στο σύστημα Παιδείας πολλά πράγματα στη διδασκαλία της πολιτικής αγωγής, για να μπορέσουν οι νέοι να συνειδητοποιήσουν ότι το δικαίωμά τους αυτό δεν πρέπει να το σπαταλούν. Αυτό δεν ξεκινάει και τελειώνει στη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου. Είναι μια δουλειά διαρκείας που πρέπει να γίνει για τους νέους ανθρώπους».
Πώς αξιολογείτε τη ροπή των νεαρών ηλικιακών ομάδων προς τη λεγόμενη αντισυστημική ή ακραία ψήφο;
«Γνωρίζετε την αποδιδόμενη στον Τσόρτσιλ ρήση «αλίμονο σε αυτόν που δεν είναι κομμουνιστής στα 20 του και αλίμονο σε αυτόν που παραμένει κομμουνιστής στα 40 του». Την εποχή εκείνη ο Τσόρτσιλ θεωρούσε ως αντισυστημική την ψήφο στους κομμουνιστές. Πάντως δεν θεωρώ ότι βρισκόμαστε σε παρόμοια κατάσταση με την περίοδο 2009-2015, σήμερα παρατηρούμε μεγαλύτερη αδιαφορία των νέων για συμμετοχή. Πιστεύω ότι θα πρέπει να ρίξουμε την προσοχή μας ως πολιτεία στην πρόσβαση στη γνώση και στην αξιόπιστη πληροφορία, με τρόπο όμως που θα επιτρέψει στον νέο να κατανοήσει την πολυπλοκότητα της πολιτικής δράσης. Ο λαϊκισμός, θεωρώ, αξιοποιεί το πάθος της νέας γενιάς με λάθος τρόπο, παραπλανητικά, τον διαστρεβλώνει. Ενα σύνθημα, μία ατάκα, ένα τουίτ που εξάπτει την επαναστατικότητα και δράση των νέων με το να λέει για παράδειγμα ότι «ιδιωτικοποιείται το νερό» χωρίς όμως να προσφέρει καμία τεκμηρίωση είναι, ίσως, αναμενόμενο να παρασύρει και να πείσει πολύ πιο εύκολα από μια επιχειρηματολογία τεκμηριωμένη με στοιχεία. Επιμένω όμως ότι το προβληματικό είναι όταν ένας νέος δεν αντιλαμβάνεται τα δικαιώματά του και επιλέγει να πετάξει την ψήφο του στον κάλαθο των αχρήστων».
Πιστεύετε ότι υπάρχει σενάριο πολιτικής αστάθειας ή και ανωμαλίας για τη χώρα;
«Δεν πιστεύω ότι υπάρχει κάποιο σενάριο ή κάποια διεθνής συνωμοσία αποσταθεροποίησης της χώρας. Πιστεύω όμως ότι η απλή αναλογική εκ των πραγμάτων, με τα δεδομένα τα συνταγματικά όπως σας είπα και με τα δεδομένα με τα οποία ψηφίστηκε, είναι μία συνταγή αστάθειας και εξαιρετικά επικίνδυνη για τη χώρα. Γι’ αυτόν τον λόγο υποστηρίζω ότι η ενισχυμένη αναλογική είναι το καλύτερο εκλογικό σύστημα για τη χώρα μας».
Σε μία εβδομάδα διεξάγονται οι κρίσιμες εκλογές στην Τουρκία. Ποιες εκτιμάτε ότι θα είναι οι εξελίξεις στο μέτωπο των ελληνοτουρκικών, αφότου λήξει και η δική μας εκλογική εκκρεμότητα;
«Είναι πολύ δύσκολο να κάνει κανείς μια ασφαλή πρόβλεψη σήμερα για το τι θα γίνει στην Τουρκία και, κακά τα ψέματα, εξαρτάται πάρα πολύ από το ποιος θα είναι αυτός που θα κερδίσει στις εκλογές. Διότι τα δεδομένα θα είναι διαφορετικά αν κερδίσει τις εκλογές ο Ερντογάν και διαφορετικά αν τις κερδίσει ο Κιλιτσντάρογλου. Είναι βέβαιο πάντως ότι είτε κερδίσει ο ένας είτε ο άλλος, η Τουρκία θα μπει σε μια μακρά περίοδο ανασύνταξης και ανάγκης στροφής της πολιτικής ηγεσίας στο εσωτερικό της χώρας για να μπορέσει να αποφύγει το ΔΝΤ και να στήσει ξανά την οικονομία. Η Δύση παρακολουθεί με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον τις πολιτικές εξελίξεις στην Τουρκία και επειδή οι στροφές που έχει κάνει τον τελευταίο καιρό ο τούρκος πρόεδρος είναι πάρα πολύ σημαντικές. Στην Ελλάδα, παραδείγματος χάριν, δεν έχουμε αντιληφθεί ότι ο Ερντογάν συνεργάζεται ουσιαστικά με τον μεγαλύτερο εχθρό του στην περιοχή, που ήταν ο Ασαντ. Πιστεύω ότι θα ανοίξει ένα παράθυρο ευκαιρίας το οποίο με πολύ μεγάλη προσοχή και σύνεση θα πρέπει να παρακολουθήσει η ελληνική εξωτερική πολιτική και, στον βαθμό που αυτό είναι μια ειλικρινής πρόθεση της Τουρκίας, να το εκμεταλλευτεί».