Δύο ισχυρά προσφυγικά κύματα, το πρώτο το 1914 έπειτα από τους νικηφόρους Βαλκανικούς Πολέμους και το δεύτερο μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, όρισαν τη ρημαγμένη από τις συνεχείς μεταοθωμανικές εθνοτικές συγκρούσεις Βόρεια Ελλάδα και καθόρισαν τη μετέπειτα κοινή κουλτούρα και την εθνική της ομοιογένεια. Συνολικά περίπου 700.000 πρόσφυγες από τη Μαύρη Θάλασσα, τον Καύκασο, τον Πόντο και τη Μικρά Ασία επαναπροσδιόρισαν την ελληνική επικράτηση και διαμόρφωσαν τον πληθυσμό της Μακεδονίας και της Θράκης στα χρόνια του Μεσοπολέμου.
Το βάρος ήταν μέγα για το πολύπαθο ελληνικό κράτος και η ενσωμάτωση εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων στο έδαφος της Μακεδονίας και της Θράκης πρόκληση τεραστίων διαστάσεων. Η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων (ΕΑΠ), στη διοίκηση της οποίας συμμετείχαν Ελληνες και ξένοι, με επικεφαλής τον Αμερικανό Χένρι Μόργκενταου, εκτέλεσε έργο τεραστίων διαστάσεων, μοναδικό ίσως παγκοσμίως, σε συνθήκες εξαιρετικά δύσκολες και πολλές φορές σε περιβάλλον εχθρικό από τους τοπικούς γηγενείς πληθυσμούς.
Στα τέλη του 1924 το ελληνικό κράτος, με την εγγύηση της τότε Κοινωνίας των Εθνών, έλαβε δάνειο ύψους 12,3 εκατ. λιρών Αγγλίας για τη χρηματοδότηση της ΕΑΠ, η διοίκηση της οποίας ανέλαβε το σύνθετο έργο της εγκατάστασης των προσφύγων και της ολοκληρωμένης αναγέννησης της ρημαγμένης από τους πολέμους περιοχής.
Εκτελώντας πλήρως το απαιτητικό πρωτόκολλο της Γενεύης, προσέφερε δυνατότητα κατοικίας στους πρόσφυγες, απέδωσε ικανή για την επιβίωση των προσφυγικών οικογενειών καλλιεργήσιμη γη και μαζί καινούργια αγροτικά εργαλεία. Επιπλέον ανέλαβε την ταχεία οργάνωση αποξηραντικών εγγειοβελτιωτικών έργων στις ελώδεις περιοχές της λίμνης των Γιαννιτσών, του Αξιού, του Στρυμόνα και αλλού, επιτρέποντας την αποκάλυψη και διανομή νέων γαιών, από την οποία επωφελήθηκαν και γηγενείς ακτήμονες. Τότε αντικαταστάθηκε το ξύλινο ησιόδειο άροτρο!
Ενίσχυση στη βιομηχανική παραγωγή
Ταυτόχρονα προσφέρθηκαν κίνητρα και δυνατότητες για την ανάπτυξη της αμπελουργίας, των δενδροκαλλιεργειών και της σηροτροφίας, για την παραγωγή μεταξιού που πρόσφυγες από τη Βιθυνία μεταλαμπάδευσαν στη Θράκη. Ακόμη το προσφυγικό στοιχείο εξέλιξε τη βιομηχανική παραγωγή, προσέδωσε άλλη δυναμική στο εμπόριο και γενικώς μετέφερε άλλα ήθη και δραστηριότητες στην ελληνική επικράτεια, επιτρέποντας στον Ελευθέριο Βενιζέλο να χαρακτηρίσει, λίγα χρόνια αργότερα, ευλογία την έλευση των προσφύγων στην Ελλάδα. Το 1930 ολόκληρη η περιοχή της Μακεδονίας και της Θράκης σε τίποτε δεν θύμιζε τον έρημο τόπο του 1923.
Στον Μεσοπόλεμο ωστόσο δεν έλειψαν οι εντάσεις μεταξύ γηγενών και προσφύγων. Τα συντηρητικά αντανακλαστικά και το αντιβενιζελικό μένος της βασιλικής παράταξης γέννησαν αντιθέσεις, ακόμη και μίσος κοινωνικό, το οποίο πήρε μορφή συγκεκριμένη στα χρόνια του Μεταξά. Το ελληνικό θαύμα της αποκατάτασης των προσφύγων άφησε πίσω του πάθη και μίση, τα οποία εκδηλώθηκαν στα χρόνια της διπλής γερμανικής και βουλγαρικής κατοχής και έλαβαν διαστάσεις στην εποχή της εμφύλιας σύρραξης και του ασφυκτικού μετεμφυλιακού κράτους, που στον καιρό του Ψυχρού Πολέμου αντιμετώπιζε την ευρύτερη ζώνη της Μακεδονίας και της Θράκης ως εμπόλεμη, αυστηρά ελεγχόμενη ζώνη.
Παρά ταύτα και μετά τον πόλεμο το πείραμα αναγέννησης της ευρύτερης περιοχής βρήκε συνέχεια. Τα εγγειοβελτιωτικά έργα συνεχίστηκαν με επιτυχία από τον Αλιάκμονα και τον Αξιό μέχρι τον Στρυμόνα και τον Νέστο, αναγεννώντας τη Βόρεια Ελλάδα από τους κάμπους της Ημαθίας και των Γιαννιτσών μέχρι εκείνους της Χρυσούπολης και της Ξάνθης. Η ανακάλυψη των λιγνιτικών πεδίων της Μακεδονίας έδωσε ώθηση στην ηλεκτροπαραγωγή, δημιουργώντας νέες εστίες προόδου.
Με τον καιρό δημιουργήθηκαν ξεχωριστές βιομηχανικές ζώνες στο Κιλκίς και στην Κομοτηνή, η παραγωγή βρήκε φιλόξενες εστίες και το γενικότερο περιβάλλον σε προηγούμενες δεκαετίες προσέφερε ευκαιρίες προόδου και ευημερίας. Και εσχάτως απέκτησε την Εγνατία, έναν δρόμο σύγχρονο και ασφαλή που συνδέει τη Δύση με την Ανατολή.
Στις τελευταίες δύο-τρεις δεκαετίες ωστόσο, άρχισε να οικοδομείται τεχνηέντως ένα αβάσιμο αίσθημα διαφοράς μεταξύ Βορρά – Νότου, μεταξύ του δήθεν αθηνοκεντρικού κράτους και της Θεσσαλονίκης, αποτέλεσμα κυρίως της αδυναμίας τόσο των πολιτικών προσώπων όσο και των τοπικών αρχόντων, περιφερειαρχών και δημάρχων, της ευρυτέρας ζώνης να αρθρώσουν λόγο ουσιαστικό και να παρουσιάσουν σχέδιο συνεκτικό και οργανωμένο για τη διαθέτουσα γεωγραφικά και παραγωγικά πλεονεκτήματα περιοχή. Παλαιότερα ο Παπαγεωργόπουλος και μεταγενέστερα ο Ψωμιάδης αποδίδουν πλήρως το έλλειμμα πολιτικής εκπροσώπησης της περιοχής.
Ο Μπουτάρης κάτι πήγε να κάνει, να αναδείξει τις ιστορικές και κοσμοπολιτικές δυνατότητες του τόπου, και έπεσε θύμα θρησκόληπτων παλαιοημερολογιτών, ακραίων εθνικιστών, όψιμων μακεδονομάχων και ρωσοπληρωμένων αγιορειτών.
Η Θεσσαλονίκη, εξαιτίας ακριβώς των οπισθοδρομικών αντιλήψεων και των ακραίων συντηρητικών προτύπων, είναι η μόνη πόλη παγκοσμίως, με γεωστρατηγική θέση και γεωπολιτικό ενδιαφέρον, που δεν καθιστά το λιμάνι της κέντρο παραγωγής και εμπορίου παρά το έχει παραδώσει σε έναν αμφιβόλου δυνατοτήτων επιχειρηματία, που το κρατά παρατημένο, δεσμευμένο και μη συνδεδεμένο με τους ευρωπαϊκούς σιδηροδρόμους.
Αυτή η επικρατήσασα μίζερη μακεδονική κουλτούρα που θέλει τα πάντα να κινούνται γύρω από ένα καθυστερημένο πολιτικό και κοινωνικό εργαστήρι μιας συγκεκριμένης ομάδας και τους σκληροπυρηνικούς αγιορείτες, επιτρέποντας σε κάθε τυχάρπαστο πολιτικό τυχοδιώκτη να πουλά από ανέξοδη εθνικοφροσύνη μέχρι κηραλοιφές και να διεκδικεί ρόλο εγγυητή των συνόρων, των δασών και της κοινωνικής συνοχής μέσω ανεκδιήγητων πολιτοφυλάκων, δεν ταιριάζει στην Ελλάδα του 21ου αιώνα, ούτε στην Ιστορία προόδου, πολιτισμού και ανάπτυξης της Θεσσαλονίκης και της Μακεδονίας στους αιώνες των αιώνων.
Ανάγκη για δράση και σχέδιο
Η επίσημη πολιτεία οφείλει δράση αμέσως και σχέδιο ανάταξης, αναγέννησης και ανασυγκρότησης του άλλου μισού της χώρας, όπου κατά τα φαινόμενα ασκούνται πάμπολλες δυνάμεις καθυστέρησης, πνευματικής και πολιτισμικής υπανάπτυξης, εγχώριες και ξένες. Η Βόρεια Ελλάδα χρήζει ξεχωριστής προσοχής και έγκαιρης παρέμβασης προτού η κουλτούρα της μιζέριας και της αποξένωσης διαμορφώσει τα δικά τους τετελεσμένα…
Και προφανώς δεν αρκούν οι συνήθεις εξαγγελίες, παρά πολιτικές εμπνευσμένες, διεθνικές, που θα ανοίγουν την πόλη και ολόκληρη την περιοχή στην Ευρώπη και στον κόσμο…
Ενα σχέδιο, τηρουμένων των αναλογιών, αντίστοιχο εκείνου της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων μπορεί να δώσει απάντηση στις αγωνίες, στους φόβους και στις ανησυχίες της πλειονότητας των πάντα παραγωγικών κατοίκων της Μακεδονίας και της Θράκης.