Η τριήμερη συζήτηση επί της πρότασης δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης, που κατά τα αναμενόμενα απορρίφθηκε το βράδυ της Πέμπτης, μπορεί να θεωρηθεί η αφετηρία μιας νέας πολιτικής περιόδου και, ταυτόχρονα, το ορόσημο για την ολική επαναφορά στην τοξικότητα.
Στην ουσία, όλες οι πολιτικές δυνάμεις αναδιατάχθηκαν και αναγκάστηκαν σε αναπροσαρμογές σε τακτικό επίπεδο, με την εκκρεμότητα να παραμένει ως προς το αν αυτές θα εκδηλωθούν και στο πεδίο της στρατηγικής.
Η κυβέρνηση βρέθηκε σε θέση άμυνας και αναγκασμένη να αποκρούει τις – για πρώτη φορά – λιγότερο ή περισσότερο συντονισμένες επιθέσεις της αντιπολίτευσης.
Η γραμμή αυτής της άμυνας ήταν εμφανής και υπηρετήθηκε από όλους τους κυβερνητικούς βουλευτές και τον ίδιο τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Κεντρικό στοιχείο ήταν η αναγνώριση και η παραδοχή λαθών στον τρόπο χειρισμού του δυστυχήματος των Τεμπών, όπου για μια μακρά περίοδο κυριάρχησε η υποτίμηση της βραδυφλεγούς επίπτωσής του, με αποκορύφωμα τις πολλαπλώς ατυχείς επιλογές κατά τις συνεδριάσεις της Εξεταστικής Επιτροπής. Παράλληλα, όμως, οι εκπρόσωποι της πλειοψηφίας κατέφυγαν στις συνήθεις και γνωστές από το παρελθόν επιθέσεις κατά της «διαπλοκής» και των «συμφερόντων».
Κατά τη διάρκεια της συζήτησης στη Βουλή η κυβέρνηση κλήθηκε να απαντήσει σε πολλά, από τις διαρκείς κατηγορίες για συγκάλυψη έως το πρόσφατο δημοσίευμα του «Βήματος της Κυριακής» περί αλλοίωσης των εσωτερικών συνομιλιών του ΟΣΕ το βράδυ του δυστυχήματος, με στόχο την ανάδειξη του ανθρώπινου σφάλματος.
Πύρρειος νίκη και προκλήσεις
Ασχέτως του αναμενόμενου αποτελέσματος της ψηφοφορίας, η κυβέρνηση εμφανίζεται με πολιτικά τραύματα έπειτα από τη συζήτηση, τα οποία έρχονται στον απόηχο και των πρόσφατων δημοσκοπήσεων. Σε αυτές κυριαρχεί η αίσθηση ότι κατά τη διερεύνηση του δυστυχήματος δεν έχει σημειωθεί πρόοδος. Πρόκειται για ένα στοιχείο με το οποίο ο Πρωθυπουργός θα εξακολουθήσει να βρίσκεται αντιμέτωπος, όσο (και παρ’ όλο που) παράλληλα θα εξελίσσεται η διερεύνηση της υπόθεσης από τη Δικαιοσύνη. Σημειωτέον, δε, ότι από τη διαδικασία αυτή ενδέχεται να ανοίξει ένας νέος κύκλος, σε περίπτωση κατά την οποία καθ’ οιονδήποτε τρόπο προκύψουν στοιχεία τα οποία θα οδηγούσαν σε μια επιστροφή της δικογραφίας στη Βουλή, εφόσον εμπλακεί το όνομα του πρώην υπουργού Κώστα Καραμανλή.
Με την πύρρειο κοινοβουλευτική νίκη της Πέμπτης, με πολιτικά τραύματα ορατά και σε ένα νέο πολιτικό περιβάλλον με πολλαπλά μέτωπα ανοιχτά, η μεγαλύτερη πρόκληση για τον Κυριάκο Μητσοτάκη είναι πλέον η επιβεβαίωση στην κάλπη του Ιουνίου της αντιστοίχισης μεταξύ της κοινοβουλευτικής συνοχής της ΝΔ και της πραγματικής συσπείρωσης της κομματικής και εκλογικής της βάσης. Σε αυτό το σημείο εντοπίζεται ένα από τα αδύναμα σημεία της κυβέρνησης, καθώς στις δημοσκοπήσεις τα ποσοστά συσπείρωσης εμφανίζονται μειωμένα, στα χαμηλότερα σημεία των τελευταίων ετών.
Το πρόβλημα στο Μαξίμου
Την ίδια στιγμή, οι παραιτήσεις των δύο στενών και ικανών συνεργατών του Πρωθυπουργού Γιάννη Μπρατάκου και Σταύρου Παπασταύρου αναδεικνύουν μια πραγματικότητα και μια αδυναμία. Διαμορφώνεται η εικόνα και η αίσθηση ότι στο Μέγαρο Μαξίμου υπάρχει ένα διαρκές και σοβαρό ζήτημα με τους στενούς συνεργάτες του Κυριάκου Μητσοτάκη. Κατά τούτα, το συγκεντρωτικό μοντέλο της πρώτης περιόδου διακυβέρνησης, που είχε θεωρηθεί και δυνατό χαρτί της κυβέρνησης, εμφανίζει σημαντικές ρωγμές, οι οποίες μένει να φανεί αν και πώς θα αντιμετωπιστούν στο μακρύ εναπομείναν διάστημα της κυβερνητικής θητείας.
Στον απόηχο των τελευταίων παραιτήσεων θα κριθεί και αν ο Πρωθυπουργός θα επιλέξει κάποια κίνηση εντυπωσιασμού, π.χ. με έναν ανασχηματισμό πέραν της αντικατάστασης των δύο στενών συνεργατών του, κάτι που πάντως θεωρείται λιγότερο πιθανό να συμβεί πριν από τις ευρωεκλογές.
Tο στοίχημα του ΠαΣοΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ
Σε ό,τι αφορά την αντιπολίτευση, η πρόταση δυσπιστίας έχει διαμορφώσει νέες εντυπώσεις, οι οποίες ωστόσο δεν είναι σαφές και βέβαιο ότι συνιστούν εκ των πραγμάτων μια νέα πολιτική συνθήκη.
Το ΠαΣοΚ μπορεί να εμφανίζεται ικανοποιημένο από το γεγονός ότι ανάγκασε την κυβέρνηση να έρθει σε θέση άμυνας και να απολογείται για τους χειρισμούς της. Ωστόσο, αναγνωρίζεται και από κοινοβουλευτικά στελέχη ότι η μεγάλη πρόκληση και το στοίχημα του Νίκου Ανδρουλάκη είναι να χαράξει αξιόπιστη στρατηγική, να την υπηρετήσει και να πείσει ότι ο ίδιος και το κόμμα του είναι αξιωματική αντιπολίτευση εν αναμονή. Αυτό θα φανεί στην πορεία προς τις ευρωεκλογές και θα πιστοποιηθεί μόνο από το αποτέλεσμά τους.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, από την άλλη πλευρά, βρίσκεται μπροστά σε μια νέα μετάλλαξη του πολιτικού του προβλήματος. Κατά έναν ασυνήθιστο τρόπο εμφανίστηκε κοινοβουλευτικά συνεπής, κυρίως διά του προέδρου της κοινοβουλευτικής του ομάδας Σωκράτη Φάμελλου, όμως την ίδια στιγμή είχε να αντιμετωπίσει την παράλληλη και πολιτικά ασύμμετρη παρουσία του προέδρου του Στέφανου Κασσελάκη μέσω των γνωστών διαύλων των κοινωνικών δικτύων. Οπως αναγνωρίζουν και στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης, η ασυμβατότητα αυτή στο πεδίο της διαμόρφωσης μιας αξιόπιστης πολιτικής παρουσίας θα συνεχίσει να κατατρύχει το κόμμα και εν πολλοίς θα κρίνει την εκλογική του επίδοση στις κάλπες του Ιουνίου και τις εξελίξεις έπειτα από αυτές.
Tο… νταούλι του Βελόπουλου
Για την αντιπολίτευση ωστόσο, αλλά και για την πολιτική ατμόσφαιρα στη χώρα γενικότερα, το μεγαλύτερο ζήτημα των προσεχών μηνών είναι ορατή πλέον διολίσθηση στο πεδίο του λαϊκισμού και της τοξικότητας, η οποία παραπέμπει σε προηγούμενες περιόδους.
Οπως γίνεται αισθητό, σε κοινοβουλευτικό και σε ευρύτερο επίπεδο, τον ρυθμό δίνουν οι ακρότητες και οι θεωρίες συνωμοσίας, οι οποίες υπηρετούνται πιστά και δίχως παρέκκλιση από την Ελληνική Λύση και τον Κυριάκο Βελόπουλο, προσφέροντάς του εμφανή δημοσκοπικά και πιθανά εκλογικά οφέλη.