Ο Αλέξης Τσίπρας παρακολουθεί τις ομιλίες του Κυριάκου Μητσοτάκη στη Βουλή πότε με ύφος απόμακρο και ανέκφραστο και πότε προσηλωμένος και ειρωνικός. Την περασμένη Πέμπτη ήταν ανήσυχος στο κάθισμά του. Ακούγοντας τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης έσβηνε και έγραφε στις σελίδες της ομιλίας του, στοίβαζε δίπλα τους τα σημειώματα που έφταναν σωρηδόν από το επιτελείο του, μελετούσε τα έγγραφα που του έδειχνε ο Γιώργος Κατρούγκαλος. Οταν ήρθε η ώρα να μιλήσει, ανέβηκε στο βήμα με έναν παραφουσκωμένο φάκελο από τον οποίο εξείχαν χαρτιά ακατάστατα – συνήθως είχε μπροστά του τακτοποιημένες ομιλίες τις οποίες σπανίως συμβουλευόταν. Οση προχειρότητα είχε η προετοιμασία του, τόσο καθαρό ήταν το πλαίσιο του νέου δικομματισμού που προέκυψε από τη σύγκρουσή του με τον πρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας: Οι «τολμηροί προοδευτικοί» απέναντι στους «υποκριτές συντηρητικούς». Ο κ. Μητσοτάκης, ωστόσο, φιλοδοξεί να μεταφέρει το παιχνίδι σε άλλο γήπεδο, θέτοντας το ερώτημα: Ποιος θα κυβερνήσει καλύτερα τη χώρα; Μια ετερόκλητη συμμαχία λαϊκιστών ή μια συμπαγής παράταξη με μεταρρυθμιστική προσήλωση;
8.000 λέξεις άνευ ουσίας
Ο Πρωθυπουργός χρησιμοποίησε 8.000 λέξεις για να αναφερθεί στην ιστορία του Μακεδονικού, στην «ατολμία», στην «αδράνεια», στην «αναβλητικότητα» και στην «υποκρισία» των προηγούμενων κυβερνήσεων, σε αυτά που έλεγε ο Ευάγγελος Αβέρωφ το 1959, στο απόρρητο περιεχόμενο του «πακέτου Πινέιρο»· αλλά όχι στην ουσία της συμφωνίας των Πρεσπών, την οποία ελάχιστα υπερασπίστηκε, παρότι την έφερε για κύρωση στη Βουλή. Μίλησε μόνο για την αναγκαιότητα της λύσης που κατάφερε να πετύχει στη δεδομένη χρονική και γεωπολιτική συγκυρία και έψεξε τον κ. Μητσοτάκη, ο οποίος βάσισε την κριτική του σε επτά συγκεκριμένα επιχειρήματα, ότι ανέδειξε «εξαιρετικώς δευτερεύοντα και περίπλοκα νομικά ζητήματα ως κεντρικά επιχειρήματα κατά της συμφωνίας».
Με τη συντριπτική πλειονότητα των πολιτών να αντιτίθεται στη συμφωνία των Πρεσπών και τα επιχειρήματά του να μην μπορούν να προσπελάσουν το μέτωπο όσων χαρακτήριζε «ακραίους» και «μακεδονομάχους», την Πέμπτη αναγνώρισε ότι στο συλλαλητήριο «συγκεντρώθηκαν χιλιάδες διαδηλωτές που στην πλειοψηφία τους δεν είχαν σχέση με τους ακραίους οι οποίοι επιτέθηκαν στο Κοινοβούλιο». Ηταν ίσως η μόνη του επιλογή να εμφανιστεί ως υπεύθυνος ηγέτης σε μια ιστορικά κρίσιμη στιγμή. Την υπεράσπιση της συμφωνίας ανέλαβαν ο Γιώργος Κατρούγκαλος και ο Νίκος Κοτζιάς, ο οποίος υποστήριζε τον Πρωθυπουργό θερμότερα και από τον πιο ιδεολογικά στρατευμένο βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ.
Η βία και τα χημικά
Ο κ. Τσίπρας ξεκίνησε την ομιλία του καταγγέλλοντας τα περιστατικά βίας κατά βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ και κατηγορώντας τον κ. Μητσοτάκη ότι στοχοποίησε αυτούς «που έχουν διαφορετική άποψη στο ελληνικό Κοινοβούλιο για ένα κρίσιμο εθνικό θέμα. Δεν θα σας ακολουθήσουμε στη στρατηγική της έντασης».
Η ειρωνεία της Ιστορίας τονιζόταν από την ανάμνηση των έξαλλων αντιμνημονιακών εκδηλώσεων των στελεχών και των οπαδών του ΣΥΡΙΖΑ πριν από το 2015, αλλά άγγιζε και τις αισθήσεις όσων βρίσκονταν στη Βουλή· οι εκρήξεις από τα δακρυγόνα και τις βομβίδες κρότου-λάμψης που έπεφταν στη συγκέντρωση διαμαρτυρίας έξω από το Κοινοβούλιο ακούγονταν μέχρι την αίθουσα της Ολομέλειας και στους διαδρόμους ήταν αισθητή η μυρωδιά των χημικών. Ο κ. Τσίπρας μπορεί να άλλαζε μανδύες με μοναδική ευκολία τα προηγούμενα χρόνια, αλλά ένα εθνικό θέμα δεν προσφέρεται για ριζικές μεταμορφώσεις – ιδίως από εκείνον που επένδυσε στη δημαγωγία, στον λαϊκισμό, στον διχασμό και στους μικροπολιτικούς τακτικισμούς προκειμένου να αναρριχηθεί και να συγκρατηθεί στην εξουσία.
Η εθνική συναίνεση
Ακόμα και αν την ύστατη ώρα προέβαλε μετριοπαθή και υπό άλλες συνθήκες αποδεκτά επιχειρήματα. Επικαλούμενος, μάλιστα, τη φράση του Διονύσιου Σολωμού «εθνικό είναι το αληθές», την οποία χρησιμοποιούσε συνεχώς ο Ευάγγελος Βενιζέλος όταν πριν από τις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015 προσπαθούσε να πείσει ότι δεν υπήρχε άλλος δρόμος για τη χρεοκοπημένη Ελλάδα από τη στήριξη των εταίρων μέσω των μνημονίων, τα οποία θα ήταν αδύνατον να καταργηθούν με έναν νόμο και ένα άρθρο. «Θα γλείφετε εκεί που φτύνατε» είχε προειδοποιήσει τον κ. Τσίπρα.
Αν ο Πρωθυπουργός ήθελε εθνική συναίνεση στο Μακεδονικό, θα μπορούσε να την επιδιώξει από την έναρξη της διαπραγμάτευσης με την κυβέρνηση των Σκοπίων, συζητώντας με τους υπόλοιπους πολιτικούς αρχηγούς οι οποίοι δήλωναν πρόθυμοι να συνδράμουν στη λύση του προβλήματος. Οχι κατά την ψήφιση της συμφωνίας των Πρεσπών, έχοντας εργαλειοποιήσει το ζήτημα και έχοντας απέναντί του την Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ ήσυχη, όχι από αίσθηση εθνικού καθήκοντος, όπως είπε, αλλά ηττημένη. Οι βουλευτές ξέρουν τι πιστεύουν οι ψηφοφόροι τους και μπορούν να ερμηνεύσουν καλύτερα από κάθε άλλον το 95,6% των συμμετεχόντων στη δημοσκόπηση της Rass (για το in.gr), οι οποίοι στο ερώτημα «Θέλετε το κόμμα που θα ψηφίσετε να υπερψηφίσει ή να καταψηφίσει τη συμφωνία των Πρεσπών;» απάντησαν «Να καταψηφίσει».
Η μαγιά για τη συνέχεια
Με την κύρωση της συμφωνίας των Πρεσπών από 153 βουλευτές η κυβέρνηση Τσίπρα εισέπραξε αμέσως τα εύσημα από το ΝΑΤΟ, την Κομισιόν και τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ. Αυτή θα μπορούσε να είναι η μαγιά για ένα κόμμα με νέα φυσιογνωμία, που έχοντας απαλλαγεί από τον Πάνο Καμμένο προσεγγίζει, με όχημα τη συμφωνία των Πρεσπών, τους μετριοπαθείς κεντρώους ψηφοφόρους, οι οποίοι πιστεύουν ότι το Μακεδονικό θα έπρεπε με κάποιον τρόπο να λυθεί.
Αλλά, όπως είπε ο κ. Βενιζέλος στην ομιλία του, ο κ. Τσίπρας χρησιμοποίησε «εξαρχής το ζήτημα του ονόματος ως εργαλείο για τη μετατόπισή του από την αδελφική συνεργασία με τον κ. Καμμένο, που έγινε δήθεν σε αντιμνημονιακή βάση, στο πεδίο της δήθεν νέας Κεντροαριστεράς. Ποιας Κεντροαριστεράς, και μάλιστα νέας; Της βασισμένης στην ενδοκυβερνητική αποστασία τεσσάρων βουλευτών των ΑΝΕΛ και στην κυρία Παπακώστα. Αυτά είναι τα κοινοβουλευτικά θεμέλια της νέας Κεντροαριστεράς του κ. Τσίπρα».
Ανω – κάτω τα κόμματα
Ο Πρωθυπουργός, όμως, κατάφερε να διαλύσει την Κοινοβουλευτική Ομάδα του Ποταμιού και να υποχρεώσει τον Σταύρο Θεοδωράκη, που ψήφισε υπέρ της συμφωνίας, να δηλώσει ότι «η πρώτη αρετή ενός πολιτικού είναι η θυσία!»· να εξαφανίσει τους Ανεξάρτητους Ελληνες εξοργίζοντας τον κ. Καμμένο, ο οποίος τον κατηγορεί για προδοσία της συμμαχικής και προσωπικής τους σχέσης· να αποκόψει τον Θανάση Θεοχαρόπουλο και ένα κομμάτι της ΔΗΜΑΡ από το ΚΙΝΑΛ εξοργίζοντας τη Φώφη Γεννηματά, η οποία ζήτησε δεύτερη φορά τον λόγο για να του πει: «Εσείς ούτε σοσιαλιστής είστε, ούτε τα συμφέροντα της χώρας προστατέψατε. Κάθε φορά που διαπραγματεύεστε η χώρα χάνει!»· να ανοίξει μέτωπο με το ΚΚΕ υπονοώντας ότι προδίδουν την ιστορία τους όταν θέτουν ζήτημα αλυτρωτισμού, εισπράττοντας απαξιωτικές χειρονομίες από τους βουλευτές του Κομμουνιστικού Κόμματος για τις οποίες δεν έδειξε να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα.
Η επιχείρηση διχασμού της ΝΔ και ο ρόλος Καραμανλή – Σαμαρά
Αυτό που δεν κατάφερε να πετύχει ο Αλέξης Τσίπρας, μολονότι υπήρξε ο πρωταρχικός του στόχος, ήταν να διχάσει τη Νέα Δημοκρατία. Για τη στάση και τα επιχειρήματα της αξιωματικής αντιπολίτευσης σημειώθηκε πολλές φορές διχογνωμία στην Πειραιώς. Αλλοι ζητούσαν πιο σκληρή γραμμή, άλλοι εξέφραζαν μετριοπαθείς απόψεις. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατάλαβε εγκαίρως ότι έπρεπε να μετακινηθεί προς την απόρριψη της διαφαινόμενης συμφωνίας για το Μακεδονικό αν ήθελε να συμβαδίσει με την κοινή γνώμη και να κρατήσει το κόμμα του ενωμένο. Το γεγονός ότι την κρίσιμη ώρα παρέμειναν στοιχισμένοι πίσω από το «όχι στη συμφωνία των Πρεσπών» ο Κώστας Καραμανλής, ο Αντώνης Σαμαράς, η Ντόρα Μπακογιάννη, ο Νίκος Δένδιας αποτελεί προσωπική επιτυχία του κ. Μητσοτάκη.
Ο κ. Καραμανλής καθυστέρησε να μιλήσει για το θέμα, προκαλώντας δυσφορία στην καραμανλική βάση. Αυτή τη φορά εξέδωσε γραπτή δήλωση στην οποία, αν και δεν αναφέρεται όπως και άλλες φορές στον πρόεδρο του κόμματος, σημείωνε ότι «η κριτική της Νέας Δημοκρατίας για την προκείμενη συμφωνία είναι ισχυρή και πλήρως τεκμηριωμένη». Επιπλέον διατύπωσε, με τον τρόπο του, αιχμές κατά του κ. Τσίπρα αναφερόμενος σε «διαπραγμάτευση υπό όρους αδικαιολόγητης βιασύνης. Οφειλε η κυβέρνηση να σεβαστεί την ευαισθησία και να αφουγκραστεί τις εύλογες ανησυχίες της μεγάλης πλειοψηφίας των πολιτών, αλλά και να διαμορφώσει με δική της πρωτοβουλία συνθήκες στοιχειώδους εθνικής συνεννόησης. Δεν είναι επιτρεπτό εθνικά θέματα τέτοιας σημασίας να οδηγούν σε οξύτητα που ευνοεί διχαστικό κλίμα».
Αλλαγή στάσης
Δεν αποτελεί μυστικό ότι ο πρώην πρωθυπουργός έβλεπε με συμπάθεια τον κ. Τσίπρα, έναν νέο πολιτικό που ήρθε από το πουθενά και έφερε τα πάνω κάτω στο πολιτικό σύστημα. Η νίκη του κ. Μητσοτάκη στις εσωκοματικές εκλογές με καθαρό μέτωπο κατά του ΣΥΡΙΖΑ και ο τρόπος που πολιτεύτηκε ο κ. Τσίπρας τον έκαναν να αλλάξει στάση. Παρότι έχει δεχθεί κατηγορίες από τον χώρο της Κεντροαριστεράς ότι το περιβάλλον του λειτουργεί ως κρυφή συνιστώσα του ΣΥΡΙΖΑ, εκείνος αποκήρυξε τον Ευάγγελο Αντώναρο και την Κατερίνα Παπακώστα και διεμήνυσε στους οπαδούς του ότι «ο Κυριάκος πρέπει να έχει την ευκαιρία του».
Η περίπτωση του κ. Σαμαρά είναι πολύ διαφορετική. Στήριξε τον κ. Μητσοτάκη στη μάχη για την ηγεσία της ΝΔ, η κριτική του για επιμέρους χειρισμούς σε διάφορα ζητήματα έμενε στις προσωπικές τους συζητήσεις και διατήρησε το δικαίωμα στην άποψή του χωρίς εσωτερικές αναταράξεις. Στο Μακεδονικό είχε την πιο σκληρή γραμμή κατά της συμφωνίας των Πρεσπών και μαζί του ένα μεγάλο κομμάτι της δεξιάς παράταξης. Δεν το διεκδίκησε όμως για να το στερήσει από τον κ. Μητσοτάκη, όπως είπε ο κ. Τσίπρας σημειώνοντας στην ομιλία του ότι ο πρόεδρος της ΝΔ «διαφοροποιήθηκε από τον κ. Σαμαρά, μην του πάρει και όλο το κόμμα, του έχει πάρει τα 2/3!», αλλά για να μην του επιτρέψει να μετακινηθεί προς άλλα διαμερίσματα της «δεξιάς πολυκατοικίας», διερύνοντας παράλληλα το ακροατήριο του κόμματος. Δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητο ότι ο κ. Καμμένος, που κατηγόρησε τον Αλ. Τσίπρα και τον Νίκο Βούτση ότι έχουν σχέδιο διάλυσης της ΚΟ των ΑΝΕΛ και έχοντας μείνει πολιτικά μετέωρος, δήλωσε ότι τον εκφράζει η ομιλία του κ. Σαμαρά.
Τα επόμενα βήματα σε Βρυξέλλες και ΝΑΤΟ
Ο κ. Μητσοτάκης αναγνωρίζει ότι η συμφωνία των Πρεσπών είναι δεσμευτική για την Ελλάδα. «Το Διεθνές Δίκαιο καθιστά δυσμετάβλητη κάθε τροποποίησή της, καθώς διαθέτει μεγαλύτερη ισχύ από κάθε νόμο. Τυχόν παραβίασή της μπορεί να σημαίνει διεθνή απομόνωση και Διεθνές Δικαστήριο για τη χώρα μας. Το βάρος που θα αναλάβει η επόμενη κυβέρνηση είναι τεράστιο» σημείωσε.
Ωστόσο, όπως τόνισε, το θέμα δεν έχει λήξει για τη ΝΔ. Και αυτό, επειδή η επόμενη κυβέρνηση δεν μπορεί να εμποδίσει την είσοδο της γειτονικής χώρας στο ΝΑΤΟ, η πορεία της ένταξής της όμως στην ΕΕ θα είναι μακρά και επίπονη. Ο πρόεδρος της ΝΔ ξεκαθάρισε ότι αν εκλεγεί πρωθυπουργός αρνείται να ερμηνεύσει το άρθρο 2 της συμφωνίας ως συμφωνία της Ελλάδας για αυτόματη είσοδο των Σκοπίων στην ΕΕ. «Η διαδικασία ένταξης των Σκοπίων στην ΕΕ δεν σχετίζεται με τη συμφωνία των Πρεσπών. Η Ελλάδα θα διατηρήσει στο ακέραιο όλα τα δικαιώματα που απορρέουν από την ιδιότητα του κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Δηλαδή, το δικαίωμα να διαπραγματεύεται, να ανοίγει και να κλείνει επιμέρους κεφάλαια, ανάλογα με τα εθνικά και τα κοινοτικά συμφέροντα. Η Ελλάδα θα μπορεί ανά πάσα στιγμή να βάλει βέτο στη διαδικασία ένταξης των Σκοπίων στην ευρωπαϊκή οικογένεια και αυτό το δικαίωμα της πατρίδας μας αρνούμαι να το απεμπολήσω» δήλωσε και πρόσθεσε: «Θα αγωνιστώ με όλες μου τις δυνάμεις για να αμβλύνω τις αρνητικές συνέπειες που είναι βέβαιο ότι θα προκύψουν από μια προβληματική συμφωνία».
Συναίνεση
Τι σημαίνει αυτό; Η ΝΔ θα συναινέσει στην έναρξη της ενταξιακής διαδικασίας της Βόρειας Μακεδονίας στην ΕΕ. Θα απαιτήσει όμως να αξιολογείται χωριστά κάθε ένα από τα 32 ενταξιακά κεφάλαια που απαιτούνται προκειμένου να ολοκληρωθεί η διαδικασία και να ελέγχεται αν πληρούνται οι προϋποθέσεις που έχει θέσει η ΕΕ, οι οποίες είναι αντικειμενικές και σκληρές, π.χ. για τους οικονομικούς δείκτες. Επιπλέον, θεωρεί απαράδεκτη την πρόβλεψη της συμφωνίας των Πρεσπών ότι η γειτονική χώρα από το άνοιγμα κάθε κεφαλαίου και για πέντε χρόνια θα μπορεί να χρησιμοποιεί το υφιστάμενο όνομά της, «Δημοκρατία της Μακεδονίας», στα εσωτερικά της έγγραφα.
Ο κ. Τσίπρας είχε ποντάρει στο ότι οι εταίροι που ενδιαφέρονταν για τη συμφωνία των Πρεσπών, ιδίως οι Αμερικανοί και οι Γερμανοί, θα ασκούσαν πιέσεις στον κ. Μητσοτάκη και θα τον απομόνωναν. Οι σχέσεις του πρόεδρου της ΝΔ με τις δύο αυτές πλευρές έγιναν πολύ δύσκολες, όμως είχε φροντίσει να εξηγήσει από νωρίς και πολλές φορές στο ΕΛΚ τους λόγους που δεν συναινεί στη συμφωνία, και το σταθερά μεγάλο προβάδισμά του στις δημοσκοπήσεις διευκόλυνε τις κινήσεις του. «Δεν δίστασα να διαφωνήσω ακόμα και ανοιχτά με τους ισχυρούς εταίρους μας, όπως η καγκελάριος Μέρκελ» είπε στη Βουλή για να απορρίψει την κατηγορία που του απηύθυνε ο Πρωθυπουργός ότι άλλα λέει στο εξωτερικό και άλλα στο εσωτερικό. Στην επίσκεψή της στην Αθήνα, η Ανγκελα Μέρκελ δεν έκρυψε τη διαφωνία της με τον κ. Μητσοτάκη και μάλιστα στις δημόσιες δηλώσεις της. Στην ιδιωτική τους συνάντηση όμως φρόντισε να μην παρευρίσκονται πρόσωπα τα οποία είχαν γίνει δυσάρεστα στον συνομιλητή της το προηγούμενο διάστημα για το Μακεδονικό ζήτημα. Ηταν μια κίνηση αβροφροσύνης, αλλά και πολιτικού συμβολισμού, για το επιτελείο του προέδρου της ΝΔ.
Επιστροφή στην οικονομία
Από την ερχόμενη εβδομάδα, η ΝΔ θα επιχειρήσει να επαναφέρει στο κέντρο της πολιτικής συζήτησης την ατζέντα με το κυβερνητικό της πρόγραμμα, που έμεινε στην άκρη εξαιτίας των εξελίξεων των δύο προηγούμενων εβδομάδων. Στο επιτελείο του κ. Μητσοτάκη εκτιμούν ότι πιθανότατα οι εκλογές θα γίνουν τον Μάιο και κινούνται σαν σε προεκλογική περίοδο. Θεωρούν ότι η κυβέρνηση έχει χάσει τη λαϊκή νομιμοποίηση και μιλούν για «ψευτοδεδηλωμένη» που πήρε ο κ. Τσίπρας προ δεκαημέρου, καθώς ο Κώστας Ζουράρις και ο Βασίλης Κόκκαλης δεν ψήφισαν τη συμφωνία των Πρεσπών. «Η χώρα έχει μια ετοιμόρροπη κυβέρνηση μειοψηφίας 149 βουλευτών» επισημαίνουν.
Τις προσεχείς ημέρες διοργανώνουν δύο μεγάλες εκδηλώσεις για την Υγεία και τα μεγάλα έργα υποδομών, όπως το Ελληνικό, και θα επαναφέρουν το δίλημμα ποιος εκφράζει με συνέπεια και σοβαρότητα τον μεταρρυθμιστικό προοδευτικό χώρο: ο κ. Τσίπρας ή ο κ. Μητσοτάκης; Το ερώτημα δεν θα είναι ρητορικό, καθώς αναμένεται εσωτερικός εκλογικός ανασχηματισμός στις Γραματείες της ΝΔ και ανάδειξη προσώπων τα οποία θα συμβολίζουν την πλήρη αναδιάταξη του κόμματος. Στο πλαίσιο αυτό αναμένεται να ανακοινωθούν τα ονόματα των υποψήφιων βουλευτών στις νέες Περιφέρειες της Β’ Αθήνας, της Περιφέρειας Αττικής και πού θα μετακινηθούν όσοι εξελέγησαν με το ψηφοδέλτιο Επικρατείας. Επίσης, στελέχη του κόμματος που θα ενταχθούν στα ψηφοδέλτια, όπως οι Κ. Κυρανάκης και Ν. Ρωμανός, και κατόπιν οι υποψήφιοι ευρωβουλευτές. Ονόματα δεν ανακοινώνονται ακόμη αλλά αφήνεται να εννοηθεί ότι η διεύρυνση προς την Κεντροαριστερά θα έχει ισχυρή συμβολική αξία.