Απρόσμενο εσωτερικό πολιτικό πρόβλημα και με πιθανές «ουρές» προξενεί στην κυβέρνηση η τροπολογία που προστέθηκε την Παρασκευή στο υπό συζήτηση και ψήφιση νομοσχέδιο του υπουργείου Εργασίας.
Βάσει της τροπολογίας, παρέχεται η δυνατότητα χορήγησης άδειας παραμονής ακόμη και σε παράτυπους μετανάστες, οι οποίοι διέμεναν έως και τις 30 Νοεμβρίου του 2023 και επί τριετία χωρίς άδεια στην Ελλάδα, υπό την προϋπόθεση βεβαιωμένης πρόσβασης στην αγορά εργασίας.
Πόσοι θα καταψηφίσουν;
Το θέμα προκάλεσε την ενεργοποίηση των αντανακλαστικών της δεξιάς πτέρυγας της κυβερνητικής πλειοψηφίας και έφερε με εμφατικό τρόπο στην επιφάνεια το ερώτημα πόσα μέλη αυτή μπορεί να αριθμεί και πόσα από αυτά μπορεί να είναι διατεθειμένα να διαφοροποιηθούν και να προκαλέσουν πολιτικό πρόβλημα στην κυβέρνηση, λίγες μόλις ώρες αφότου, εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, θα έχουν ανανεώσει την εμπιστοσύνη τους προς την κυβέρνηση κατά την ψήφιση του προϋπολογισμού του 2024.
Στο περιεχόμενο της τροπολογίας αντέδρασε άμεσα με εκτενή ανακοίνωση ο πρώην πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς. Όπως μεταξύ των άλλων ανέφερε: «Η αιφνιδιαστική κατάθεση τροπολογίας που χορηγεί «νέου τύπου άδεια διαμονής για εργασία σε πολίτες τρίτων χωρών», είναι λανθασμένη. Στην πράξη νομιμοποιεί όλους τους λαθρομετανάστες που βρίσκονται στην Ελλάδα εδώ και 3 χρόνια! Και μάλιστα, συλλήβδην, δίχως ουσιαστικό έλεγχο της ταυτότητας κάθε ενός από την Πολιτεία! Κι αυτό την ώρα που το μεταναστευτικό συγκλονίζει όλη την Ευρώπη, η οποία αναζητεί αυστηρότερη πολιτική!».
Ο πρώην πρωθυπουργός αναφέρει στη δήλωση του ότι «η χώρα μας, με αυτήν την τροπολογία, γίνεται, επί της ουσίας, φάρος προσέλκυσης λαθρομεταναστών» και ζητεί από την κυβέρνηση «να αποσύρει την εν λόγω τροπολογία και να επανεξετάσει το όλο ζήτημα».
Η σπέκουλα της αντιπολίτευσης
Υπό το βάρος αυτής της αντίδρασης και ενώ προδιαγραφόταν για την κυβέρνηση ο κίνδυνος να μετατραπούν οι τελευταίες ώρες της συζήτησης επί του προϋπολογισμού σε μία αντιπαράθεση από την οποία η αντιπολίτευση θα επιδίωκε κατά προφανή τρόπο να δημιουργήσει εσωτερικό πρόβλημα στην κυβερνητική πλειοψηφία, το Μέγαρο Μαξίμου αναγκάστηκε να αναζητήσει μία στρατηγική με στόχο την αποτροπή μιας μεγάλης, αιφνιδιαστικής εσωτερικής κρίσης.
Εν όψει της συζήτησης επί του νομοσχεδίου του υπουργείου Εργασίας, σε πρώτο χρόνο ανατέθηκε στον αρμόδιο υπουργό Αδωνι Γεωργιάδη να μετριάσει τις αντιδράσεις.
Μιλώντας στη Βουλή το απόγευμα της Παρασκευής, τόνισε ότι πρόκειται για μία προσπάθεια άπαξ ρύθμισης του προβλήματος έλλειψης εργατικών χεριών και ανάφερε μεταξύ των άλλων: «Να μην ανησυχούν οι φίλοι μου. Εγώ προσωπικά δεν θα έκανα εκπτώσεις στη μεταναστευτική πολιτική της κυβέρνησης. Δεν είμαστε κυβέρνηση ανοικτών συνόρων. Πρέπει όμως να πούμε αλήθεια. Εγώ δεν πιστεύω ότι η μετανάστευση θα λύσει το Δημογραφικό. Ξεκαθαρίζω ότι είμαι από αυτούς που ανησυχούν για την ταυτότητα και το μέλλον της Ευρώπης».
Θέμα κομματικής πειθαρχίας;
Παρά ταύτα, η κυβέρνηση βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα πολιτικό ζήτημα, το οποίο προξενεί πολλαπλούς προβληματισμούς.
Η σφοδρότητα της αντίδρασης του Αντώνη Σαμαρά, σε συνέχεια και της δημοσιοποίησης της διαφωνίας του για την προσπάθεια προσέγγισης με την Τουρκία, αλλά και άλλων ζητημάτων, όπως ο γάμος των ομόφυλων ζευγαριών, μετατρέπει τη διαδικασία συζήτησης και ψήφισης της επίμαχης τροπολογίας τη Δευτέρα (ή Τρίτη) σε ένα πολιτικό θρίλερ.
Ο ίδιος ο πρώην πρωθυπουργός θεωρείται βέβαιο ότι θα καταψηφίσει, και το ερώτημα που άρχισε να πλανάται από το βράδυ της Παρασκευής ήταν αν θα τον ακολουθήσουν και άλλοι βουλευτές της πλειοψηφίας, είτε ανήκουν στη σφαίρα της πολιτικής του επιρροής είτε και όχι. Δεν ήταν πάντως λίγοι οι βουλευτές της ΝΔ οι οποίοι το βράδυ της Παρασκευής διατύπωναν την διαφωνία τους με το περιεχόμενο της τροπολογίας, υποστηρίζοντας ότι στην ουσία τέτοιες ρυθμίσεις ενισχύουν την ακροδεξιά ρητορική, εν όψει και των ευρωεκλογών του Ιουνίου. Οι περισσότεροι από αυτούς πάντως σημείωναν ότι εφόσον κατά τα αναμενόμενα τεθεί θέμα κομματικής πειθαρχίας, θα ψηφίσουν την τροπολογία.
Υπό αυτή την αιωρούμενη απειλή, από το Μέγαρο Μαξίμου υποστηριζόταν η ορθότητα του περιεχομένου της τροπολογίας, για το οποίο άλλωστε οι στενοί συνεργάτες του Κυριάκου Μητσοτάκη είχαν γνώση.
Οι ίδιες πηγές του στενού πρωθυπουργικού επιτελείου ρωτήθηκαν ως προς το αν επρόκειτο είτε να τροποποιηθεί το περιεχόμενο της ρύθμισης προκειμένου να μετριαστούν οι αντιδράσεις είτε να τεθεί θέμα κομματικής πειθαρχίας, εν όψει της ψηφοφορίας επί της τροπολογίας. Ηταν ενδεικτικό της ενόχλησης του Μεγάρου Μαξίμου για τις αντιδράσεις, ότι το βράδυ της Παρασκευής δεν υπήρχε απάντηση στα δύο ερωτήματα.
Τα πολιτικά επίδικα
Εν αναμονή της εξέλιξης της πρώτης αυτής δυνάμει ενδοκυβερνητικής κρίσης, ο Κυριάκος Μητσοτάκης αναμενόταν να επιστρέψει από τις Βρυξέλλες, να σταθμίσει τις παραμέτρους και να λάβει τις αποφάσεις του εν όψει μιας ψηφοφορίας η οποία έως και τις τελευταίες ώρες δεν προμηνυόταν κρίσιμη.
Τα πολιτικά επίδικα ήταν προφανή. Αν στο διάστημα των λίγων ωρών που μεσολαβούν έως τη συζήτηση και ψήφιση του νομοσχεδίου του υπουργείου Εργασίας ο Πρωθυπουργός υποχωρήσει στις αντιδράσεις και πιέσεις του Αντώνη Σαμαρά, αυτομάτως θα κινδυνεύσει να καταστεί όμηρος των πάσης φύσεων αντιδρώντων στο εσωτερικό της ΝΔ, είτε για ιδεολογικούς είτε για άλλους λόγους.
Αν, αντιθέτως, αποφασίσει να προχωρήσει και να φέρει προς ψήφιση την τροπολογία του υπουργού Μεταναστευτικής Πολιτικής και Ασύλου Δημήτρη Καιρίδη όπως κατατέθηκε, θα διακινδυνεύσει να ανοίξει ένα μέτωπο διαρκείας με τους διαφωνούντες, το οποίο πιθανώς να κρύβει και άλλες παρενέργειες.
Μία από τις ορατές θα είναι η επανεξέταση με βάση νέες παραμέτρους νομοθετικών πρωτοβουλιών της κυβέρνησης, όπως ο γάμος των ομόφυλων ζευγαριών, με το συνακόλουθο δικαίωμα της τεκνοθεσίας. Επ’ αυτού έχει ήδη τοποθετηθεί αρνητικά ο Αντώνης Σαμαράς και πιθανολογείται ότι με βάση τις τελευταίες εξελίξεις το θέμα θα αποτελέσει ένα ακόμη πεδίο εσωτερικής έντασης για την κυβέρνηση.