Παίζοντας σταθερά χωρίς αντίπαλο ως προς το επίδικο της κυβερνησιμότητας τα τελευταία πέντε χρόνια, η ΝΔ και ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχαν κατά κύριο λόγο να αντιμετωπίσουν τον (δημοσκοπικό) εαυτό τους, με τις ανάλογες διακυμάνσεις των ποσοστών τους να εξαρτώνται κατά βάση από τη συγκυρία.
Σε όλες τις μέχρι στιγμής μεγάλες κρίσεις (υποκλοπές, δυστύχημα Τεμπών, διερεύνηση του δυστυχήματος, ψήφιση γάμου ομοφύλων), παρουσιαζόταν το ιδιότυπο πολιτικό φαινόμενο της περιόδου: Τα ποσοστά της κυβέρνησης υποχωρούσαν, δίχως όμως να επωφελείται από αυτό κάποιο από τα κόμματα της αντιπολίτευσης, με μοναδική εξαίρεση εσχάτως την ενίσχυση των κομμάτων της Ακροδεξιάς.
Ιστορικά, οι μεγαλύτερες δημοσκοπικές υποχωρήσεις της κυβέρνησης καταγράφηκαν αμέσως μετά το δυστύχημα των Τεμπών, στις έρευνες του Μαρτίου 2023 και προσφάτως, ακριβώς έναν χρόνο αργότερα, εξαιτίας ενός συνδυασμού παραμέτρων, όπως η κωλυσιεργία στη διερεύνηση του δυστυχήματος, η δυσαρέσκεια από την πολιτική διαχείριση του γάμου των ομόφυλων ζευγαριών και η συνεχιζόμενη ακρίβεια.
Είχε προηγηθεί μια μικρότερης κλίμακας δημοσκοπική κάμψη λόγω του σκανδάλου των υποκλοπών, όμως και σε εκείνη την περίπτωση η δυσαρέσκεια για την κυβέρνηση δεν προκάλεσε οφέλη για την αντιπολίτευση.
Καλύπτει τις απώλειες
Κατά τις περιόδους αυτές της δημοσκοπικής εξασθένησης, τα ποσοστά της ΝΔ στην πρόθεση ψήφου είχαν παρουσιάσει μία υποχώρηση της τάξης των τεσσάρων μονάδων μεταξύ Φεβρουαρίου και Μαρτίου 2023 (από τη σφαίρα του 30% στα επίπεδα του 26%) και μία αντίστοιχης έκτασης μείωση μεταξύ Φεβρουαρίου και Μαρτίου 2024 (από το 28,5% στο 24,6%, με βάση τις έρευνες της Metron Analysis, αλλά με την τάση να εμφανίζεται παρόμοια σε όλες τις υπόλοιπες δημοσκοπήσεις).
Σήμερα η κυβέρνηση βρίσκεται σε μια ανάλογη θέση και δείχνει να καλύπτει τις απώλειες των προηγούμενων μηνών όσο πλησιάζει η ημερομηνία της κάλπης, με τα ποσοστά της μετά τις αναγωγές να πλησιάζουν τον πήχη του 33%, τον οποίο έθεσε τις προηγούμενες ημέρες ο Πρωθυπουργός ως μέτρο επιτυχίας στις ευρωεκλογές της 9ης Ιουνίου.
Συγκοινωνούντα (και μη) δοχεία
Το πολιτικό και δημοσκοπικό φαινόμενο των τελευταίων ετών έχει πλέον ένα στοιχείο ιδιόμορφης κανονικότητας. Κατά περιόδους η κυβέρνηση υποχωρεί, η αντιπολίτευση παραμένει στάσιμη και οι βασικές μεταβολές παρατηρούνται στις αυξομειώσεις των ποσοστών μεταξύ ΝΔ και της λεγόμενης «γκρίζας ζώνης» και μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ – ΠαΣοΚ, δίχως να συνεπάγονται αυτές και απευθείας μετακινήσεις.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των δημοσκόπων και των πολιτικών στελεχών της κυβέρνησης τα οποία αναλύουν και αξιολογούν τις έρευνες της κοινής γνώμης, το κλειδί όλων των δημοσκοπήσεων της προηγούμενης πενταετίας έως και σήμερα είναι οι μετακινήσεις και οι «επιστροφές» προς και από τη δεξαμενή της αδιευκρίνιστης ψήφου.
Εκεί εντοπίζονται κατά κύριο λόγο οι διαρροές από τα ποσοστά της κυβέρνησης, σε όποιον λόγο και αν οφείλονται, από εκεί φαίνεται να αντλεί κάποια δυναμική η άκρα Δεξιά (και σε μικρότερο βαθμό μέσω απευθείας μετακινήσεων από τη ΝΔ).
Την ίδια στιγμή και με διαπιστωμένη τη στασιμότητα του ΠαΣοΚ, η ανάκαμψη του ΣΥΡΙΖΑ δείχνει να βασίζεται εν μέρει σε κάποιους αρχικά απογοητευμένους, οι οποίοι «κατέφυγαν» στην γκρίζα ζώνη και κατά μείζονα λόγο στην ενεργοποίηση κοινών, τα οποία δεν συμμετείχαν στην πολιτική και εκλογική δραστηριότητα τα προηγούμενα χρόνια.
Η αδιευκρίνιστη ψήφος
Η περίοδος της μεγαλύτερης δημοσκοπικής υποχώρησης της κυβέρνησης, κατά σχεδόν πέντε μονάδες στις αρχές του 2024, είχε συμπέσει με τη μεγαλύτερη αύξηση της αδιευκρίνιστης ψήφου, που είχε φτάσει στα επίπεδα του 15%.
Τα στοιχεία στα οποία εφιστούσαν την προσοχή πολιτικοί και δημοσκοπικοί αναλυτές εκείνη την περίοδο ήταν:
α) Οτι σε ερευνητικό επίπεδο οι ευρωεκλογές και ειδικά όσο απέχουν από τις εθνικές κάλπες και δεν συνοδεύονται από κάποια σοβαρή πολιτική διακύβευση, παρουσιάζουν μια ιδιαιτερότητα: Μεθοδολογικά δεν είναι ασφαλής σε αυτή την περίπτωση η αναγωγή των ποσοστών των αναποφάσιστων για την αξιόπιστη εκτίμηση αποτελέσματος.
β) Οτι με την πολιτική ατμόσφαιρα των τελευταίων ετών και την απουσία εναλλακτικών και αξιόπιστων προτάσεων διακυβέρνησης είναι δύσκολο να εκτιμηθεί και να αναλυθεί από πολιτικής άποψης αν και σε ποιον βαθμό η στροφή στην αδιευκρίνιστη ψήφο είναι μία συνειδητή και οριστική επιλογή, η οποία δείχνει περισσότερο την τάση αποστασιοποίησης, είτε διά της αποχής είτε διά της λεγόμενης «κρυφής ψήφου» που δεν εκδηλώνεται στις δημοσκοπήσεις.
Κατά κύριο λόγο, σε αυτά τα δύο στοιχεία φαίνεται ότι έχει επενδύσει από στρατηγική και τακτική άποψη ο Κυριάκος Μητσοτάκης τους τελευταίους μήνες και αφότου χτύπησαν τα «καμπανάκια» της μεγάλης δημοσκοπικής κάμψης του διαστήματος Φεβρουαρίου – Μαρτίου.
Η φύση της προεκλογικής εκστρατείας άλλαξε, ο ίδιος ο Πρωθυπουργός έθεσε εμφατικά πολιτικά διλήμματα, προτάσσοντας την πολιτική σταθερότητα (ή μάλλον την απειλή αστάθειας) και, υπό τον φόβο της εξ ορισμού χαλαρής ψήφου, επιχειρεί κατά προφανή τρόπο να μετατρέψει τις ευρωεκλογές σε μια διαδικασία ιδιαίτερης εθνικής σημασίας.
Η ταυτότητα των αναποφάσιστων
Με τα νέα δεδομένα, η κοινή συνισταμένη των ερευνών της περιόδου φαίνεται να διαμορφώνεται με βάση τα εξής στοιχεία. Η ΝΔ δείχνει μία τάση ανάκαμψης, με τα ποσοστά της να φτάνουν πάνω από το 30% και με ρεαλιστική την προσδοκία να φτάσουν το 33%, που επιδιώκει ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Ταυτόχρονα, η «γκρίζα ζώνη» διαμορφώνεται στο 10% και ο ΣΥΡΙΖΑ δείχνει να κινείται στα επίπεδα του εθνικού του ποσοστού και να κατοχυρώνει τη δεύτερη θέση, ενώ το ΠαΣοΚ σταθεροποιείται επίσης στα εθνικά του ποσοστά, αλλά στην τρίτη θέση.
Τα κρίσιμα στοιχεία ως προς την επαλήθευση αυτής της δημοσκοπικής εικόνας είναι για τη μεν ΝΔ αν θα συνεχίσει να επαναπατρίζει δυσαρεστημένους από τη δεξαμενή της αδιευκρίνιστης ψήφου στο διάστημα του ενός μηνός έως τις ευρωεκλογές, για τον δε ΣΥΡΙΖΑ αν και κατά πόσον η δημοσκοπική σταθερότητα θα μεταφραστεί και σε ψήφο, με δεδομένο ότι τα κοινά στα οποία εμφανώς απευθύνεται πλέον χαρακτηρίζονται από μία μάλλον απολιτική στάση και με ισχυρότερη τάση την αποχή από τις εκλογές.
Ως προς το ΠαΣοΚ και με την υπόθεση εργασίας να ορίζεται από τα ποσοστά των δημοσκοπήσεων, το ζητούμενο είναι αν έχει τον χρόνο ή τον τρόπο να καλύψει ένα δημοσκοπικό χάσμα τεσσάρων-πέντε μονάδων μέσα σε λίγες εβδομάδες.
Το ενδιαφέρον στοιχείο της περιόδου είναι ότι η προσοχή των ερευνητών εστιάζεται στην πολιτική σύνθεση και την κομματική ταυτότητα της δεξαμενής των αναποφάσιστων. Φαίνεται ότι κατά κύριο λόγο πρόκειται για κεντρώους και κεντροαριστερούς, οι οποίοι κατά μείζονα αναλογία έχουν ψηφίσει στο παρελθόν ΝΔ. Το εύρημα αυτό οδηγεί στη βάσιμη εκτίμηση ότι τα εκλογικά στοιχήματα και η επίτευξη των πολιτικών στόχων στις επικείμενες ευρωεκλογές θα κριθούν και πάλι στον χώρο του Κέντρου. Η ιδιαιτερότητα ωστόσο εντοπίζεται στο ότι κατά βάση εκεί κρίνονται τα στοιχήματα της κυβέρνησης και όχι των υπολοίπων.