«Το 2030 η Ελλάδα θα είναι η γηραιότερη χώρα της ΕΕ»: Η εκτίμηση της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας το 2021 για τη χώρα μας είχε προκαλέσει σοκ. Και δυστυχώς, ειδικοί και στοιχεία δεν δίνουν μεγάλα περιθώρια για… ανατροπές.
Η κατάσταση στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια είναι παγιωμένη: Πεθαίνουν περισσότεροι άνθρωποι από όσους γεννιούνται. Σύμφωνα με την Ελληνική Στατιστική Αρχή, το 2022 καταγράφηκαν 76.541 γεννήσεις, και σχεδόν διπλάσιοι θάνατοι. Εάν κανείς ανατρέξει στα επίσημα στοιχεία του… millennium, θα διαπιστώσει ότι τότε ήταν το χρονικό ορόσημο όπου ξεκίνησε το αρνητικό ισοζύγιο, καθώς οι γεννήσεις το 2000 ήταν 103.274 ενώ οι θάνατοι 1.896 περισσότεροι. Πέντε χρόνια νωρίτερα, το 1995, οι γεννήσεις ήταν 1.337 περισσότερες. Μείωση, λοιπόν, κατά 10,3% κατέγραψαν πέρυσι οι γεννήσεις στην Ελλάδα σε σχέση με το 2021 που ήταν 85.346. Τι συμβαίνει, όμως, και οι γεννήσεις στη χώρα μας αποτελούν μια ιστορία στην οποία, αν δεν ληφθούν μέτρα, δεν θα έχει αίσιο τέλος;
Οι επιπτώσεις του κορωνοϊού
Η έλευση του κορωνοϊού εκτιμάται ότι έπαιξε καθοριστικό ρόλο. Οπως επισημαίνει στο «Βήμα» ο διδάκτωρ Δημογραφίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, μεταδιδακτορικός ερευνητής του Ερευνητικού Προγράμματος (ΕΛΙΔΕΚ) «Δημογραφικά Προτάγματα στην Ερευνα και Πρακτική στην Ελλάδα», Γιώργος Κοντογιάννης, η αναβολή των γάμων έφερε και αναβολή της τεκνοποίησης, «μια και η απόκτηση παιδιών είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τον γάμο. Περιμέναμε, λοιπόν, πως το 2021 θα βλέπαμε μείωση, κάτι που όμως δεν συνέβη. Αντίθετα, αυτή η μείωση καταγράφηκε το 2022. Εικάζουμε πως το σφιχτό οικονομικό πλαίσιο των ζευγαριών, ακόμη και ο φόβος του κορωνοϊού, έριξαν πολύ τον αριθμό των γεννήσεων».
Σύμφωνα με τους επιστήμονες, από τους πλέον σημαντικότερους παράγοντες που συμβάλλουν στην πτωτική τάση των γεννήσεων είναι το πλήθος των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας στη χώρα μας. Αυτός μειώνεται και θα συνεχίσει να μειώνεται και τις επόμενες δεκαετίες, εάν δεν υπάρξουν σημαντικές αλλαγές, όπως μια εκ νέου μαζική είσοδος νέων αλλοδαπών.
Τα στοιχεία είναι αμείλικτα: Οι γυναίκες ηλικίας 20-44 ετών από 1,96 εκατομμύρια το 2010 μειώθηκαν σε 1,61 εκατομμύρια το 2021. Ακόμη πιο ανησυχητικό είναι ότι μέσα σε μια οκταετία, σύμφωνα με τον κ. Κοντογιάννη, από το 2014 μέχρι το 2022, ο αριθμός των γυναικών 15-49 ετών – ηλικιακή ομάδα στην οποία περιλαμβάνονται οι γυναίκες σε αναπαραγωγική ηλικία – μειώθηκε κατά 13%!
Η γονιμότητα των γενεών
Παράλληλα, φθίνει και η γονιμότητα των γενεών. Η γονιμότητα των γενεών μετά τον πόλεμο, το 1950-1960, ήταν κοντά στο 2 (μέσος όρος παιδιών που θα γεννήσει μια γυναίκα στη ζωή της). Το 2019, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, ο δείκτης αυτός έπεσε χαμηλά. Για να μπορούμε να μιλάμε για αναπαραγωγή πληθυσμού, θα πρέπει η αναλογία αυτή να φτάσει και πάλι περίπου στα δύο παιδιά ανά γυναίκα. «Δυστυχώς, όμως, ο αριθμός των γεννήσεων είναι εξαιρετικά δύσκολο να αυξηθεί τα επόμενα χρόνια. Η μείωση στις γεννήσεις θα μπορούσε να αντισταθμιστεί σε έναν βαθμό εάν οι νεότερες γενεές αρχίσουν να κάνουν όλο και περισσότερα παιδιά απ’ όσα έκαναν οι γονείς τους και παράλληλα αρχίσουν να τα κάνουν σε όλο και μικρότερη ηλικία» προσθέτει ο κ. Κοντογιάννης.
Η κατάσταση αυτή δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο. Στις περισσότερες χώρες της Νότιας Ευρώπης δεν υπάρχει ευνοϊκό περιβάλλον και υποστηρικτικό πλαίσιο για την οικογένεια. «Αντίθετα, στη Γαλλία», λένε οι επιστήμονες, «αλλά κυρίως στις σκανδιναβικές χώρες το πλαίσιο στήριξης που έχουν δημιουργήσει για τις γυναίκες και την οικογένεια, σε συνδυασμό με το θετικό μεταναστευτικό ισοζύγιο, κρατά σε υψηλά επίπεδα τη γονιμότητα».
Σοφία Ζαχαράκη: Σχέδιο μέσα στο 2024
«Το Δημογραφικό αποτελεί ένα πολυπαραγοντικό ζήτημα, το οποίο απασχολεί μεν τις περισσότερες χώρες του δυτικού κόσμου, ωστόσο και στη χώρα μας με την πάροδο των χρόνων από δευτερεύον υπαρξιακό ζήτημα σταδιακά έχει αναχθεί σε πολιτική προτεραιότητα» λέει η υπουργός Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας στο «Βήμα» Σοφία Ζαχαράκη.
«Εντός του 2024 πρόκειται να εκπονήσουμε ένα αναλυτικό και στοχευμένο Εθνικό Σχέδιο για το Δημογραφικό, με την ενεργή συμμετοχή της Κοινωνίας των Πολιτών και των φορέων της τοπικής αυτοδιοίκησης» προσθέτει.
«Σε ό,τι αφορά τη στήριξη της οικογένειας, στοχεύουμε σε πολιτικές που εμπεριέχουν την εξισορρόπηση της επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής, την παροχή ίσων ευκαιριών σε άνδρες και γυναίκες, όπως και την ενθάρρυνση της απόκτησης παιδιών. Τα μέτρα μας ενδεικτικά αφορούν την ενίσχυση της κάλυψης της παιδικής φροντίδας, τη στήριξη των νέων ζευγαριών στη στέγαση, τη μείωση των ανισοτήτων στην πρόσληψη και επαγγελματική ανέλιξη και την ενίσχυση της εξωσωματικής γονιμοποίησης, όπως και των διαδικασιών υιοθεσίας και αναδοχής» καταλήγει.