Ο Τσόρτσιλ φέρεται να έλεγε ότι «οι μόνες χώρες που δεν χρειάζονται μυστικές υπηρεσίες είναι η Κίνα και η Ελλάδα. Η Κίνα επειδή δεν μιλάει κανείς. Και η Ελλάδα επειδή μιλούν όλοι».

Και για όλα, θα μπορούσα να προσθέσω.

Παρ’ όλα αυτά η Ελλάδα έχει τέτοιες υπηρεσίες – υποθέτω και η Κίνα…

Για τις οποίες έχει ξεσπάσει ένας πραγματικός εσωτερικός πόλεμος με αφορμή τις παρακολουθήσεις.

Να θυμίσω ότι υπόθεση παρακολουθήσεων στο ανώτατο επίπεδο προέδρων, πρωθυπουργών και υπουργών είχαμε τα τελευταία δυο χρόνια στη Γαλλία, στην Ισπανία και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Συνήθως απομακρύνθηκαν οι αρμόδιοι (άσχετο αν ήταν και υπεύθυνοι…), επιλήφθηκε η Δικαιοσύνη και το θέμα έκλεισε εκεί.

Στην Ελλάδα η ακατάσχετη φλυαρία είχε δύο συνέπειες.

Πρώτον, τη μετατροπή των παρακολουθήσεων σε ζήτημα εσωτερικής πολιτικής.

Δεύτερον, ένα σχέδιο αναδιάρθρωσης των σχετικών υπηρεσιών που παρουσίασε η κυβέρνηση.

Για το πρώτο δικαιούται να έχει ο καθένας τη γνώμη του. Στο δεύτερο ο καθένας μπορεί να ασκήσει την κρίση του.

Αλλά ένα πράγμα είναι βέβαιο. Η χώρα δεν μπορεί να μην έχει υπηρεσία πληροφοριών, ούτε να μη θέσει τα τελειότερα τεχνικά μέσα στη διάθεσή της ούτε να μην ενισχύει και να προστατεύει το έργο της.

Είναι ζήτημα εθνικής ασφάλειας.

Προφανώς δεν έχω ψευδαισθήσεις ότι η συζήτηση για το σχέδιο αναδιάρθρωσης μπορεί να πραγματοποιηθεί σε ήρεμο και εποικοδομητικό κλίμα.

Οι μισοί δεν ξέρουν περί τίνος πρόκειται και οι άλλοι μισοί δεν προσπαθούν καν να μάθουν.

Θα πρέπει όμως να αντιληφθούμε πως όσο το πολιτικό σκέλος των παρακολουθήσεων μπορεί να προσφέρει πεδίο αντιπαραθέσεων, το σχέδιο αναδιάρθρωσης των υπηρεσιών αυτών χρειάζεται να μείνει έξω από τέτοιες αντιπαραθέσεις.

Αλλά πώς να γίνει αυτό;

Πάλι ο Τσόρτσιλ ήταν που φέρεται να έλεγε πως «σε κάθε πέντε Ελληνες έχεις δύο πρωθυπουργούς και τρεις αρχηγούς της αντιπολίτευσης».