Από την έναρξη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, στα τέλη του περασμένου Φεβρουαρίου, ο κόσμος, η Ευρώπη και η Ελλάδα βεβαίως βιώνουν το μέγα σοκ της πληθωριστικής έξαρσης.

Ο πληθωρισμός σχεδόν παντού στον κόσμο έπιασε διψήφια ποσοστά και στη χώρα μας ξεπέρασε το 12%, προσεγγίζοντας προηγούμενα (πριν από την έλευση του ευρώ) ρεκόρ, έπειτα από δύο δεκαετίες σταθερότητας των τιμών.

Είχαν προηγηθεί το φθινόπωρο του 2021, με την αναστολή των υγειονομικών μέτρων, τα πρώτα πληθωριστικά κύματα εξαιτίας των διαταραχών που προκάλεσε η πανδημία στη διεθνή εφοδιαστική αλυσίδα, αλλά οι τιμές άρχισαν να απογειώνονται μετά την έναρξη του πολέμου και τη συνειδητοποίηση των πολλαπλών εμποδίων στον εφοδιασμό της Ευρώπης με ρωσικά ενεργειακά αγαθά.

Εκτινάχθηκαν δε στα ύψη το περασμένο καλοκαίρι, όταν κατέστη εμφανής ο ρωσικός εκβιασμός με το φυσικό αέριο και το πετρέλαιο προς τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Στην παρούσα φάση οι τιμές του φυσικού αερίου δείχνουν τάσεις υποχώρησης επειδή γέμισαν οι αποθήκες στην Ευρώπη, αλλά όλοι αναμένουν ότι στη διάρκεια του επερχόμενου χειμώνα θα ζήσουμε το πληθωριστικό «τρενάκι του τρόμου», καθώς οι τιμές θα ανεβοκατεβαίνουν ανάλογα με τη συγκυρία.

Η πρώτη αντίδραση των νομισματικών αρχών στο εμφανισθέν κύμα ακρίβειας ήταν υποτονική, και αυτό επειδή η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αντιμετώπιζε το γεγονός ως αποτέλεσμα των έκτακτων συνθηκών και της ευθείας μεταφοράς εισοδήματος από τους ευρωπαίους καταναλωτές στους ρώσους παραγωγούς ενεργειακών αγαθών. Και όντως η Ευρώπη είδε τις τιμές των ενεργειακών αγαθών και κατ’ επέκταση του εξαρτώμενου ακόμη από τα ορυκτά καύσιμα ηλεκτρικού ρεύματος να πολλαπλασιάζονται και να μεταφέρουν απροσμέτρητο κόστος σε πλήθος αγαθών και υπηρεσιών.

Για την αντιμετώπιση του φαινομένου ανυψώθηκαν τα επιτόκια και ελήφθησαν, κατά περίπτωση, από τις περισσότερες των ευρωπαϊκών χωρών μεμονωμένα μέτρα άμβλυνσης των πληθωριστικών πιέσεων, χωρίς ωστόσο να αντιμετωπισθεί το πρόβλημα και χωρίς να αποφευχθούν οι δευτερογενείς πια επιδράσεις της ανόδου των τιμών.

Στην παρούσα φάση και χωρίς να έχει ελεγχθεί ο ρωσο-ουκρανικός πόλεμος, οι ευρωπαϊκές κοινωνίες και μαζί η δική μας βιώνουν ακριβώς τις δευτερογενείς συνέπειες της πληθωριστικής έκρηξης. Εδώ και καιρό πλέον λειτουργεί μια δυναμική πληθωριστική αλυσίδα που επηρεάζει τους πάντες και τα πάντα. Οι παραγωγοί αγαθών και υπηρεσιών βλέπουν το κόστος τους να αυξάνεται κατά τρόπο ανεξέλεγκτο και αυτοί με τη σειρά τους προβαίνουν σε αυξήσεις πιέζοντας αντιστοίχως τις εμπορικές αλυσίδες, οι οποίες στη συνέχεια μετακυλίουν το υπερβάλλον κόστος στους καταναλωτές. Οι τελευταίοι υφίστανται ευθεία εισοδηματική αφαίμαξη, η οποία δεν αναπληρώνεται καθώς οι αμοιβές δεν αυξάνονται αναλόγως του πληθωριστικού κύματος, με αποτέλεσμα δευτερογενώς να οδηγεί σε έναν δεύτερο υποτιμητικό κύκλο, αυτόν του ελέγχου της καταναλωτικής δαπάνης, που επιδρά δευτερογενώς συνολικά στην οικονομική δραστηριότητα. Εξ αυτής κυρίως της δευτερογενούς επίδρασης και της συνεχούς ανόδου των επιτοκίων οι οικονομίες απειλούνται ήδη με ύφεση, την ένταση και τη διάρκεια της οποίας κανείς, επί του παρόντος τουλάχιστον, δεν μπορεί να υπολογίσει με ακρίβεια.

Οι οικονομολόγοι θεωρούν ότι θα χρειαστεί καιρός για να ξεφύγουν οι οικονομίες από αυτό το εξελισσόμενο πληθωριστικό και το παρεπόμενο υφεσιακό σπιράλ. Οταν ο πληθωρισμός «τρέχει» με διψήφια ποσοστά και οι αμοιβές αυξάνονται με 2,5%-3% τον χρόνο, η αποκατάσταση μιας νέας σχετικής κοινωνικής ισορροπίας θα χρειαστεί τουλάχιστον τρία χρόνια.

Πράγμα που απαιτεί διορθωτικά μέτρα και ενδιάμεσες πολιτικές, ικανές να αμβλύνουν τις πληθωριστικές συνέπειες και να ελέγξουν τις πιθανές κοινωνικές εντάσεις που τέτοια φαινόμενα συνήθως υποθάλπουν.

Και επειδή στο παρόν ευρωπαϊκό περιβάλλον των ελεύθερων και ανοιχτών αγορών δεν χωρούν διατιμήσεις ή πράξεις διοικητικού προσδιορισμού και αγορανομικού ελέγχου των τιμών, θα ήταν χρήσιμο να ελεγχθούν τα ποσοστά κέρδους κάθε παραγωγικού και εμπορικού σταδίου, ώστε τουλάχιστον να περιορισθούν τα φαινόμενα αισχροκέρδειας, που σκανδαλίζουν και ερεθίζουν τους πολίτες.

Η πληθωριστική Λερναία Υδρα επιβάλλεται να ελεγχθεί με κάποιους τρόπους, γιατί αλλιώς οι κοινωνικές και κατ’ επέκταση οι πολιτικές συνέπειες μπορεί να γίνουν απροσμέτρητες.

ΤΟ ΒΗΜΑ