Το θέμα ασφάλειας για το σύνολο των εκθεμάτων του Βρετανικού Μουσείου μετά τη δημοσιοποίηση της κλοπής αρχαιοτήτων από τον φορέα τονίζει η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη μιλώντας στο «Βήμα». Παράλληλα, αναφέρεται σε ενίσχυση του μόνιμου ελληνικού αιτήματος για την επανένωση των Γλυπτών στην Αθήνα, ενώ υπογραμμίζει ότι το υπουργείο παρακολουθεί με μεγάλη προσοχή την εξέλιξη του θέματος.
Σε ποιον βαθμό προβληματίζει το υπουργείο το πρωτοφανές περιστατικό κλοπής αρχαιοτήτων από το Βρετανικό Μουσείο; Πώς θα αντιδράσετε;
«Η απώλεια, η κλοπή, η φθορά αντικειμένων από τις συλλογές ενός μουσείου είναι εξαιρετικά σοβαρό και ιδιαίτερα λυπηρό γεγονός. Οταν μάλιστα αυτό συμβαίνει εκ των έσω, πέρα από την όποια ηθική και ποινική ευθύνη τίθεται μείζον ζήτημα αξιοπιστίας του ίδιου του μουσειακού οργανισμού. Οπως έχω ήδη δηλώσει, το υπουργείο Πολιτισμού παρακολουθεί με μεγάλη προσοχή την εξέλιξη του θέματος».
Γνωρίζει το υπουργείο αν μεταξύ των απολεσθέντων αρχαιοτήτων βρίσκονται και ελληνικές αρχαιότητες; Υπήρξε σχετική επικοινωνία με το Βρετανικό Μουσείο ή τη βρετανική κυβέρνηση;
«Γνωρίζουμε αυτά που έχουν ανακοινωθεί από το ίδιο το μουσείο. Οι έρευνες φαίνεται ότι είναι σε εξέλιξη».
Τίθεται συνολικότερα ζήτημα σχετικά με την ασφάλεια των ελληνικών αρχαιοτήτων που βρίσκονται στις συλλογές του Βρετανικού Μουσείου, ανάμεσα στις οποίες βρίσκονται φυσικά και τα Γλυπτά του Παρθενώνα;
«Οταν συμβαίνουν τέτοια περιστατικά, προφανώς τίθεται θέμα ασφάλειας και ακεραιότητας για το σύνολο των εκθεμάτων του μουσείου. Οσον αφορά ειδικά τα Γλυπτά του Παρθενώνα, ας θυμηθούμε την άκρως προβληματική κατάσταση με τα νερά της βροχής στις αίθουσες έκθεσής τους το 2019 και το 2021, η οποία τεκμηριώνει την εγκατάλειψη του κτιρίου του Βρετανικού Μουσείου. Ομως, στο Βρετανικό Μουσείο τα αριστουργήματα του Φειδία έχουν κακοποιηθεί περισσότερες φορές. Από το 1816 και για έναν περίπου αιώνα παρέμειναν εκτεθειμένα όχι μόνο στην ακραία ατμοσφαιρική ρύπανση του Λονδίνου, αλλά σε μια αίθουσα στην οποία έκαιγαν κάρβουνο σε θερμάστρες χωρίς καμινάδα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το μαύρισμα της επιφάνειάς τους και τη διάβρωσή της.
»Τα Γλυπτά πλύθηκαν με απολύτως ανορθόδοξο τρόπο δύο φορές μετά την εκμάγευσή τους, το 1817 και το 1837, και πολλές ακόμη φορές μέχρι το 1930. Στη δεκαετία 1930 ο λόρδος Duveen χρησιμοποίησε συρμάτινες βούρτσες και χημικά για να απομακρύνει την αρχαία πατίνα, όπως τεκμηρίωσε ο William St Clair σε δύο έργα του. «Η απόξεση της πατίνας συμπαρέσυρε ενίοτε, όπως ήταν αναμενόμενο, στις πλέον ευαίσθητες από άποψη διατήρησης περιοχές και μάζες μαρμάρου, όπως προκύπτει άλλωστε και από τις εμπειρίες των δειγματοληψιών της πατίνας. Συνεπώς η ανωμαλία που προέκυπτε στην επιφάνεια του μαρμάρου από την απόξεσή της, έπρεπε, σύμφωνα πάντα με τις αισθητικές προδιαγραφές, να εξομαλυνθεί. Η εξομάλυνση αυτή επεκτάθηκε για λόγους ομοιομορφίας και στις ακάλυπτες από πατίνα περιοχές. Η εργασία εξομάλυνσης των επιφανειών του πεδίου των αναγλύφων αλλά και των μορφών κορύφωσε την καταστροφή των επιφανειών…
«Σε ορισμένες περιπτώσεις έλαβε υπερβολικές διαστάσεις. Ορισμένες από τις μετόπες συνιστούν ακραία παραδείγματα αυτής της επέμβασης, όπου η απομειωμένη από τη λείανση επιφάνεια είτε της πλάκας του αναγλύφου είτε των μορφών είναι όχι μόνο μακροσκοπικά ορατή αλλά ενίοτε και μετρήσιμη», σύμφωνα με το πόρισμα των ελλήνων επιστημόνων που το 1999, ύστερα από διαπραγμάτευση του ΥΠΠΟ με το Βρετανικό Μουσείο, εξέτασαν τα Γλυπτά».
Το πρωτοφανές αυτό περιστατικό ενισχύει την ελληνική θέση για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα; Θα χρησιμοποιηθεί ως επιχείρημα;
«Ολα αυτά που μόλις προανέφερα ενισχύουν το μόνιμο και δίκαιο αίτημα της χώρας μας για την οριστική επιστροφή και την επανένωση των Γλυπτών στην Αθήνα, στο Μουσείο Ακρόπολης».