Αν και θεσπισμένη εδώ και 30 χρόνια η αναδοχή ουδέποτε προχώρησε στην πράξη στην Ελλάδα. Γίνονται περίπου τριάντα αναδοχές τον χρόνο, όμως πάνω από το 80% είναι συγκεκαλυμμένες υιοθεσίες, τρόπος να πάρουν παιδιά σπίτι τους θετοί γονείς επειδή «τα δικαστήρια της υιοθεσίας αργούν».
Αυτό δεν οφείλεται σε κάποια ιδιαιτερότητα της ελληνικής οικογένειας ή κουλτούρας. Στη γειτονική Κύπρο εδώ και δεκαετίες δεν υπάρχουν ιδρύματα παιδικής φιλοξενίας και όσα παιδιά χρειάζεται για την ασφάλειά τους να απομακρυνθούν από τους γονείς τους ή βρίσκονται χωρίς κάποιους να τα φροντίσουν, τοποθετούνται σε ανάδοχες οικογένειες.
Διαβάστε επίσης:
Η αναδοχή έχει κι αυτή τα προβλήματά της, όπως κάθε κοινωνικός θεσμός και χωρίς κατάλληλη υποστήριξη και εποπτεία από ένα δίκτυο κοινωνικών υπηρεσιών αυτά είναι μεγαλύτερα. Ομως, ο κίνδυνος για ένα παιδί σε μια ανάδοχη τοποθέτηση είναι πολύ μικρότερος από ό,τι στο καλύτερο ίδρυμα.
Γιατί λοιπόν δεν προχωράει στην Ελλάδα η αναδοχή;
Κατ’ αρχάς γιατί η Πολιτεία και αρκετοί φορείς του χώρου της παιδικής προστασίας επιμένουν ότι χρειάζονται ίδιες προϋποθέσεις, διαδικασίες και αρμοδιότητες σε αναδοχή και υιοθεσία, π.χ., σχεδόν ίδια όρια ηλικίας, ή προϋποθέσεις ταιριάσματος και στην αναδοχή, ενώ επιτρέπεται ένα ζευγάρι ή ένας μονογονέας να κάνει ταυτόχρονα αίτηση για αναδοχή και υιοθεσία. Επίσης, πρώτα τοποθετούμε ένα παιδί σε ίδρυμα και μετά να προσπαθούμε να το αποϊδρυματοποιήσουμε μετακινώντας το σε ανάδοχη ή θετή οικογένεια,
Ομως, η αναδοχή δεν είναι υιοθεσία· η αναδοχή είναι εναλλακτική της τοποθέτησης ενός παιδιού σε ένα ίδρυμα. Οσο ελέγχεται το «ταίριασμα» ενός παιδιού με ένα ίδρυμα, τόσο πρέπει να ελεγχθεί σε μια ανάδοχη οικογένεια, ιδιαίτερα στις επείγουσες περιστάσεις απομάκρυνσης παιδιών από τις οικογένειές τους. Το προφίλ των αναδόχων και των θετών γονέων διεθνώς διαφέρει, με τους αναδόχους ως επί το πλείστον να έχουν και δικά τους βιολογικά παιδιά. Το βάφτισμα των υιοθεσιών ως αναδοχών πρέπει να σταματήσει, να καταστούν αμοιβαία αποκλειόμενες οι αιτήσεις αναδοχής και υιοθεσίας, να καθιερωθεί η επαγγελματική αναδοχή ως κατεξοχήν μορφή επείγουσας τοποθέτησης παιδιών και να καθιερωθούν πρωτόκολλα που δεν θα αποκλείουν τις βιολογικές οικογένειες των παιδιών από την επικοινωνία μαζί τους όσο αυτά βρίσκονται σε αναδοχή.
Σήμερα ανεύρεση, εκπαίδευση, εποπτεία, υποστήριξη και παρακολούθησή αναδόχων έχουν κατά Νόμο δικαίωμα να κάνουν λιγότεροι από 80 κοινωνικοί λειτουργοί σε όλη τη χώρα, κάτω από το 10% του συνόλου. Σε επανειλημμένες υπομνήσεις πως με τόσο συγκεντρωτική αρμοδιότητα δεν θα επεκταθεί ο θεσμός, οι μέχρι σήμερα πολιτικές ηγεσίες κώφευσαν. Ας ελπίσουμε να αλλάξουν γνώμη…
Ο κ. Γιώργος Νικολαΐδης είναι ψυχίατρος, διευθυντής Ψυχικής Υγείας του Ινστιτούτου Υγείας Παιδιού.