Να μην είμαστε γκρινιάρηδες: η Ευρώπη με το Ταμείο Ανάκαμψης έκανε ένα μεγάλο βήμα.
Να μην είμαστε ούτε μίζεροι: η Ελλάδα βγαίνει πολλαπλά κερδισμένη από το βήμα αυτό.
Δεν είναι μόνο τα 33,4 δισ. από τα 750 δισ. του νεοσύστατου Ταμείου που της αναλογούν – τη σημασία των οποίων φυσικά δεν υποτιμώ: είναι το μεγαλύτερο οικονομικό πακέτο που διατέθηκε ποτέ στη χώρα μας και γίνεται ακόμη πιο εντυπωσιακό αν συνυπολογιστούν και οι υπόλοιποι κοινοτικοί πόροι για το διάστημα 2021-2027.
Κυρίως είναι ότι δρομολογήθηκαν διαδικασίες εμβάθυνσης της Ενωσης που ευνοούν τις μικρές χώρες σαν τη δική μας και δεν μπορούν παρά να χαροποιήσουν τους οπαδούς της ευρωπαϊκής ιδέας.
Ο Κ. Μητσοτάκης και η κυβέρνησή του έχουν προφανώς την τύχη να επωφεληθούν από τη διαχείριση αυτού του εντυπωσιακού πακέτου. Το οποίο όμως δεν θα εξαντληθεί στη συνταγματική θητεία τους και συνεπώς θα επηρεάσει μακρόχρονα την εθνική πραγματικότητα.
Μόνο από το Ταμείο Ανάκαμψης θα εισρεύσουν πόροι που φτάνουν στο 17,8% του σημερινού ΑΕΠ. Ποσά που μπορούν όχι μόνο να αντιμετωπίσουν την ύφεση από τον κορωνοϊό αλλά και να αλλάξουν την Ελλάδα.
Η εξέλιξη αυτή δεν ήταν δεδομένη. Χρειάστηκε η δημιουργία ενός πόλου πίεσης μέσα στην Ευρωπαϊκή Ενωση στον οποίο μετείχαν η Γαλλία, η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Ιταλία, το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο, η Ιρλανδία, η Σλοβενία και φυσικά η Ελλάδα.
Χρειάστηκε η παρέμβαση της Κριστίν Λαγκάρντ. Χρειάστηκε η κοινή πρωτοβουλία Μέρκελ και Μακρόν. Χρειάστηκε η ρητή υποστήριξη του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Χρειάστηκε ο εποικοδομητικός ρόλος της Κομισιόν.
Αλλά και πάλι φαίνεται ότι ελάχιστοι έδιναν βάση στις επαναλαμβανόμενες εκτιμήσεις του Πάολο Τζεντιλόνι (του επιτρόπου Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων) ότι η παρέμβαση θα είναι και μεγάλη και καινοτόμος.
Ακόμη και το Μέγαρο Μαξίμου κράτησε χαμηλά τους τόνους και τις προσδοκίες, παρ’ όλο που τις δύο τελευταίες εβδομάδες είχε αρχίσει να σχηματίζει εικόνα για το περιεχόμενο της πρότασης.
Αντιθέτως, η αντιπολίτευση έπεσε κυριολεκτικά από τα σύννεφα. Ο αιφνιδιασμός ήταν τέτοιος που ο μεν Αλ. Τσίπρας είχε επιλέξει δύο 24ωρα πριν από τις ανακοινώσεις της Κομισιόν να παρουσιάσει στο Ζάππειο το πρόγραμμα «Μένουμε Ορθιοι 2» θεωρώντας (υποθέτω) ότι οι ανακοινώσεις θα αποδειχθούν άνευ ιδιαίτερης σημασίας.
Ενώ η Φώφη Γεννηματά δήλωνε για τον Πρωθυπουργό την Τετάρτη στην Πολιτική Γραμματεία του ΚΙΝΑΛ ότι «είναι σχεδόν απόλυτη η απουσία από τις κρίσιμες ευρωπαϊκές εξελίξεις που θα κρίνουν το μέλλον μας», ακριβώς δηλαδή τη στιγμή που η πρόεδρος της Επιτροπής ανακοίνωνε ότι η Ελλάδα θα πάρει το 3ο μεγαλύτερο πακέτο οικονομικής ενίσχυσης από το Ταμείο Ανάκαμψης.
Το ευχάριστο είναι ότι μετά την πρόταση της Επιτροπής διόρθωσαν και οι δύο τη στόχευσή τους αναγνωρίζοντας τον θετικό χαρακτήρα των εξελίξεων – πιο ανοιχτόκαρδα το ΚΙΝΑΛ, πιο συγκρατημένα ο ΣΥΡΙΖΑ…
Τα ερωτήματα φυσικά δεν έχουν απαντηθεί όλα. Απομένει κατ’ αρχήν η πρόταση της Επιτροπής να γίνει απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Απομένει επίσης να διευκρινιστούν περαιτέρω οι διαδικασίες, να «στηθεί» το Ταμείο, να προχωρήσει στον δανεισμό των 750 δισ., να συγκεκριμενοποιηθεί το χρονοδιάγραμμα κ.λπ.
Ηδη αναφέρεται ως ημερομηνία έναρξης των χρηματοδοτήσεων η 1/1/2021, αλλά δεν αποκλείεται κάποια ποσά να εκταμιευτούν νωρίτερα.
Ούτως ή άλλως, το βήμα που έγινε για την Ευρώπη είναι μεγάλο και θα το μνημονεύουμε για πολλά χρόνια.
Απομένει να δούμε πώς θα επηρεάσει τις άμεσες οικονομικές εξελίξεις που προμηνύονται δυσμενείς. Και με ποιον τρόπο θα αξιοποιηθεί από την κυβέρνηση στην εσωτερική πολιτική σκηνή.
Το βέβαιο είναι ότι ο Μητσοτάκης δεν θα το αφήσει ανεκμετάλλευτο.
Εθνικό κατόρθωμα
Ο Τσιόδρας μαζί με τον Χαρδαλιά μας συντρόφευσαν, μας ενημέρωσαν, μας προστάτευσαν και μας συμβούλευσαν καθημερινά σε μια δύσκολη περίοδο.
Δεν μου αρέσει να μιλάω στο όνομα άλλων αλλά δεν κινδυνεύω να διαψευστώ αν θεωρήσω ότι είμαστε ευγνώμονες για την προσφορά τους.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η υγειονομική επιτυχία της χώρας στην επιδημία του κορωνοϊού είναι ένα κατόρθωμα συλλογικό και εθνικό.
Πολλοί έβαλαν το λιθαράκι τους. Και ακόμη περισσότεροι το αναγνώρισαν – πλην των αναπόφευκτων ηλιθίων Λακεδαιμονίων…
Ο Τσιόδρας και ο Χαρδαλιάς όμως προσωποποίησαν αυτή την επιτυχία και είναι δίκαιο να τους το αναγνωρίσουμε.
Εύχομαι απλώς να μη χρειαστεί να τους ξαναδούμε στις τηλεοράσεις μας.
Αριστερή αυτοσυντήρηση
Ουδέν κακόν αμιγές καλού. Η ανόητη φασαρία της τελευταίας εβδομάδας για κάποια υποτιθέμενη «εισβολή Τούρκων» στον Εβρο είχε ένα καλοδεχούμενο αποτέλεσμα: τη διακρίβωση μιας ευρύτερης εθνικής συναίνεσης.
Κυβέρνηση και αντιπολίτευση φαίνεται να συμφωνούν πλέον στην ανάγκη ασφαλούς φύλαξης των συνόρων, στον αυστηρό έλεγχο των μεταναστευτικών ροών και στην ολοκλήρωση της κατασκευής του φράχτη.
Αυτή η συναίνεση δεν ήταν αυτονόητη.
Οφείλεται στην ουσιαστική μετατόπιση της Αριστεράς του ΣΥΡΙΖΑ από μια αντίληψη «ανοιχτών συνόρων», προσφυγικής αγαθοσύνης και φιλομεταναστευτικού κινηματισμού σε μια πολιτική εθνικής ασφάλειας, την οποία είχαν ήδη υιοθετήσει η ΝΔ και το ΚΙΝΑΛ.
Είναι μια μετατόπιση που ξεκίνησε με την τηλεοπτική παραδοχή του αρχηγού της αντιπολίτευσης ότι καλά έκανε η κυβέρνηση και έκλεισε τα σύνορα στην πρώτη κρίση του Εβρου (Μάρτιος 2020).
Ισως μάλιστα να αποδεικνυόταν περισσότερο επωφελής αν ο ΣΥΡΙΖΑ είχε χρησιμοποιήσει τα τεσσεράμισι χρόνια της διακυβέρνησής του για να ολοκληρώσει την κατασκευή του φράχτη.
Πού οφείλεται η μετατόπιση;
Πρώτον, στην εύλογη αναγνώριση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να απευθυνθεί στην ευρεία πλειονότητα του ελληνικού λαού και όχι μόνο σε ΜΚΟ «αλληλέγγυων» για πρόσφυγες.
Δεύτερον, στη συνειδητοποίηση της φύσης του καθεστώτος Ερντογάν και των κινδύνων που εγκυμονεί.
Τρίτον, στην κατανόηση ότι το Μεταναστευτικό/Προσφυγικό δεν είναι μόνο ένα ανθρωπιστικό ζήτημα αλλά ένα όπλο πίεσης στα χέρια της Τουρκίας το οποίο πρέπει να εξουδετερωθεί.
Νομίζω ότι το κρίσιμο σημείο ήταν η κρίση του Μαρτίου.
Τότε η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ συνειδητοποίησε ότι πρέπει να ξεφύγει από τα στερεότυπα των «δικαιωματιστών» και να ενσωματωθεί στο ευρύτερο ακροατήριο.
Δεν είναι απλό. Υπάρχουν ακόμη φωνές στην Αριστερά (Α. Λιάκος, Δ. Χριστόπουλος κ.λπ.) που θεωρούν ότι το Μεταναστευτικό όχι μόνο δεν είναι πρόβλημα αλλά αποτελεί μια λύση.
Οι αποκλίνουσες αυτές απόψεις αποδεικνύονται όμως μειοψηφικές μέσα στον πολιτικό τους χώρο όταν εκείνος αντιλαμβάνεται ότι η πολιτική των λεγόμενων «ανοιχτών συνόρων» είναι βαθιά μειοψηφική στην ελληνική κοινωνία.
Με άλλα λόγια, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται ότι αντέδρασε στον κίνδυνο αυτο-εγκλωβισμού της σε μια πολιτική απομόνωση.
Ορισμένοι ίσως ισχυριστούν ότι δεν πρόκειται για πραγματική ιδεολογική μεταβολή αλλά για ένστικτο αυτοσυντήρησης.
Κανένα πρόβλημα. Η αυτοσυντήρηση είναι συνήθως το μεγαλύτερο σχολείο της πολιτικής.