Τολμώ να εικάσω ότι από 1ης Ιανουαρίου μπαίνουμε αισίως σε μια εκλογική χρονιά.

Για τέσσερις λόγους.

Πρώτον, επειδή η πανδημία (κατά τις προβλέψεις των ειδικών) θα έχει ελεγχθεί έως την άνοιξη ή πάντως μέσα στο α΄ εξάμηνο του έτους.

Κανείς δεν ξέρει αν οι εκτιμήσεις τους θα αποδειχθούν αληθινές (ούτε τη μετάλλαξη Δέλτα ούτε τη μετάλλαξη Ομικρον είχαν άλλωστε υπολογίσει…), αλλά αυτές έχουμε και με αυτές θα πρέπει να ζήσουμε προς το παρόν.

Λογικά η κυβέρνηση θα βρεθεί ελεύθερη και σε ευνοϊκή θέση να κάνει εκλογές μόλις οριστικοποιηθεί η υγειονομική κατάσταση.

Δεύτερον, επειδή η κατάσταση της οικονομίας αποδεικνύεται ανθεκτικά θετική.

Ολα δείχνουν ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση αποκλείεται να έχει καταλήξει στους νέους κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας πριν το 2023. Ενώ η Κριστίν Λαγκάρντ ανακοίνωσε ότι η ΕΚΤ θα συνεχίσει να στηρίζει τα ελληνικά ομόλογα και μετά τον προσεχή Μάρτιο.

Συνεπώς η κυβέρνηση θα έχει ελεύθερα τα χέρια της και για όλη την επόμενη χρονιά, πλεονέκτημα εξαιρετικά χρήσιμο σε περίοδο εκλογών.

Τρίτον, επειδή με απώτερο συνταγματικό όριο τον Ιούλιο 2023 η κυβέρνηση κινδυνεύει να οδηγηθεί σε μια παρατεταμένη προεκλογική περίοδο ακυβερνησίας, αν δεν κλείσει το εκλογικό κεφάλαιο τουλάχιστον έως το τέλος 2022.

Αλλωστε κανείς δεν θα την κατηγορήσει σοβαρά ότι επιτάχυνε τις εκλογικές διαδικασίες για επτά ή οκτώ μήνες πριν το απώτατο συνταγματικό όριο της θητείας της.

Τέταρτον, η κυβέρνηση δεν χρειάζεται απλώς ένα «παράθυρο» τεσσάρων εβδομάδων για τις εκλογές, όπως μετρούσαμε έως τώρα.

Στην πραγματικότητα και λόγω των «διπλών εκλογών» της απλής αναλογικής, χρειάζεται σχεδόν το διπλάσιο χρονικό διάστημα έως ότου σταθεροποιηθεί η μετεκλογική κατάσταση και επανέλθει η χώρα σε κατάσταση κυβερνησιμότητας.

Υπάρχει όμως και ένας πέμπτος λόγος, ελαφρώς ανομολόγητος.

Ολοι αντιλαμβάνονται (ό,τι κι αν λένε…) τη σημερινή κυριαρχία της κυβερνητικής παράταξης και το σοβαρό εκλογικό προβάδισμα που έχει οικοδομήσει. Θεωρητικά, δύσκολα θα χάσει.

Κανείς όμως δεν μπορεί να προεξοφλήσει ή να διασφαλίσει τη διάρκεια ή την ανθεκτικότητα αυτής της κυριαρχίας. Προφανώς δεν μπορεί να ανατραπεί σε λίγους μήνες αλλά όσο παρατείνεται η εκλογική περίοδος τόσο εμπλουτίζεται με στοιχεία αβεβαιότητας.

Τι μπορεί να ανατρέψει αυτόν τον εύλογο πολιτικό προγραμματισμό;

Κατ’ αρχάς τα απρόβλεπτα γεγονότα. Θυμίζω (πρόσφατο παράδειγμα) ότι ο Τσίπρας σχεδίαζε να κάνει εκλογές τον Σεπτέμβριο-Οκτώβριο 2018, μετά την «έξοδο από το Μνημόνιο», αλλά του προέκυψε το Μάτι.

Και η περίοδος έως το φθινόπωρο 2022 μπορεί να περιέχει πολλά τέτοια γεγονότα, ιδίως αν (όπως προβλέπει μισοαστεία – μισοσοβαρά παράγων της αντιπολίτευσης) «το καλοκαίρι καούν και τα παρτέρια του Μαξίμου».

Κυρίως όμως μπορεί να τον ανατρέψει ο κλονισμός της κυβερνητικής κυριαρχίας. Λογικό. Το εκλογικό αποτέλεσμα θα παραμένει προεξοφλημένο όσο ο Πρωθυπουργός και η παράταξή του δείχνουν να μην απειλούνται από κανέναν.

Αυτή τη βεβαιότητα επιχειρεί να κλονίσει η αξιωματική αντιπολίτευση, ακόμη και μέσα από την αμφισβήτηση των δημοσκοπήσεων ή την ουρανόπεμπτη επίδειξη πολιτικού θάρρους με το αίτημα Τσίπρα για εκλογές.

Η σκέψη είναι βάσιμη. Δύσκολα όμως εφαρμόζεται στην πράξη. Ακόμη περισσότερο όταν εδώ και δυόμισι χρόνια η αξιωματική αντιπολίτευση δίνει σταθερά την εντύπωση ότι βρίσκεται εκτός παιχνιδιού.

Και πριν κάποιος ανατρέψει την ουσία, θα πρέπει πρώτα να αλλάξει τις εντυπώσεις.

Επέτειοι
Σε λίγες ώρες ολοκληρώνονται τα διακόσια χρόνια από την Επανάσταση του 1821. Μπορεί να μην το γιορτάσαμε όσο θα θέλαμε αλλά μικρό το κακό.
Σε λίγες ώρες θα ακολουθήσουν τα εκατό χρόνια από την Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 και ίσως οι σημερινές περιστάσεις να ταιριάζουν καλύτερα στην περίπτωση.
Αλλωστε έτοιμη έχουμε την επιτροπή. Ετοιμη και τη Γιάννα. Μπορούμε με ευκολία να περάσουμε από τη μία επέτειο στην άλλη.
Μα στη μια κερδίσαμε και στην άλλη χάσαμε, θα μου πείτε. Τι να γιορτάσουμε;
Κανένα πρόβλημα. Και στο Γουέμπλεϊ χάσαμε αλλά παρόλο που φέτος συμπληρώθηκαν πενήντα χρόνια το γιορτάζουμε ακόμη!

Κοπανατζήδες

Το ΠαΣοΚ έβγαλε νέο αρχηγό και είναι κατανοητό να ενδιαφέρονται, να αναρωτιούνται ή να προβληματίζονται πολλοί για την πορεία του.
Καλόπιστα ή κακόπιστα. Εντός κι εκτός ΠαΣοΚ, να το δεχθώ κι αυτό.
Ακόμη και ο πρώην μετακλητός υπάλληλος του Τσίπρα δηλώνει ότι περιμένει «να δούµε τον Ανδρουλάκη» («Αυγή», 26/12). Τι νοιάζει άραγε έναν πρώην κομμουνιστή να δει τον Ανδρουλάκη; Υπηρέτησαν μαζί στην Κομσομόλ ή σπούδασαν παρέα στην Κουτβ;
Ας δεχθούμε όμως πως όλοι, εχθροί και φίλοι, μπορεί να έχουν κάποια προσδοκία ή κάποια προσμονή. Ιδιοτελή ή ανιδιοτελή. Κανείς ποτέ δεν έχασε περιμένοντας.
Αλλά με κάποιες εύλογες εξαιρέσεις. Από τον Αλ. Μητρόπουλο έως τον Ν. Μπίστη γιατί άραγε κόπτονται για το ΠαΣοΚ όσοι εγκατέλειψαν το ΠαΣοΚ και την κοπάνησαν για τον ΣΥΡΙΖΑ;
Τι νοιάζει τους κοπανατζήδες το μικρό κόμμα που εγκατέλειψαν με κάθε βλακώδη πρόφαση (το Μνημόνιο ή τις Πρέσπες) για να τρέξουν στην αγκαλιά του μεγαλύτερου μαγαζιού;
Και πού ξανακούστηκε οι «φευγάτοι» να δίνουν μαθήματα «σωστού ΠαΣοΚ» σε εκείνους που έμειναν;
Μεταξύ μας, νομίζω πως τρεις σκασίλες έχουν για το ΠαΣοΚ. Αυτό που βασικά προσπαθούν είναι μέσα από τον Ανδρουλάκη να δικαιώσουν τη δική τους επιλογή.
Σου λένε: αν ο Ανδρουλάκης φέρει το ΠαΣοΚ στον ΣΥΡΙΖΑ, εμείς δεν θα είμαστε πια κοπανατζήδες ή αποστάτες ή καιροσκόποι, αλλά πρωτοπόροι. Οι οποίοι απλώς έκαναν τη σωστή επιλογή λίγο νωρίτερα από τους άλλους.
Αν θέλετε την γνώμη μου, ο Ανδρουλάκης δεν θα τους κάνει το χατίρι.
Για έναν απλούστατο λόγο: επειδή δεν τον συμφέρει.
Αν ανοίξει την πόρτα στους προηγούμενους κοπανατζήδες, την ανοίγει και στους επόμενους. Οταν η κοµµατική αρπαχτή δεν συνεπάγεται βαριά ηθική καταδίκη, τότε η κοπάνα καθίσταται νομιμοποιημένο πολιτικό προϊόν.
Και υποθέτω πως ο Ανδρουλάκης δεν έχει κανέναν λόγο να μπλέξει σε τέτοια νταραβέρια.
Ιδίως όταν οι κοπανατζήδες δεν έχουν κάτι ιδιαίτερο να του προσφέρουν.