Η Ελλάδα αντιμετωπίζει υπαρξιακή απειλή από μια ισχυρή χώρα περιφερειακού βεληνεκούς, την Τουρκία, η οποία φιλοδοξεί τις επόμενες δεκαετίες να μετατραπεί σε μεγάλη δύναμη παγκόσμιας εμβέλειας. Επιδιώκοντας απροκάλυπτα τη μετατροπή της σε αυτοκρατορία η Τουρκία ασκεί πολιτικές ισχύος που περιλαμβάνουν την εμπλοκή σε μια σειρά πολέμων (Συρία, Ιράκ, Λιβύη και Καύκασος) και την κατάληψη εδαφών σε δύο γειτονικές χώρες (Συρία, Ιράκ), πέραν των Κατεχομένων στην Κύπρο. Ταυτόχρονα διευρύνει την ισχύ της στον Καύκασο και την Κεντρική Ασία εκμεταλλευόμενη το κενό ισχύος που αφήνει η ραγδαία αποδυνάμωση της Ρωσίας στις περιοχές αυτές (βλ. τη γεωπολιτική αναγέννηση του Οργανισμού Τουρκογενών Κρατών.)
Η κλιμάκωση της τουρκικής επιθετικότητας και η προβολή ακραίων διεκδικήσεων είναι εμφανείς ιδιαίτερα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η Τουρκία αμφισβητεί πλέον ανοικτά τον εδαφικό διακανονισμό της Συνθήκης της Λωζάννης, θέτοντας θέματα κυριαρχίας νήσων στο μισό Αιγαίο (δηλ. ανατολικά του 25ου παραλλήλου) καθώς και των δικαιωμάτων που απορρέουν από αυτή την κυριαρχία. Ταυτόχρονα παρεμποδίζει την Ελλάδα και την Κύπρο να εκμεταλλευτούν τα υποθαλάσσια κοιτάσματα υδρογονανθράκων που βρίσκονται στις ΑΟΖ τους, αναπτύσσει το επεκτατικό αφήγημα της «Γαλάζιας Πατρίδας» και ασκεί εκβιαστική διπλωματία απειλώντας με πόλεμο (casus belli, «θα έρθουμε νύχτα»).
Η ελληνική υψηλή στρατηγική καλείται να επιλέξει τρόπους ανάσχεσης αυτής της επιθετικότητας. Θεωρητικώς, η Ελλάδα θα μπορούσε να επιλέξει στρατηγική κατευνασμού προβαίνοντας σε παραχωρήσεις που θα ικανοποιούσαν τις τουρκικές απαιτήσεις. Ομως κάτι τέτοιο αντί να αποθαρρύνει θα ενθάρρυνε την Τουρκία. Πολύ περισσότερο έχει απορρίψει η Ελλάδα τη στρατηγική φινλανδοποίησης, δηλ. πρόσδεσης στο τουρκικό άρμα και τη μεταβολή της χώρας σε δορυφόρο της γείτονος.
Ως μόνη βιώσιμη ελληνική στρατηγική απομένει έτσι η εξισορρόπηση, δηλαδή η αντιμετώπιση των τουρκικών απειλών μέσω της εσωτερικής ενδυνάμωσης και της αναζήτησης συμμαχιών. Τα τελευταία χρόνια, μετά από μια δεκαετία απραξίας, η Ελλάδα έχει επενδύσει σε μια σειρά εξοπλιστικών προγραμμάτων με έμφαση στην εξισορρόπηση της τουρκικής ποσοτικής υπεροχής μέσω τεχνολογικής αντιστάθμισης, όπως για παράδειγμα ο εκσυγχρονισμός των F16, η απόκτηση των Ραφάλ, η δρομολογούμενη απόκτηση των F35, η αγορά υπερσύγχρονων φρεγατών, η επικείμενη προμήθεια κορβέτων. Η εξισορρόπηση δεν σημαίνει συμμετρικό ανταγωνισμό (δηλαδή, ευρώ προς ευρώ και οπλικό σύστημα προς οπλικό σύστημα) για την απόκτηση στρατιωτικών μέσων, γιατί η Ελλάδα, που αντιμετωπίζει οικονομικούς και δημογραφικούς περιορισμούς, είναι αναγκασμένη να προβαίνει σε αποτελεσματική χρήση των πόρων της.
Οσον αφορά την εξωτερική εξισορρόπηση οι προσπάθειες της ελληνικής πλευράς έχουν επικεντρωθεί στην εμβάθυνση στρατηγικών δεσμών με μεγάλες δυνάμεις όπως οι ΗΠΑ και η Γαλλία, οι οποίες είναι σε θέση να παράσχουν αξιόπιστη ασπίδα ασφαλείας στην Ελλάδα. Η εμβάθυνση αυτών των σχέσεων έχει ήδη αποφέρει στην Ελλάδα δύο σημαντικότατες διμερείς αμυντικές συμφωνίες που εμπεριέχουν δεσμεύσεις ή/και ρήτρες αμοιβαίας συνδρομής. Η ενεργοποίηση αυτών των δεσμεύσεων σε περίπτωση ελληνοτουρκικής σύρραξης προφανώς δεν είναι αυτόματη, όμως η συμβολή τους στην αποτροπή επιθετικών ενεργειών είναι δεδομένη, αφού δημιουργούν αβεβαιότητα στην Τουρκία ως προς την πιθανή αντίδραση των δύο αυτών μεγάλων δυνάμεων. Το πιο σημαντικό όμως πλεονέκτημα είναι ότι οι στρατηγικές αυτές συμμαχίες έχουν ανοίξει τον δρόμο για την ενίσχυση των ενόπλων δυνάμεων με ισχυρότατα οπλικά συστήματα υψηλής τεχνολογίας που ανατρέπουν την υφιστάμενη στρατιωτική ισορροπία και καθιστούν την Ελλάδα ικανή να ακυρώσει στην πράξη ενδεχόμενη επιθετική ενέργεια της Τουρκίας. Οι μεγάλες αυτές δυνάμεις δημιουργώντας συνθήκες ποιοτικής υπεροχής των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων έναντι των τουρκικών διασφαλίζουν τη στρατηγική σταθερότητα στην περιοχή χωρίς να χρειάζεται η δική τους εμπλοκή, πράγμα που εξυπηρετεί τα συμφέροντά τους. Με αυτό τον τρόπο τα εξοπλιστικά προγράμματα παίζουν κεντρικό ρόλο στην ελληνική υψηλή στρατηγική και αποτελούν τον πυλώνα της ελληνικής αποτροπής.
Ο κ. Αθανάσιος Πλατιάς είναι καθηγητής Στρατηγικής στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς.