Ολα τα στοιχεία και οι πληροφορίες από τα κομματικά επιτελεία βεβαιώνουν ότι στον δρόμο προς τις κάλπες θα περισσέψουν οι εκπλήξεις και οι πολιτικές μετατοπίσεις. Και αυτό γιατί απλούστατα όλες οι δυνάμεις και άπαντες οι πολιτικοί σχηματισμοί θα θελήσουν να διευρύνουν το εκλογικό τους ακροατήριο, να «μιλήσουν» σε ευρύτερες κοινωνικές ομάδες, να καλύψουν τις πολλές ανάγκες και τις ακόμη περισσότερες αγωνίες της πλειονότητας των πολιτών.
Οι αγωνίες του Μαξίμου και η «αμφίπλευρη διεύρυνση»
Στο κυβερνητικό στρατόπεδο, παρότι επαίρονται για την ασφαλή, όπως λένε, δημοσκοπική υπεροχή, αγωνιούν για την τροπή που θα λάβει ο προεκλογικός αγώνας, για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, για τα προβλήματα και τα αιτήματα που θα επικρατήσουν στον εκλογικό στίβο. Γνωρίζουν άλλωστε ότι οι εκλογές είναι εκλογές και βεβαιότητες δεν υπάρχουν. Αναγνωρίζουν επίσης ότι οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης θα φορτσάρουν, η οξύτητα θα ανέλθει στα ύψη και ιδιαιτέρως θα αναδειχθούν οι διευρυνόμενες τα τελευταία χρόνια κοινωνικές ανισότητες.
Βάσει των παραπάνω στο φιλελεύθερο κέντρο του Μεγάρου Μαξίμου τις τελευταίες ημέρες επικρατεί πυρετός εκλογικών συσκέψεων και αναζητήσεων με στόχο ακριβώς την εξεύρεση επιμέρους πολιτικών και κινήσεων που θα υπηρετούν τις πολλές ανάγκες της προεκλογικής περιόδου και θα καλύπτουν τον πολιτικό στόχο της επιδιωκόμενης «αμφίπλευρης διεύρυνσης», δηλαδή προς τα δεξιά και προς τα αριστερά.
Ο επιτελικός κύκλος του κ. Μητσοτάκη εκτιμά ότι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των αντιπολιτευόμενων κομμάτων, ιδιαιτέρως η «αριστερίστικη έως δογματική προσέγγιση των δημόσιων υποθέσεων» εκ μέρους του κ. Τσίπρα και της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και ο εγκλωβισμός του ΠαΣοΚ σε εκδοχές του λαϊκίστικου παρελθόντος μπορεί όντως να δημιουργούν περιβάλλον έντασης και αμφισβήτησης της νεοδημοκρατικής διακυβέρνησης, αλλά ταυτόχρονα θεωρούν ότι αφήνουν ακάλυπτες ζώνες, επιτρέποντας την επινόηση επιμέρους ελκυστικών μέτρων και πολιτικών, ικανών να διευρύνουν το εκλογικό ακροατήριο για τη διεκδικούσα μια επόμενη καθαρή τετραετία Νέα Δημοκρατία.
Ανώτερα κυβερνητικά στελέχη μιλούν για «στροφή από την ποσότητα στην ποιότητα», για ευρύτερες κοινωνικού περιεχομένου στοχεύσεις που θα «θίγουν τη βουλιμία των κυρίαρχων ελίτ» και «θα δημιουργούν προϋποθέσεις για την άμβλυνση των διευρυνόμενων τα τελευταία χρόνια κοινωνικών ανισοτήτων». Δηλωτική της επερχόμενης προεκλογικής νεοδημοκρατικής μετατόπισης είναι η στάση ανώτερων κυβερνητικών στελεχών απέναντι στις τράπεζες και την «κυνική» – όπως την περιγράφουν – πολιτική κερδοφορίας που ασκούν, αξιοποιώντας στον μέγιστο βαθμό τη συγκυριακή αύξηση των επιτοκίων, χωρίς καμία αίσθηση ευθύνης για τις δοκιμαζόμενες επιχειρήσεις και το πλήθος των πληττόμενων δανειοληπτών. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης αναπολούν τη χαμένη αίσθηση αστικής ευθύνης και επιχειρηματικής ηθικής που χαρακτήριζε την τραπεζική και επιχειρηματική τάξη στις μεταπολεμικές δεκαετίες. Και μιλούν για εκείνο το πνεύμα αναδιανομής και επιβράβευσης συλλογικών προσπαθειών, που σήμερα έχει απολύτως αντικατασταθεί από αδηφάγες άπληστες κυνικές επιχειρηματικές στάσεις και συμπεριφορές της υπερκερδοφορίας και των μπόνους για έναν στενό κύκλο διευθυντικών στελεχών.
Καλύτερα αμειβόμενες και σταθερότερες θέσεις εργασίας
Δεν είναι τυχαίο ότι ο ίδιος ο Πρωθυπουργός, περιγράφοντας τους στόχους της επόμενης τετραετίας, μιλά συνεχώς για καλύτερα αμειβόμενες και σταθερότερες θέσεις εργασίας, για πολιτικές που θα επιτρέπουν τον περιορισμό των παραοικονομικών δραστηριοτήτων, την ένταξη ολοένα και περισσότερων επαγγελματιών στην επίσημη οικονομία, όπως και για την υποστήριξη παραγωγικών δραστηριοτήτων και νεοφυών επιχειρήσεων στην περιφέρεια και στα αστικά κέντρα που μπορούν να απορροφήσουν και να καλοπληρώσουν τις νεότερες τεχνολογικά προηγμένες γενιές και να υποστηρίξουν τη ζωή στην ύπαιθρο χώρα. Γνωρίζουν άλλωστε ότι οι νεοδημοκρατικές δυνάμεις είναι ασθενείς τόσο στην περιφέρεια όσο και στη νεολαία, όπου το φιλελεύθερο μήνυμα και όραμα του κ. Μητσοτάκη δύσκολα περνά ή καλύτερα δεν βρίσκει πολλούς προθύμους να το ασπασθούν και να το υποστηρίξουν.
Ωστόσο, όπως μεταφέρουν στενά συνεργαζόμενοι με τον κ. Μητσοτάκη υπουργοί, οι καιροί έχουν αλλάξει, η Ελλάδα βελτίωσε την ανταγωνιστικότητά της, με μεγάλο κοινωνικό κόστος είναι αλήθεια, και στη συνέχεια στα χρόνια της υπερδεκαετούς οικονομικής κρίσης εν μέσω της υγειονομικής και της επόμενης ενεργειακής και πολεμικής κρίσης «έτρεξε» εξ ανάγκης μεγάλες, μαζικού χαρακτήρα, πολιτικές ψηφιακής αναβάθμισης του κράτους και συνολικά της οικονομίας και ταυτόχρονα εκμεταλλεύθηκε τις ευκαιρίες στροφής παραγωγικής και ενεργειακής αυτονομίας που η Ευρωπαϊκή Ενωση ενίσχυσε και χρηματοδότησε.
Στην επόμενη φάση ο κ. Μητσοτάκης και οι στενότεροι των συνεργατών του πιστεύουν ότι η Ελλάδα μπορεί να εκμεταλλευθεί τη μετατόπιση της παραγωγής προσφοράς από την Ασία και αλλού σε ασφαλέστερες πολιτικά και οικονομικά ζώνες. Πιστεύουν ακράδαντα ότι η πιο ανταγωνιστική και γεωπολιτικά ενισχυμένη Ελλάδα μπορεί να επιτύχει πραγματικό άλμα προόδου και να ενταχθεί κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο στον κύκλο των προηγμένων χωρών της Ευρώπης.
Στη βάση των παραπάνω κυβερνητικά στελέχη, πέραν της σταθερής για αυτούς πολιτικής μείωσης των φόρων, επιμένουν στην ανάγκη υιοθέτησης νέων ποιοτικών ελκυστικών στοχευμένων πολιτικών που θα αντιμετωπίζουν τις σύγχρονες σύνθετες κοινωνικές ανάγκες, οι οποίες κατά την άποψή τους δεν υπηρετούνται από δημοσιονομικά βαριές γενικευμένες, μαζικού χαρακτήρα, επιδοματικές πολιτικές, οι οποίες ασκήθηκαν αναγκαστικά τα προηγούμενα τρία χρόνια, αλλά δεν είναι δημοσιονομικά βιώσιμες, ούτε μπορούν να έχουν διάρκεια στον χρόνο.
Εστίαση στη στέγαση των νέων και στο δημογραφικό
Γι’ αυτό και στρέφονται σε επιμέρους πολιτικές, όπως αυτή της στέγασης των νέων ή της αντιμετώπισης του δεδομένου πια δημογραφικού προβλήματος που ήδη αντιμετωπίζει η χώρα και θα αντιμετωπίσει με μεγαλύτερη ένταση στο άμεσο μέλλον. Απασχολούν εντόνως την κυβέρνηση οι πολλές ελλείψεις εργαζομένων σε πλήθος κλάδων. Πιστεύουν ότι η ανεργία θα υποχωρήσει τάχιστα, υποστηρίζοντας μάλιστα ότι το τρέχον επενδυτικό κύμα, διατηρούμενο στον χρόνο, θα δημιουργεί συνεχώς ολοένα και περισσότερες θέσεις εργασίας, οι περισσότερες των οποίων θα απαιτούν εξειδίκευση και γνώση. Πράγμα που επιβάλλει άλλες πολιτικές τόσο στην εκπαίδευση όσο και στο Μεταναστευτικό και βεβαίως ενίσχυση των κινήτρων για αύξηση των γεννήσεων. Γενικώς η αίσθηση που υπάρχει είναι ότι ο επερχόμενος εκλογικός αγώνας θα είναι πιο σύνθετος και πιο απαιτητικός για όλες τις πολιτικές δυνάμεις. Δεν θα αρκούν υπεραπλουστευμένες υποσχέσεις, ούτε γενικού χαρακτήρα εξαγγελίες, χωρίς όραμα και δεσμεύσεις υποστηριζόμενες από ξεχωριστές, συνεκτικές και εξειδικευμένες πολιτικές. Πράγμα που θα απαιτήσει και από την αντιπολίτευση, μείζονα και ελάσσονα, πιο ολοκληρωμένες πολιτικές, ικανές να αντιπαρατεθούν στα μηνύματα που εκπέμπει και θα εκπέμπει με περισσότερο ένταση προσεχώς ο κ. Μητσοτάκης.
Το σχέδιο και τα κίνητρα για ηλεκτρονικό έλεγχο της οδηγικής συμπεριφοράς
Ενδεικτική και δηλωτική της επεξεργασίας των μέτρων κυβερνητικής στροφής προς την ποιότητα είναι οι επιλογές που γίνονται για την αντιμετώπιση της μάστιγας των οδικών ατυχημάτων που πλήττει ιδιαιτέρως τις νεότερες γενιές. Για την αντιμετώπισή τους η κυβέρνηση αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο καθιέρωσης κινήτρων στους οδηγούς από το κράτος και τις ασφαλιστικές εταιρείες να αποδεχθούν τον ηλεκτρονικό έλεγχο της οδηγικής τους συμπεριφοράς και, αναλόγως της συμμόρφωσης σε συγκεκριμένα στάνταρντ ασφάλειας, να απολαμβάνουν φθηνότερα ασφάλιστρα και μικρότερα τέλη κυκλοφορίας. Η ιδέα είναι να συνδεθούν ηλεκτρονικά τα οχήματα με τις ασφαλιστικές εταιρείες και να παρακολουθείται η τήρηση των κανόνων του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας. Από τη συμμόρφωση θα εξαρτάται το ύψος των ασφαλίστρων και των τελών κυκλοφορίας. Στο Μέγαρο Μαξίμου πιστεύουν ότι τα κίνητρα πρέπει να απευθύνονται στο σύνολο των οδηγών, αλλά το υπουργείο Οικονομικών θεωρεί ότι στον βαθμό που υιοθετηθούν από τους πολίτες, το κόστος θα είναι μεγάλο και θα περιορίσει σημαντικά το έσοδο από τα τέλη κυκλοφορίας. Για τούτο και αντιπροτείνει τα κίνητρα να αφορούν τους νεότερους οδηγούς, μέχρι την ηλικία των 30-35 ετών, όπου και συναντώνται τα περισσότερα ατυχήματα. Βεβαίως τα κυβερνητικά στελέχη αγνοούν ή θέλουν να αγνοούν ότι το μέτρο παραβιάζει την ιδιωτικότητα των οδηγών και η παρουσίασή του συμπίπτει δυστυχώς με το εξελισσόμενο σκάνδαλο των παρακολουθήσεων και το γενικευμένο κλίμα καχυποψίας που μεταφέρει στην κοινωνία. Οπως και να έχει πάντως, συνιστά ένα δείγμα των προεκλογικών αναζητήσεων που επικρατούν στην κυβέρνηση.