Σε παλαιότερο άρθρο του ο γνωστός βρετανός αρθρογράφος Πολ Μέισον είχε γράψει για τον υπουργό Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτο, όταν αποφάσισε ο Αλέξης Τσίπρας να τον ορίσει συντονιστή της «πολιτικής ομάδας διαπραγμάτευσης» με τους εταίρους: «Ο Τσακαλώτος είναι μαρξιστής που συμβιβάζεται με την πραγματικότητα του καπιταλισμού». Ο ίδιος στις συζητήσεις του εμμένει ότι είναι αριστερός και παραμένει βαθύτατα μαρξιστής και, όπως σημείωσε ο Μέισον, «είναι ένας κλασικός μαρξιστής της Νέας Αριστεράς».
Η κυβέρνηση αφήνει
αριστερό αποτύπωμα
Για τον υπουργό Οικονομικών που ανέλαβε βαρύ φορτίο μετά το δημοψήφισμα του 2015 και την ψήφιση του τρίτου μνημονίου, το γεγονός της εξόδου της ελληνικής οικονομίας από τον μνημονιακό λαβύρινθο είναι καθοριστικό για τον ΣΥΡΙΖΑ και την επόμενη μέρα. Κατά κάποιον τρόπο, όπως προκύπτει από τις συζητήσεις που κάνει, αισθάνεται δικαιωμένος από την πολιτική που ακολούθησε και θεωρεί πως η κυβέρνηση αφήνει αριστερό αποτύπωμα στη χώρα.
Τις προηγούμενες ημέρες άρχισε και πάλι ένα «γαϊτανάκι», όπως έχει γίνει πολλές φορές τα τελευταία τριάμισι χρόνια, για το εάν αποστασιοποιείται ή όχι από την κυβερνητική πολιτική. Το γεγονός ότι δεν κατέθεσε ο ίδιος τον πρώτο μεταμνημονιακό προϋπολογισμό συζητήθηκε ακόμα και στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ.
Ο ίδιος αντιμετωπίζει αυτή τη συζήτηση απαξιωτικά και με βρετανικό φλέγμα. Εξάλλου, ούτε και πέρυσι είχε καταθέσει τον προϋπολογισμό. Τον είχε καταθέσει ο αναπληρωτής υπουργός Γιώργος Χουλιαράκης, διότι αυτός είχε κάνει την προεργασία.
Τις τελευταίες ημέρες, εκτός από τις ομιλίες του στη Βουλή επί του προϋπολογισμού, έδωσε μία συνέντευξη στον Ρ/Σ Κόκκινο και μίλησε σε κομματικές εκδηλώσεις του ΣΥΡΙΖΑ Θεσσαλονίκης και Μυτιλήνης, αλλά και σε άλλη μία του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών, παρουσία και του Γιάννη Δραγασάκη.
Ο Ευ. Τσακαλώτος, ως ο κεντρικός πολιτικός παίκτης της ομάδας των «53+», δεν είναι οπαδός των άγονων εσωκομματικών συγκρούσεων και της παραπολιτικής αλλά της πολιτικής σε όλες τις εκφάνσεις της. Γι’ αυτό και αντιπαρέρχεται αυτά τα σχόλια και επικεντρώνεται στην πολιτική, η οποία για τον ίδιο είναι η συζήτηση για την επόμενη μεταμνημονιακή μέρα στην Ελλάδα, αλλά και για το πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον στην Ευρώπη στη σκιά της ανόδου της Ακροδεξιάς.
Με απόλυτα ειλικρινή τρόπο, υποστηρίζει ότι η κυβέρνηση είναι ταξική, όπως ταξικές είναι και οι πολιτικές τις οποίες ακολουθεί. Και πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, όταν το βασικό επιχείρημά του είναι ότι η παρούσα κυβέρνηση είναι αριστερή με αριστερούς πολιτικούς και ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει ένα αριστερό κόμμα. Υπογραμμίζει με ένταση ότι η κυβέρνηση έχει ταξική μεροληψία υπέρ των εργαζομένων, των ανέργων, των αυτοαπασχολουμένων, της μεσαίας τάξης, που δεν έχουν «μπάρμπα στην Κορώνη».
Ο κ. Τσακαλώτος υποστηρίζει ότι η κυβέρνηση μεροληπτεί υπέρ των ασθενέστερων οικονομικά τάξεων, ενώ αρνείται την κριτική περί οικονομικής εξόντωσης της μεσαίας τάξης και προτάσσει σειρά επιχειρημάτων για τη βελτίωση της φορολογικής κατάστασης των ελευθέρων επαγγελματών και άλλων κατηγοριών φορολογουμένων.
Ο προϋπολογισμός που συζητείται στη Βουλή αποτελεί και για τον ίδιο μια δικαίωση, παρά την κριτική που ασκείται στην κυβέρνηση για παροχές και παροχολογία εν όψει των εκλογών. Απόλυτα προσηλωμένος στον κεντρικό του στόχο, απορρίπτει με ένταση την επιχειρηματολογία ότι ακολουθεί και προκρίνει το μοντέλο της «οικονομίας των επιδοματούχων».
Βαθιά πεποίθησή του είναι ότι ο προϋπολογισμός, όπως είπε και στη Βουλή, μειώνει τη λιτότητα και μέτρα ύψους περίπου 910 εκατ. ευρώ επιστρέφουν σε ένα σημαντικό τμήμα της κοινωνίας που σήκωσε μεγάλο βάρος τα χρόνια της κρίσης. Με ιδιαίτερο πάθος υπεραμύνεται στις ιδιωτικές του συζητήσεις, όπως το πράττει και στις δημόσιες παρεμβάσεις του, ότι η ελληνική οικονομία έχει μπει σε τροχιά ανάπτυξης που θα δώσει ώθηση στις παραγωγικές και δημιουργικές δυνάμεις της χώρας. Παράλληλα, αρνείται το επιχείρημα περί προεκλογικού προϋπολογισμού χωρίς στρατηγική, αλλά με στόχο να περιορίσει ο ΣΥΡΙΖΑ τις εκλογικές απώλειες.
Ειδικά για την κατηγορία της αντιπολίτευσης περί παροχών του ΣΥΡΙΖΑ, είναι λάβρος και θεωρεί ότι είναι θράσος να το λένε αυτό, όταν η κυβέρνηση παρέλαβε από τους προηγούμενους το ΑΕΠ μειωμένο κατά 25% και η Ελλάδα παρέμεινε από 1974 μέχρι την κρίση του 2009 η πιο φτωχή από τις πιο φτωχές και η χώρα με τις μεγαλύτερες ανισότητες στην Ευρώπη, παρ’ όλη την ανάπτυξη το 2008.
Μόνιμα μέτρα για
ένα κοινωνικό κράτος
Η θεωρία Τσακαλώτου είναι ότι ουδέποτε οι προηγούμενες κυβερνήσεις ΝΔ και ΠαΣοΚ από το 1974 δεν φρόντισαν να χτίσουν κοινωνικό κράτος, με εξαίρεση το ΕΣΥ, πως ουδέποτε στην Ελλάδα έγινε κάτι για τη στέγαση (σ.σ.: υποστηρίζοντας το επίδομα στέγασης). Επίσης, προτάσσει το αντεπιχείρημα πως ο ΣΥΡΙΖΑ νομοθετεί μόνιμα μέτρα για να οικοδομηθεί ένα κοινωνικό κράτος και αναφέρει σειρά παραδειγμάτων, όπως π.χ. ότι το 2018 δόθηκαν περισσότερα από 200 εκατ. ευρώ για πολιτική για τα παιδιά.
Προφανώς και δεν τα βλέπει όλα ρόδινα και αναφέρεται στην αντιμετώπιση της λιτότητας που κυριαρχεί ως αντίληψη στην Ευρώπη. Υποστηρίζει όμως στις συζητήσεις του ότι υπάρχει σημαντική βελτίωση τους τελευταίους 12-18 μήνες, θεωρεί πως έχουν γίνει θετικά βήματα, υπάρχει επιστροφή της ανάπτυξης και μείωση της λιτότητας σταδιακά, ενώ αναφέρεται στα πολλά αντίμετρα, όπως π.χ. η μείωση του ΕΝΦΙΑ και των ασφαλιστικών εισφορών, η μη περικοπή των συντάξεων, που αποτελεί μια σημαντική νίκη για την κυβέρνηση, και είναι αισιόδοξος για την αντιμετώπιση των «κόκκινων» δανείων», καθώς ο νόμος Κατσέλη – Σταθάκη δεν καταργείται.
Η Σοσιαλδημοκρατία, οι συγκλίσεις και οι διαχωριστικές γραμμές
Το κρίσιμο για τον Ευ. Τσακαλώτο, πέρα από την οικονομία που έχει μπει σε καλό δρόμο, όπως λέει, είναι να επικεντρωθεί η συζήτηση στην πορεία προς τις εκλογές στο προγραμματικό πεδίο. Εξάλλου για τον ίδιο οι διαφορές με τη ΝΔ είναι σαφέστατες, καθώς η ηγεσία της έχει, όπως λέει, ένα καθαρό νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα και αυτό πρέπει να αναδειχθεί.
Για τις εθνικές εκλογές εμφανίζεται αισιόδοξος, παρά την πρωτιά της ΝΔ, καθώς ουδείς γνωρίζει ακόμη τον χρόνο που θα στηθούν οι κάλπες αλλά και τις συνθήκες διεξαγωγής τους. Το βασικό για τον ίδιο είναι στις ευρωεκλογές, τις οποίες θεωρεί ιδιαίτερα κρίσιμες, να αναζητηθούν κοινοί τόποι με δυνάμεις της Σοσιαλδημοκρατίας που αποκηρύσσουν τον νεοφιλελευθερισμό και των Πρασίνων. Και όπως είπε την περασμένη Πέμπτη, μιλώντας στην εκδήλωση του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών για το βιβλίο «Ρεαλιστικές Ουτοπίες» του Ερικ Ολιν Ράιτ, στις ευρωεκλογές υπάρχουν για την Αριστερά τρεις διαχωριστικές γραμμές που είναι: «το κοινωνικό ζήτημα και οι μεγάλες ανισότητες, τα δικαιώματα, η δημοκρατία και η συμμετοχή και ο εθνικισμός, ο ρατσισμός και τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε τους μετανάστες».
Δεν είναι αντίθετος με τη συμπόρευση και συμμαχία με ψηφοφόρους από τον χώρο της Κεντροαριστεράς και του Κέντρου που στέκονται έναντι του νεοφιλελευθερισμού, αλλά ξεκαθαρίζει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι Αριστερά και δεν έχει λόγο να βρεθεί στις τάξεις της Σοσιαλδημοκρατίας. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν θεωρεί σημαντικό γεγονός τη σύγκλιση με τη Σοσιαλδημοκρατία σε μείζονα ζητήματα για τον ΣΥΡΙΖΑ με βαθύ ιδεολογικό φορτίο, όπως οι συμφωνίες Πολιτείας – Εκκλησίας και των Πρεσπών, με τις οποίες και συμφωνεί απόλυτα, αλλά και στη δημιουργία ενός δημοκρατικού και προοδευτικού μετώπου έναντι της Ακροδεξιάς.