Καθοριστική για τις εξελίξεις στο μέτωπο των αγροτικών κινητοποιήσεων, για το πολιτικό κλίμα των προσεχών εβδομάδων και μηνών, αλλά και για το μέλλον του πρωτογενούς τομέα υπό μία ευρύτερη έννοια, θεωρείται η συνάντηση που αναμένεται να έχει ο Κυριάκος Μητσοτάκης με την αντιπροσωπεία των αγροτών στις αρχές της εβδομάδας. Σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, το ραντεβού έχει οριστεί για την Τρίτη στις 12 το μεσημέρι.
Τα στενά περιθώρια και ο ελλιπής σχεδιασμός
Παρά τις διακηρύξεις της κυβέρνησης ότι δεν έχει ανοιχτό μέτωπο με τους αγρότες, οι κινητοποιήσεις των τελευταίων εβδομάδων συνιστούν μία από τις εντονότερες μέχρι στιγμής αμφισβητήσεις της πολιτικής και της αξιοπιστίας της κυβέρνησης στο διάστημα της τελευταίας πενταετίας. Ειδικώς στην περίπτωση της Θεσσαλίας, αναδεικνύονται οι σημαντικές καθυστερήσεις ως προς την παροχή στήριξης και αρωγής έπειτα από τις καταστροφικές πλημμύρες του φθινοπώρου, αλλά και στις διαδικασίες για την ανασυγκρότηση της αγροτικής και κτηνοτροφικής δραστηριότητας και την ανοικοδόμηση της περιοχής. Κατά τα όσα διακινούνται μέχρι στιγμής, η κυβέρνηση εξετάζει τα δημοσιονομικά περιθώρια για κάποιες επιπλέον υποχωρήσεις και την ικανοποίηση αιτημάτων των αγροτών, όπως η επίσπευση των επιστροφών του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στα καύσιμα και των διακανονισμών για το αγροτικό ρεύμα.
Παρά ταύτα, δεν διαφαίνεται το πώς οι όποιες κυβερνητικές υποχωρήσεις θα κριθούν ικανοποιητικές και επαρκείς για τη συνολικότερη αντιμετώπιση της κρίσης στον αγροτικό τομέα, υπό το πρίσμα της νέας Κοινής Αγροτικής Πολιτικής για την «πράσινη μετάβαση» και του υψηλού κόστους που αυτή επιβάλλει σε παραγωγούς και κτηνοτρόφους. Επιπλέον, η κυβέρνηση εμφανίζεται μάλλον αμήχανη απέναντι στη γενικότερη πρόκληση με την οποία βρίσκεται αντιμέτωπος ο κλάδος. Σύμφωνα με τις επισημάνσεις επαγγελματιών, απαιτείται επειγόντως ένας συνολικότερος, μακροχρόνιος στρατηγικός σχεδιασμός, με συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα, ο οποίος, ενώ αποτελεί μόνιμη προεκλογική διακήρυξη εδώ και δεκαετίες, εξακολουθεί να λείπει.
Διαρροές και φόβοι για απώλειες της ΝΔ
Σε πολιτικό επίπεδο, το αγροτικό μέτωπο είναι ένας από τους μεγάλους πονοκεφάλους της κυβέρνησης εν όψει των ευρωεκλογών του Ιουνίου. Η περιοχή της Θεσσαλίας, όπου ένα πρώτο κύμα αποδοκιμασίας εμφανίστηκε στις πρόσφατες περιφερειακές εκλογές με την καταψήφιση του Κώστα Αγοραστού, θεωρείται πως θα είναι ένα από τα κρίσιμα πεδία δοκιμασίας τον Ιούνιο, δεδομένου και ότι ήδη από τις εθνικές εκλογές είχαν καταγραφεί διαρροές προς την Ελληνική Λύση αλλά και προς το ΠαΣοΚ και πλέον εκφράζονται ανησυχίες πως μπορεί να εξελιχθεί σε μια «μαύρη τρύπα» για τη ΝΔ. Υπό αυτή τη συνθήκη, η κυβέρνηση αναμένεται ότι θα επιχειρήσει να επιταχύνει τους ρυθμούς αξιοποίησης και απορρόφησης των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, οι οποίοι προορίζονται ειδικά για την ανοικοδόμηση της Θεσσαλίας και πλησιάζουν τα 700 εκατ. ευρώ, έπειτα και από την έγκριση του αναθεωρημένου ελληνικού σχεδίου από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή το προηγούμενο φθινόπωρο.
Σε δεύτερο επίπεδο, το επιτελείο του Μεγάρου Μαξίμου προετοιμάζεται και για τη σύγκρουση με την αντιπολίτευση στο αγροτικό μέτωπο. Σε αυτό το πλαίσιο ήδη επιχειρείται να προβληθεί ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει επανειλημμένως προβάλει τις αντιρρήσεις του για τη νέα ΚΑΠ στις συνεδριάσεις των ευρωπαϊκών οργάνων, με την παράλληλη επισήμανση ότι πρωτεργάτες της επίσπευσης της πράσινης μετάβασης είναι κατά βάση οι Πράσινοι και οι Ευρωσοσιαλιστές. Αισθητή είναι πάντως η προσπάθεια της κυβέρνησης να μην παροξύνει την αντιπαράθεση με τους αγρότες και να ακολουθήσει μία μάλλον κατευναστική τακτική, σε συνέχεια των αρχικών δηλώσεων του υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης Λευτέρη Αυγενάκη, περί πολιτικά υποκινούμενων κινητοποιήσεων.
Διασπασμένο μέτωπο και ειδικοί χειρισμοί
Την ίδια στιγμή όμως το επιτελείο του Κυριάκου Μητσοτάκη επισημαίνει (και υπό μία έννοια ποντάρει σε αυτό το στοιχείο) ότι οι διαμαρτυρόμενοι αγρότες δεν έχουν ούτε ενιαία εκπροσώπηση ούτε κοινά αιτήματα ούτε και κοινά συμφέροντα. Το στοιχείο αυτό μπορεί να αποδειχθεί καθοριστικής σημασίας για τη συνέχεια, καθώς θεωρείται και είναι μία από τις παραμέτρους οι οποίες μπορεί να επιδράσουν στη διάρκεια και στην ένταση των κινητοποιήσεων. Αναγνωρίζεται πάντως από την κυβέρνηση ότι ο αγροτικός τομέας και ειδικότερα η περιοχή της Θεσσαλίας είναι ένα από τα πεδία στα οποία θα απαιτηθούν ειδικοί χειρισμοί και πρωτοβουλίες εν όψει ευρωεκλογών.
Ηδη στην Πειραιώς επιχειρείται να καταστρωθεί ένα σχέδιο κινητοποίησης του κομματικού μηχανισμού, σε συνδυασμό με τις κυβερνητικές προσπάθειες απλοποίησης διαδικασιών για την επιτάχυνση των εκταμιεύσεων και της αποκατάστασης των κατεστραμμένων περιοχών. Επιπλέον, αναμένεται ότι οι αγροτικές περιοχές θα αποτελέσουν έναν από τους κυριότερους προορισμούς των προεκλογικών περιοδειών του Πρωθυπουργού και των κυβερνητικών και κομματικών στελεχών.
Παραμένει ωστόσο το αντικειμενικό πρόβλημα, το οποίο απαιτεί έναν ανασχεδιασμό σε πολλά επίπεδα, καθώς πολλές και μεγάλες εκτάσεις καλλιεργειών έχουν πληγεί ίσως και σε μη αναστρέψιμο σημείο. Κατά τις πολλαπλές επισημάνσεις όσων έχουν επίγνωση της κατάστασης ειδικά στη Θεσσαλία, υπάρχει η επείγουσα ανάγκη για ένα πολυδιάστατο σχέδιο στο οποίο θα περιλαμβάνονται παραγωγικές αναδιαρθρώσεις, μετεγκαταστάσεις οικισμών και πληθυσμών, ανασχεδιασμοί υποδομών κ.λπ.