Η πίστη στον Θεό και η θρησκευτικότητα είναι βασικά και ουσιαστικά πολιτισμικά διακυβεύματα – ταυτόχρονα και πολιτικά. Τα ποσοστά ως προς την πίστη στον Θεό (73% συνολικά) και τη θρησκευτικότητα που αναδεικνύει η έρευνα της Metron Analysis είναι σχετικά χαμηλότερα σε σχέση με άλλες έρευνες που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια.
Κατά κανόνα, ανέβαζαν τα ποσοστά των πιστών πάνω από 80%, κατατάσσοντάς μας Ελληνίδες και Ελληνες μεταξύ των πλέον θρησκευομένων – αν όχι θρησκόληπτων – της Ευρώπης. Αλλά τέτοιες διαφορές για τόσο δύσκολα θέματα υπάρχουν πάντα και σχετίζονται με το πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται οι ερωτήσεις και την πρόσληψή τους από τον ερωτώμενο. Πάντως, η πίστη που καταμετράται εδώ έχει ισχυρά ιδιωτικά χαρακτηριστικά, θα λέγαμε, αφού μόνο το 1/3 των θρησκευομένων εμφανίζεται να εκκλησιάζεται με συχνότητα πυκνότερη από μία φορά τον μήνα. Πιστεύουν μεν, αλλά είναι αποτραβηγμένοι από την εκκλησιαστική κοινότητα, όπως διαπιστώνουμε ότι ολοένα αποχωρούν, μην ψηφίζοντας στις εκλογές, και από την πολιτική κοινότητα όλο και περισσότεροι πολίτες.
Η θρησκευτικότητα επηρεάζει ισχυρά κρίσιμο πρόβλημα της εποχής μας, την ευθανασία ή «υποβοηθούμενη αυτοκτονία», προς την οποία συμφωνούν «μόνο» 54% των θρησκευομένων, έναντι ποσοστών περί το 80% για τις υπόλοιπες κατηγορίες πολιτών, όπως φαίνεται από το διάγραμμα στην αριστερή βάση του πίνακα. Το «μόνο» είναι σε εισαγωγικά διότι αποτελεί θετική έκπληξη ότι ακόμα και μεταξύ των κατεξοχήν πιστών η πλειοψηφία τάσσεται υπέρ της ευθανασίας – αυτό το στοιχείο πρέπει να το λάβουν πολύ σοβαρά υπόψη τους τόσο η Εκκλησία όσο και η Πολιτεία. Οχι βέβαια με την έννοια του δημοψηφίσματος αλλά με αυτή της προσπάθειας κατανόησης των εμπειριών που οδηγούν πιστούς και πολίτες να υιοθετούν απόψεις αντίθετες από αυτές της Εκκλησίας και του Κράτους.
Οι εμπειρίες αυτές είναι πολλές και σκληρές, για τα βασανιστήρια που υφίστανται πολλοί βαρύτατα και ανιάτως ασθενούντες, καταδικασμένοι να πεθάνουν σε συνθήκες πνευματικής και σωματικής εξαθλίωσης, κατά παράβασιν της ίδιας της προσευχής της εκκλησίας για «τέλη της ζωής ημών» να είναι όχι μόνο «χριστιανά» αλλά και «ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά», κάτι που μόνο η ιατρική, οι συγγενείς και φίλοι και η θέληση του ίδιου του πάσχοντος μπορούν να εξασφαλίσουν, όταν η προσευχή αποτυγχάνει. Δεν είναι κρίμα κι άδικο, η βασανισμένη ψυχή του ασθενούς, «πρός τούς ἀνθρώπους τάς χεῖρας ἐκτείνουσα, οὐκ ἔχει τόν βοηθοῦντα»; Αρκεί η ιερότητα της ζωής να δικαιολογήσει το μαρτύριο των πασχόντων ανιάτως;
Οι πόλεμοι που ανθίζουν αυτά τα χρόνια γύρω μας και δευτερευόντως οι θανατικές ποινές που σε πολλές χώρες επιβάλλονται ακόμη μάς θυμίζουν ότι δυστυχώς η ανθρώπινη ζωή ούτε ιερή ούτε πολύτιμη είναι, αν κάποιοι αλλιώς αποφασίσουν. Οι εκκλησίες ευλογούν τα όπλα των στρατευμάτων του Καίσαρα – κάθε μια του δικού της – και δίνουν την τελευταία κοινωνία στους μελλοθάνατους καταδίκους, αν το ζητήσουν.
Αλλά δεν είναι ηθικά, νομικά, πολιτικά αντιφατικό τόσο ο Καίσαρας που στέλνει νέους ανθρώπους να σκοτώσουν και να σκοτωθούν παρά τη θέλησή τους, όσο και ο ιερέας που εγκρίνει και προσφέρει θρησκευτική μεταφυσική κάλυψη στην απόφαση του ηγεμόνα – δεν είναι αντιφατικό οι ίδιοι να απαγορεύουν και να τιμωρούν την αυτοκτονία ποινικά και θρησκευτικά και να αρνούνται την υποβοήθηση για ειρηνικό, ανεπαίσχυντο και ανώδυνο θάνατο ανθρώπων που βασανίζονται και η επιβίωσή τους συνεπάγεται μόνο παράταση των βασανιστηρίων;
Βεβαίως το ζήτημα της ευθανασίας έχει ισχυρές προεκτάσεις ηθικές, πολιτικές, συναισθηματικές, φιλοσοφικές – ακόμη και κοινωνικές και οικονομικές: στον Καναδά, που την έχει υιοθετήσει, διεξάγεται ήδη συζήτηση μήπως η «υποβοηθούμενη αυτοκτονία» δεν είναι παρά αναγκαστική λύση για όσους πετά στην άκρη, αρνούμενο ουσιαστικά περίθαλψη, το νοσηλευτικό σύστημα. Για τούτο και μόνο Βέλγιο, Ολλανδία, Λουξεμβούργο στην Ενωση έχουν υιοθετήσει – με αυστηρότατους όρους, όπως απαιτείται – την ευθανασία. Σε όλες όμως τις χώρες είναι ανοιχτό, όπως και στη δική μας και πρέπει να το αντιμετωπίσουμε ψύχραιμα, με ενσυναίσθηση, αγάπη και κατανόηση για τον συμπολίτη μας και πλησίον.