Με θολό τοπίο μοιάζει η προσπάθεια της κυβέρνησης, του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠαΣοΚ να συσπειρώσουν δυνάμεις λίγες μόλις εβδομάδες προτού στηθούν οι κάλπες των ευρωπαϊκών εκλογών.
Για τον Κυριάκο Μητσοτάκη και τη ΝΔ αναδεικνύεται η πρόκληση μιας νέας επιβεβαίωσης της πολιτικής τους ηγεμονίας, με ορατές ωστόσο τις δημοσκοπικές (προς το παρόν) πληγές και τα τραύματα στο εκλογικό της σώμα, το οποίο παρέμεινε σχεδόν συμπαγές σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις από το 2019 κι έπειτα. Το στοίχημα για τον Πρωθυπουργό και το Μέγαρο Μαξίμου είναι να περιοριστούν οι διαπιστωμένες διαρροές σε συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές και πολιτικούς χώρους. Την ίδια στιγμή, για τον ΣΥΡΙΖΑ διαμορφώνεται ένα διαφορετικό πολιτικό στοίχημα.
Ο Στέφανος Κασσελάκης επιδιώκει την πρώτη του επίσημη πολιτική πιστοποίηση σε αυτό το εκλογικό βάπτισμα του πυρός. Δεν διεκδικεί τη νίκη, αλλά τη δεύτερη θέση, με στόχο ένα αποτέλεσμα κοντά σε εκείνο των εθνικών εκλογών (αφού το 23,75% των προηγούμενων ευρωεκλογών φαντάζει άπιαστο όνειρο) και εμφανίζει κάποια τάση συσπείρωσης με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά.
Για το ΠαΣοΚ και τον Νίκο Ανδρουλάκη, οι κάλπες του Ιουνίου έχουν μια επιπλέον κρισιμότητα, καθώς θα πρέπει να υπερδιπλασιάσει το ποσοστό του των προηγούμενων ευρωεκλογών και να αυξήσει σημαντικά, σχεδόν κατά 40%, την εκλογική του επίδοση του 2023, προκειμένου να επιτύχει τους πολιτικούς του στόχους.
Σε ό,τι αφορά τη Θεσσαλία, η ανησυχία του Μεγάρου Μαξίμου είναι πολλαπλή, με δεδομένο ότι επτά μήνες έπειτα από τις θεομηνίες του φθινοπώρου έχει σημειωθεί πολύ μικρή πρόοδος στη διαδικασία αποκατάστασης
Για τη ΝΔ και την κυβέρνηση, τα εκλογικά στοιχήματα είναι σύνθετα και οι εντυπώσεις θα διαμορφωθούν και θα κριθούν από έναν συνδυασμό πολιτικών και στατιστικών παραμέτρων. Ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης και τα στελέχη της κυβέρνησης και του κόμματος αποφεύγουν, ευλόγως, να περιγράψουν με συγκεκριμένα ποσοστά τον πήχη της επιτυχίας. Ομως είναι δεδομένο ότι αυτός τίθεται από τον συνδυασμό και τη συνεκτίμηση, αφενός, του ποσοστού των ευρωεκλογών του 2019 (33,12%) και, αφετέρου, εκείνου των τελευταίων εθνικών εκλογών (40,56%). Ο δεύτερος στόχος είναι μάλλον απίθανο να επιτευχθεί, ο πρώτος είναι αντικειμενικά το όριο της επιτυχίας και της απόλυτης πολιτικής ασφάλειας για την κυβέρνηση.
Με αυτά κατά νου, τα εκλογικά επιτελεία στο Μαξίμου και στην Πειραιώς έχουν ακτινογραφήσει, με τα όσα στοιχεία διαθέτουν μέχρι στιγμής, τη γεωγραφική και την πολιτική διάσταση των διαρροών του κόμματος.
Τι δείχνουν οι αναλύσεις
Οπως προκύπτει συνδυαστικά από τις αναλύσεις κομματικών στελεχών και αναλυτών, οι δημοσκοπικές ερμηνείες των πολιτικών απωλειών της ΝΔ εμφανίζουν μερικές ιδιαιτερότητες. Εκ πρώτης όψεως υπάρχει μια φαινομενική διασύνδεση της υποχώρησης γενικών και επιμέρους ποσοστών της κυβέρνησης, με την ταυτόχρονη ενίσχυση της Ελληνικής Λύσης. Ωστόσο, το συγκεκριμένο στοιχείο δεν θεωρείται επαρκές για την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων, καθώς το κόμμα του Κυριάκου Βελόπουλου εμφανίζεται να έχει δημοσκοπικά οφέλη και εισροές σχεδόν από όλο το πολιτικό φάσμα.
Παράλληλα, όμως, στις έρευνες της κοινής γνώμης φαίνεται ότι η μεγαλύτερη διαρροή της ΝΔ είναι προς τη λεγόμενη γκρίζα ζώνη της αδιευκρίνιστης ψήφου, η οποία ενδεχομένως να εκδηλωθεί κατά μείζονα λόγο ως αποχή από τις εκλογές παρά ως ψήφος σε ένα άλλο κόμμα.
Στο κεντρικό επιτελείο του Κυριάκου Μητσοτάκη έχουν εντοπίσει τις «επίφοβες» περιοχές και βάσει αυτών των διαπιστώσεων σχεδιάζεται σε μεγάλο βαθμό και η προεκλογική εκστρατεία
Ενα άλλο στοιχείο που αναφέρεται ως πιθανή παράμετρος για τη διαμόρφωση της πολιτικής ατμόσφαιρας στο διάστημα των επόμενων εβδομάδων και του εκλογικού αποτελέσματος του Ιουνίου είναι η αξιοσημείωτη δημοσκοπική παρουσία των Δημοκρατών του Ανδρέα Λοβέρδου. Στις έρευνες διαπιστώνεται ότι εισπράττει ταυτόχρονα οφέλη και απορροφά τις διαρροές τόσο από την κυβέρνηση όσο και από το ΠαΣοΚ. Η προφανής διαφορά ωστόσο είναι ότι αναλογικά το πλήγμα το οποίο μπορεί να επιφέρει η παρουσία των Δημοκρατών θα είναι μεγαλύτερο για τον Νίκο Ανδρουλάκη παρά για τη ΝΔ.
Οι ανησυχίες της κυβέρνησης ως προς την τελική διαμόρφωση του εκλογικού αποτελέσματος του Ιουνίου και των συνακόλουθων πολιτικών εντυπώσεων έχει και μια γεωγραφική διάσταση. Στο κεντρικό επιτελείο του Κυριάκου Μητσοτάκη έχουν εντοπίσει τις «επίφοβες» περιοχές και βάσει αυτών των διαπιστώσεων σχεδιάζεται σε μεγάλο βαθμό και η προεκλογική εκστρατεία, είτε με παρουσίες στελεχών είτε με δραστηριοποίηση του ίδιου του Πρωθυπουργού. Οι προκλήσεις σε αυτό το επίπεδο διαμορφώνονται με βάση τα δεδομένα των τελευταίων εκλογικών αναμετρήσεων.
Στις ευρωεκλογές του 2019 η ΝΔ είχε επικρατήσει σχεδόν σαρωτικά, στις 51 από τις 59 συνολικά εκλογικές περιφέρειες της χώρας. Η χαμηλότερη εκλογική της επίδοση είχε καταγραφεί στην Ξάνθη και στη Ροδόπη λόγω της παρουσίας εκεί του μειονοτικού κόμματος «Ισότητας, Ειρήνης και Φιλίας». Τα υψηλότερα ποσοστά είχε συγκεντρώσει τότε η ΝΔ στη Λακωνία (42,83%), στην Καστοριά (41,30%), στον Βόρειο Τομέα Αθηνών (39,66%), στην Αργολίδα (38,63%) και στις Σέρρες (38,19%).
Οι πηγές ανησυχίας
Παρότι δημοσκοπικά δεν μπορεί να διαπιστωθεί με ασφάλεια τι απώλειες μπορεί να έχει η κυβέρνηση στις συγκεκριμένες περιοχές, οι οποίες θεωρούνται εκλογικά της κάστρα, οι μεγαλύτερες ανησυχίες εκδηλώνονται για διαφορετικούς λόγους λίγο-πολύ σε αυτές τις περιφέρειες και κατά προφανή τρόπο στη Θεσσαλία, όπου καρκινοβατεί η διαδικασία αποκατάστασης των καταστροφών, αποζημίωσης των αγροτών και αναδιάρθρωσης της παραγωγικής βάσης της περιοχής.
Ειδικότερα, δημοσκόποι επιβεβαιώνουν ότι στις τελευταίες έρευνες η περιοχή της Βόρειας Ελλάδας και κυρίως η Κεντρική και Δυτική Μακεδονία θα πρέπει να αποτελούν τη μεγαλύτερη πηγή ανησυχίας για την κυβέρνηση, καθώς εκεί υποχωρούν τα δικά της ποσοστά, ενώ ταυτόχρονα εμφανίζουν μια ορατή δυναμική κυρίως η Ελληνική Λύση, η οποία πιθανώς να υπερβεί το διψήφιο ποσοστό στις συγκεκριμένες περιφέρειες, και σε μικρότερο βαθμό η Νίκη, η οποία σε ειδικά συντηρητικά κοινά είναι ο κύριος υποδοχέας της δυσφορίας λόγω του γάμου των ομοφύλων, ο οποίος ενδέχεται να αποδειχθεί μια βραδυφλεγή πολιτικο-εκλογική βόμβα για την κυβέρνηση.
Το μήνυμα των «Βορείων»
Η άλλη περιοχή στην οποία στρέφουν το ενδιαφέρον τους τα στελέχη του εκλογικού μηχανισμού της ΝΔ είναι ο Βόρειος Τομέας Αθηνών, όπου έπειτα από το σοκ του 2014 είχε επανεπιβεβαιωθεί ως μια περιοχή πολιτικής κυριαρχίας της Κεντροδεξιάς στις επόμενες αναμετρήσεις. Παρατηρείται ωστόσο κατά το τελευταίο διάστημα μια τάση αποστασιοποίησης σημαντικής μερίδας των παραδοσιακών ψηφοφόρων, οι οποίοι εκδηλώνουν μια ενδιαφέρουσα διάθεση, που μένει να επαληθευτεί στις τοπικές έρευνες κοινής γνώμης και στις κάλπες της 9ης Ιουνίου. Με βάση αυτή, στη συγκεκριμένη περιφέρεια οι μέχρι πρότινος «δεδομένοι» ψηφοφόροι της ΝΔ ή πάντως μια σημαντική μερίδα από αυτούς δηλώνουν ότι θέλουν να στείλουν ένα μήνυμα ήπιας, έστω, αποδοκιμασίας προς την κυβέρνηση, δίχως όμως να στραφούν στη λαϊκιστική ή Ακρα Δεξιά, παρά ενισχύοντας τους Δημοκράτες του Ανδρέα Λοβέρδου.
Σε ό,τι αφορά τη Θεσσαλία, η ανησυχία του Μεγάρου Μαξίμου είναι πολλαπλή, με δεδομένο ότι επτά μήνες έπειτα από τις θεομηνίες του φθινοπώρου έχει σημειωθεί πολύ μικρή πρόοδος στη διαδικασία αποκατάστασης και οι όποιες παρεμβάσεις έχουν αποσπασματικό και εμβαλωματικό χαρακτήρα. Το πρώτο και έντονο κύμα αποδοκιμασίας της κυβέρνησης καταγράφηκε στις περιφερειακές εκλογές του φθινοπώρου, όπου δεν κατόρθωσε να επανεκλεγεί στη θέση του περιφερειάρχη ο Κώστας Αγοραστός.
Ο συνδυασμός όλων των παραπάνω και το νέο δεδομένο της παρουσίας του Δημήτρη Κουρέτα στην περιφέρεια διαμορφώνει ένα νέο δεδομένο, το οποίο πιθανολογείται ότι μπορεί να επιδράσει στους εκλογικούς συσχετισμούς της περιοχής. Σημειωτέον, ότι στη συγκεκριμένη περιφέρεια υπάρχει μια επιπλέον παράμετρος, αυτή της αποτελεσματικής, όπως αποδείχθηκε, συνεργασίας του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠαΣοΚ για τη στήριξη του νέου περιφερειάρχη, σε συνδυασμό με τη διάθεση αποδοκιμασίας της κυβέρνησης για λόγους οι οποίοι δεν έχουν εκλείψει. Επιπλέον, όλες αυτές οι παράμετροι θεωρείται εξαιρετικά πιθανό να επιδράσουν ακόμη πιο αρνητικά για τη ΝΔ, λόγω της αλληλεπίδρασης της χαλαρής ψήφου, της τάσης πολιτικής αποδοκιμασίας, αλλά και της απογοήτευσης και των χαμηλών προσδοκιών για ουσιαστικές αλλαγές στην ΚΑΠ, τις οποίες επιχειρεί πλέον να προτάξει η κυβέρνηση. Υπό αυτή την έννοια, η συγκεκριμένη περιοχή βρίσκεται στο μικροσκόπιο του Μεγάρου Μαξίμου και των δημοσκόπων ως μια από τις πιθανές εκλογικές δεξαμενές και του ΚΚΕ.
To απόλυτο αίνιγμα της Κουμουνδούρου
Εντελώς διαφορετικά και πολύ πιο δυσδιάκριτα είναι τα δεδομένα για τον ΣΥΡΙΖΑ ως προς τον γεωγραφικό και πολιτικό χαρακτήρα των διαρροών και των αντοχών του. Δεδομένης της αλλαγής ηγεσίας, της διάσπασης, της αλλοίωσης της πολιτικής ταυτότητας και της πολιτικής φυσιογνωμίας του Στέφανου Κασσελάκη, τα κριτήρια της πολιτικής συμπεριφοράς των παραδοσιακών ψηφοφόρων του και όσων ενδεχομένως θα θελήσουν να τον ψηφίσουν για πρώτη φορά στις επικείμενες ευρωεκλογές είναι εξαιρετικά ετερόκλητα, όπως επισημαίνουν πολιτικοί αναλυτές και δημοσκόποι. Το ποσοστό 23,75% των προηγούμενων ευρωεκλογών δεν περιλαμβάνεται καν στις προσδοκίες του αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ με δεδομένα τα όσα έχουν επισυμβεί τον τελευταίο χρόνο, έστω και μία ψήφος πάνω από το 17,83% των εκλογών του 2023 θα θεωρηθεί εκλογικός θρίαμβος.
Ο άγνωστος χάρτης των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ και η πολιτικά επίπλαστη συσπείρωση
Υπό αυτή την έννοια, το να καταγραφούν γεωγραφικές περιοχές στις οποίες ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Στέφανος Κασσελάκης εστιάζουν και μπορούν να έχουν βάσιμες πολιτικές προσδοκίες είναι σχεδόν αδύνατον. Και, παράλληλα, τα ποσοστά τα οποία είχε λάβει το κόμμα στις περιφέρειες όπου είχε αναδειχθεί πρώτο στις ευρωπαϊκές εκλογές το 2019 (Αρτα – 34,77%, Ηράκλειο Κρήτης – 33,17%, Αχαΐα – 31,21%, Χανιά – 28,67%, Δυτικός Τομέας Αττικής – 27,55% και Β’ Πειραιώς – 27,50%) μοιάζουν σήμερα εξωπραγματικά. Ακολούθησε η «επιθανάτιος» ανάκαμψη στις εθνικές εκλογές του 2019 και η γενική κατάρρευση στην αντίστοιχη διπλή αναμέτρηση του 2023 και υπό αυτό το πρίσμα ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα από τα μεγάλα αινίγματα αυτών των ευρωεκλογών.
Τα εκλογικά του «κάστρα» των προηγούμενων αναμετρήσεων δεν μπορούν να θεωρηθούν πλέον μέτρο σύγκρισης και η νέα παράμετρος, την οποία επιχειρούν σήμερα να διερευνήσουν και να αναλύσουν οι δημοσκόποι, είναι η κοινωνική προέλευση και σύνθεση της εκλογικής του βάσης. Ενας συνδυασμός στοιχείων δίνει μια πρώτη αίσθηση. Πρόκειται, αφενός, για το γεγονός ότι παρά τη διάσπαση και τη δημιουργία της Νέας Αριστεράς το κόμμα δείχνει να διατηρεί δυνάμεις κοντά στο ποσοστό του των εθνικών εκλογών και, αφετέρου, ότι οι διαρροές του δεν δείχνουν να κατευθύνονται με κάποια δυναμική προς το ΠαΣοΚ.
Με αυτά τα αρχικά δεδομένα, εκτιμάται ότι η τάση συσπείρωσης του ΣΥΡΙΖΑ είναι επίπλαστη από πολιτικής άποψης και ότι οφείλεται κατά μείζονα λόγο στην ενεργοποίηση κοινωνικών ομάδων οι οποίες αποστασιοποιούνταν από την πολιτική, όπως μερίδα της απολιτικής νεολαίας, του κοινού των κοινωνικών δικτύων, των μελών της ακτιβιστικής ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας κ.ά. Με αυτές τις εκτιμήσεις, η δραστηριότητα του Στέφανου Κασσελάκη και η «νομιμοποίηση» της εξωπολιτικής του παρουσίας είναι για τους περισσότερους μια από τις υπό εξέταση και ανάλυση παραμέτρους της περιόδου των επτά εβδομάδων έως τις ευρωεκλογές.
Υψηλή συσπείρωση, μεγάλες προκλήσεις
Δεδομένου του συνδυασμού αποτελεσμάτων των προηγούμενων ευρωεκλογών (7,72%), των εθνικών εκλογών του 2019 (8,10%) και του 2023 (11,84%), το ΠαΣοΚ παρουσιάζει μία μεγάλη στατιστική και πολιτική ιδιαιτερότητα.
Η Χαριλάου Τρικούπη έχει να αντιμετωπίσει ίσως τον μεγαλύτερο πονοκέφαλο από όλους, λόγω του κόμματος του Α. Λοβέρδου
Ο πήχης της επιτυχίας του προφανώς και δεν τίθεται με γνώμονα τις ευρωπαϊκές κάλπες του 2019, ενώ και το ποσοστό του των πρόσφατων εθνικών εκλογών δεν είναι επαρκές για την επίτευξη του διακηρυγμένου στόχου του, να αναδειχθεί δεύτερο κόμμα και δυνάμει αξιωματική αντιπολίτευση. Οι παράμετροι αυτές διαμορφώνουν μία παραδοξότητα: Το κόμμα του Νίκου Ανδρουλάκη εμφανίζει κατά την τρέχουσα περίοδο και με βάση τη δημοσκοπική του στασιμότητα τα υψηλότερα ποσοστά συσπείρωσης (μαζί με το ΚΚΕ), όμως ταυτόχρονα και μία εξαιρετικά χαμηλή δυναμική, σε σχέση με τους πολιτικούς του στόχους, οι οποίοι προϋποθέτουν σε κάθε περίπτωση την επίτευξη ενός ποσοστού της τάξεως τουλάχιστον του 15%. Υπό αυτή την έννοια, για το κόμμα του Νίκου Ανδρουλάκη είναι εξαιρετικά σύνθετο το πλέγμα των προκλήσεων. Γεωγραφικά, τα αδύναμα σημεία του παραμένουν στα αστικά κέντρα της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, όπου μπορεί να υποχωρούν η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά οι όποιες διαρροές δεν μεταφράζονται σε δημοσκοπικά οφέλη για το ΠαΣοΚ.
Η στατιστική ιδιαιτερότητα του ΠαΣοΚ και η αδυναμία του στα αστικά κέντρα
Πολιτικά, η Χαριλάου Τρικούπη έχει να αντιμετωπίσει ίσως τον μεγαλύτερο πονοκέφαλο από όλους, λόγω της εμφάνισης του κόμματος του Ανδρέα Λοβέρδου.
Κατά τα όσα διαπιστώνονται στις δημοσκοπήσεις, οι Δημοκράτες εισπράττουν ένα τμήμα ψηφοφόρων και νεο-δυσαρεστημένων από την αντιπολιτευτική τακτική του Νίκου Ανδρουλάκη, στοιχείο το οποίο, εφόσον επιβεβαιωθεί στις κάλπες του Ιουνίου, θα είναι εξαιρετικά επιζήμιο για το ΠαΣοΚ. Ο λόγος για αυτό είναι προφανής και συνίσταται στον συντελεστή βαρύτητας της όποιας απώλειας για τη συνολική επίδοση του κόμματος. Οπως είναι εύλογο, ακόμη και ένα ποσοστό της τάξεως του 1% αν προτιμήσει τους Δημοκράτες, θα περιορίσει σε μεγάλο βαθμό τις πιθανότητες του ΠαΣοΚ να επιτύχει τους εκλογικούς του στόχους. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο ορισμένοι πολιτικοί αναλυτές επιμένουν ότι θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή και στα μηνύματα της κάλπης, τα οποία θα απευθύνονται στον Νίκο Ανδρουλάκη.