Η συζήτηση για τη δημιουργία μη κρατικών, μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων στη χώρα, από την πρώτη στιγμή που ξεκίνησε προκάλεσε φλογερές συζητήσεις και συνάντησε διαφορετικές νομικές προσεγγίσεις. Γιατί «ξεχάσαμε» τελικά το άρθρο 16; Μπορούν να λειτουργήσουν τα νέα ανώτατα ιδρύματα απλά μέσω της συνεργασίας τους με (κερδοσκοπικά ή μη κερδοσκοπικά) πανεπιστήμια του εξωτερικού; Τι σημαίνει ο αποκλειστικά μη κερδοσκοπικός τους χαρακτήρας στη χώρα μας; Και τι φέρνει η λειτουργία τους για τα δημόσια ΑΕΙ της χώρας που βιώνουν τα δικά τους χρόνια προβλήματα υποχρηματοδότησης, αλλά και συχνά καταγγελιών για πελατειακές σχέσεις ή νεποτισμό;
Με τη συζήτηση να έχει «φουντώσει», «Το Βήμα» ανοίγει διάλογο μεταξύ των ανθρώπων της έρευνας και της επιστήμης και αναζητεί τον «μίτο» για την έξοδο από τον ιδεολογικό ή πολιτικό μας λαβύρινθο, λίγες ημέρες προτού το νέο νομοσχέδιο του υπουργείου Παιδείας παρουσιαστεί επίσημα. Οπως είναι φυσικό, όλα τα παραπάνω πρέπει να τεθούν σε μια πραγματική, δημόσια διαβούλευση, με τη συμμετοχή όλων των εμπλεκόμενων φορέων που θα πρέπει να ανταλλάξουν απόψεις σε πνεύμα συνεννόησης και πολιτικής συναίνεσης.
Γιώργος Μπαμπινιώτης
Εξι ερωτήματα «μετά λόγου γνώσεως»
Οσοι γνωρίζουμε καλά το Πανεπιστήμιο «από μέσα», όσοι αξιωθήκαμε να διοικήσουμε πανεπιστήμια (και μάλιστα μεγάλα), όσοι είμαστε «πανεπιστημιακά όντα» με αποδεδειγμένη μακρά διδασκαλία και έρευνα (όχι περαστικοί από τα πανεπιστήμια) είμαστε αντικειμενικά σε θέση να κρίνουμε την νομοθετική πρωτοβουλία για την ίδρυση μη κρατικών – μη κεδοσκοπικών πανεπιστημίων. Μετά λόγου γνώσεως αλλά και άνευ φόβου και πάθους (όταν δεν επιδιώκουμε θέσεις και αξιώματα).
Σωστές οι αυστηρές προϋποθέσεις
Λοιπόν, οι έμπειροι και πολιτικά-ιδεολογικά απροκατάληπτοι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι που είχαμε λόγους να διαφωνούμε —και διαφωνήσαμε δημόσια— με την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων, αν τηρηθούν θεσμικώς ελεγχόμενα, πολιτικώς σοβαρά και εκπαιδευτικώς αξιόπιστα τα προβλεπόμενα από τη νέα νομοθετική πρωτοβουλία για την ίδρυση μη κρατικών – μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων δεν έχουμε λόγους να ανησυχούμε.
Να ανησυχούν μάλλον οι αρμόδιοι κυβερνητικοί παράγοντες ότι με τόσο αυστηρές προϋποθέσεις (και μπράβο τους) και τόσο ψηλά τον πήχη (και πάλι μπράβο τους) είναι αμφίβολο αν θα υπάρξουν ενδιαφερόμενοι να αποτολμήσουν την ίδρυση τέτοιου πανεπιστημίου στην Ελλάδα.
Το πόσα πολλά και σημαντικά μπορούν να προσφέρουν από οικονομικής και κοινωνικής κυρίως αλλά και από εκπαιδευτικής πλευράς τέτοια πανεπιστήμια με τέτοιες προϋποθέσεις είναι φανερό και περιγράφεται πειστικά στην περιγραφή που δόθηκε από το υπουργείο Παιδείας με την μορφή απάντησης σε ερωτήματα.
Καίρια ερωτήματα
Ωστόσο, εύλογες ανησυχίες προκύπτουν από τα εξής λογικά ερωτήματα:
- Ποιο μεγάλο μη κρατικό – μη κερδοσκοπικό πανεπιστήμιο θα διακινδυνεύσει μια τέτοια τεράστια οικονομική επένδυση: να ξεκινήσει με τρεις —επαναλαμβάνω τρεις— πανεπιστημιακές Σχολές —Σχολές, όχι Τμήματα—∙ με €1.500.000 εγγυητικές επιστολές και 500.000 παράβολο∙ με πανεπιστημιόπολη (campus) με πολύ δαπανηρές πανεπιστημιακές εγκαταστάσεις, αίθουσες διδασκαλίας με σύγχρονο τεχνικό εξοπλισμό, με βιβλιοθήκες και εργαστήρια∙ με υψηλό κόστος μισθοδοσίας για πανεπιστημιακούς καθηγητές ως διδάσκοντες κατά 80% —και όχι με χαμηλόμισθους διδάσκοντες με απλό μεταπτυχιακό ή και διδακτορικό τίτλο μόνο, χωρίς ευρύ ερευνητικό έργο και διδακτική πείρα—; Και επιπλέον: «να διαθέτει οικονομική αξιοπιστία και ευρωστία, η οποία θα προκύπτει και από πενταετή οικονομοτεχνική μελέτη βιωσιμότητας, την οποία θα βεβαιώνει αξιόπιστη ελεγκτική-συμβουλευτική εταιρεία».
- Τι ύψος διδάκτρων θα απαιτηθεί για να καλύψει ένα τέτοιο ξένο πανεπιστήμιο αυτές τις ανάγκες και τη μεγάλη επένδυση που κάνει; Κι αν είναι υψηλά τα δίδακτρα, θα προτιμηθεί αυτό το πανεπιστήμιο, ή θα στραφούν αλλού (σε Κολλέγια κ.λπ.) οι υποψήφιοι φοιτητές;
- Ποιες θα είναι οι απαιτήσεις στην επιλογή των φοιτητών του (κάθε καλό πανεπιστήμιο έχει απαιτήσεις για στοιχειώδη κατοχύρωση τού ίδιου τού επιπέδου των σπουδών του) και θα βοηθήσει αυτό υποψήφιους μη εισαγόμενους στα ελληνικά πανεπιστήμια λόγω πολύ χαμηλής επίδοσης;
- Η διάρκεια σπουδών θα είναι 4 έτη όπως στην Ελλάδα ή 3 έτη όπως σε αρκετά πανεπιστήμια στο εξωτερικό; Τι προβλήματα γεννά αυτό, εφόσον πρόκειται για Πανεπιστήμια εντός Ελλάδος με απέναντι όλα τα ελληνικά των 4ετών σπουδών;
- Ολα τα ζητήματα που θα προκύπτουν (θεσμικά, λειτουργικά, αξιολόγησης, ελέγχου, ποιότητας σπουδών, εγκαταστάσεων έγκρισης, ανανέωσης και τυχόν αφαίρεσης αδείας κ.λπ.) θα τα λύσει όλα το ΕΘΑΑΕ (η ανεξάρτητη Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης) στο οποίο παραπέμπονται τα πάντα, ιδίως καίριας σημασίας θέματα τής ακαδημαϊκής υπόστασης των υποψήφιων ξένων πανεπιστημιών; Αναλογίζεται κανείς τις ευθύνες που επωμίζεται αυτή η Αρχή, ιδίως αν χρειασθεί να συγκρουσθεί με συμφέροντα και πιέσεις;
- Το πρόβλημα τής φοιτητικής μετανάστευσης για σπουδές χιλιάδων Ελλήνων φοιτητών σε ξένα ιδιωτικά πανεπιστήμια κυρίως γειτονικών βαλκανικών χωρών με τα φθηνά δίδακτρα θα λυθεί από τα νέα αυτά πανεπιστήμια; Τόσα πολλά ιδρύματα και τόσο πολλές επιστημονικές ειδικότητες θα γίνουν; (Μιλώντας για «φοιτητική μετανάστευση», διαφορετικό είναι, τηρουμένων των αναλογιών, το θέμα τής φοίτησης σε πανεπιστήμια τής Κύπρου, το οποίο, αν ληφθεί υπ’ όψιν το πλήθος των ιδιωτικών πανεπιστημίων που έχουν προγραμματισμένα ιδρυθεί στην κατεχόμενη από τους Τούρκους κυπριακή περιοχή, πρέπει να αντιμετωπίζεται διαφορετικά και για εθνικούς λόγους. Αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι και τα ιδιωτικά κυπριακά πανεπιστήμια χρειάζονται δουλειά ακόμη για να επιτύχουν καλύτερη ποιότητα και περισσότερα πεδία σπουδών).
Φοβούνται ή κινδυνεύουν τα ελληνικά πανεπιστήμια;
Και προσωπικά ο γράφων και —από συζητήσεις γνωρίζω— αρκετοί άλλοι έμπειροι πανεπιστημιακοί, συμφωνούμε με την ίδρυση τέτοιας υφής πανεπιστημίων υπό τους νέους όρους που τίθενται.
Επίσης, τονίζω για όσους δεν υποχρεούνται να το ξέρουν, ότι τα ελληνικά πανεπιστήμια, όχι μόνο τα παλαιά και μεγάλα αλλά και τα νεότερα, δεν έχουν τίποτε να φοβηθούν. Εχουν σε μεγάλο βαθμό ένα ισχυρό δυναμικό που ανταποκρίνεται σε υψηλές απαιτήσεις και αντέχει ισότιμα στον επιστημονικό ανταγωνισμό. (Ο φόβος είναι περισσότερο, για να είμαστε ρεαλιστές, μη δελεασθούν οικονομικά διακεκριμένοι καθηγητές των πανεπιστημίων μας και μετακινηθούν στα νέα υπό ίδρυσιν πανεπιστήμια!).
Επίσης είναι πολύ σημαντικά τα μέτρα που εξαγγέλλονται για τα Δημόσια Πανεπιστήμια τής πατρίδας μας, παράλληλα με την πρωτοβουλία για τα μη κρατικά – μη κερδοσκοπικά πανεπιστήμια.
Είναι ουσιαστικά και ουσιώδη (με λίγες εξαιρέσεις) μέτρα που άλλωστε ζητούν κατά καιρούς οι πρυτάνεις των ελληνικών πανεπιστημίων και έχει πλέον ωριμάσει η αντιμετώπισή τους.
Ακόμη, αν επιτευχθεί λ.χ. μια στενότερη μεταπτυχιακή —μακάρι και προπτυχιακή— συνεργασία των ελληνικών με μεγάλα ξένα πανεπιστήμια (που προβλέπεται και ενθαρρύνεται νομοθετικά) για ξενόγλωσσα προγράμματα (το λέω ρεαλιστικά ακόμη κι εγώ ο γλωσσολόγος), θα γίνουν πόλος έλξεως για πολλούς ξένους αλλά και για Ελληνες φοιτητές με ανάλογα κριτήρια επιλογής.
Γενικότερα η ίδρυση ακόμη και αυτοτελών ξενόγλωσσων προγραμμάτων των ελληνικών πανεπιστημίων (που άρχισαν ήδη να εμφανίζονται) είναι πρόκληση για την προσέλευση ξένων κυρίως αλλά και —υπό ειδικές προϋποθέσεις— Ελλήνων φοιτητών.
Ναι, αλλά τα κύρια προβλήματα τής Εκπαίδευσής μας;
Και τελευταίο αλλά όχι έσχατο: Η Κυβέρνηση και η αρμόδια πολιτική ηγεσία ελπίζουμε να έχει συνειδητοποιήσει και να κινηθεί σε ορατό χρόνο να αντιμετωπίσει τα δύο πρώτα και κύρια προβλήματα: α) την έλλειψη ποιότητας στην δημόσια Γενική Εκπαίδευση για λόγους που είναι γνωστοί και πολυσυζητημένοι και β) το πρόβλημα τού συστήματος των Εισαγωγικών Εξετάσεων στα ΑΕΙ που έχει αχρηστεύσει την πιο καίρια παιδευτική βαθμίδα, το Λύκειο (το αντιμετωπίζει σαν ένα άτυπο δημόσιο Φροντιστήριο χωρίς καμία βαρύτητα για την εισαγωγή στα ΑΕΙ), προκαλώντας και μέρος τού προβλήματος τής φοιτητικής μας μετανάστευσης.
Ο κ. Γεώργιος Μπαμπινιώτης είναι ομότιμος καθηγητής Γλωσσολογίας και πρώην πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Δημήτρης Τζιόβας
Οι δύο βασικές πτυχές του ζητήματος
Το ζήτημα των μη κρατικών πανεπιστημίων έχει δύο πτυχές, την οικονομική και την ακαδημαϊκή, και εγείρει μια σειρά ερωτημάτων. Γιατί η Ελλάδα έχει το υψηλότερο ποσοστό νέων που φοιτούν εκτός χώρας; Μήπως δεν είναι μόνο η έλλειψη ιδιωτικών πανεπιστημίων αλλά και η στρεβλή και αναξιοκρατική λειτουργία της αγοράς εργασίας, καθώς κάποιοι πιστεύουν ότι με ένα πτυχίο θα εξασφαλίσουν μια καλή θέση εργασίας, έστω και αν δεν την αξίζουν, ενώ άλλοι απογοητευμένοι αναζητούν την τύχη τους στο εξωτερικό; Αν στην Ελλάδα όλοι κυνηγούν πανεπιστημιακά πτυχία, στη Βρετανία αρκετοί νέοι πλέον αποφεύγουν να σπουδάσουν γιατί θα βρεθούν χρεωμένοι με υπέρογκα δίδακτρα και θα καταλήξουν σε εργασίες που δεν απαιτούν πανεπιστημιακό πτυχίο. Είναι όμως επωφελές για τη χώρα το σύνολο σχεδόν των αποφοίτων της δευτεροβάθμιας να καταλήγει στην τριτοβάθμια εκπαίδευση; Κάτι τέτοιο οδηγεί σε υπεράριθμες τάξεις μεικτών δυνατοτήτων και υποβαθμίζει το γενικό επίπεδο σπουδών.
Η ιδιωτική εκπαίδευση γενικώς προωθεί τη λογική του φοιτητή-πελάτη και αυτό φάνηκε και στη Βρετανία με την αύξηση των διδάκτρων. Δύσκολα απορρίπτεις κάποιον φοιτητή που έχει ξοδέψει πολλά χρήματα για να έρθει να σπουδάσει από μια άλλη χώρα. Η εμπορευματική όμως λογική στην ανώτατη εκπαίδευση ακολουθεί και αυτή τους ανταγωνιστικούς κανόνες της αγοράς και θέτει διλήμματα του τύπου: θα δεχτεί η Ελλάδα το βρετανικό τριετές προπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών σε μη κρατικά ιδρύματα ή θα επιμείνει στο τετραετές με την αντίστοιχη οικονομική επιβάρυνση, που ενδεχομένως αποθαρρύνει επίδοξους επενδυτές και φοιτητές; Ας λάβουμε υπ’ όψιν ότι η ίδρυση παραρτημάτων καθορίζεται από οικονομικούς και γεωπολιτικούς παράγοντες και λιγότερο από ακαδημαϊκούς. Η ελληνική αγορά θεωρείται μικρή για κορυφαία ξένα πανεπιστήμια, τα οποία προτιμούν να ανοίγουν παραρτήματα σε αραβικές και ασιατικές χώρες από όπου μπορούν να προσελκύουν φοιτητές από μεγάλες και πλούσιες πληθυσμιακές ομάδες ή να ασκούν πολιτισμική και εμπορική διπλωματία. Τι θα τους προσφέρει η Ελλάδα; Οσο για το επιχείρημα ότι θα προτιμήσουν την Ελλάδα λόγω της αρχαιότητας και της ιστορίας της, νομίζω ότι αυτές οι ανάγκες καλύπτονται από τα study tours, τα θερινά σχολεία και τις ξένες αρχαιολογικές σχολές με τις υποτροφίες τους.
Με την ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων στην ήδη υπάρχουσα ανισότητα περιφερειακών και κεντρικών πανεπιστημίων θα έρθει να προστεθεί και αυτή των δημόσιων και ιδιωτικών που θα πλήξει έτι περαιτέρω τα περιφερειακά, τα οποία θα υποβαθμιστούν. Τα νέα πανεπιστήμια αντιπροσωπεύουν μια κεντρομόλο κίνηση και θα αναδιατάξουν τον εκπαιδευτικό χάρτη της χώρας που σε όλη τη Μεταπολίτευση βασιζόταν στην αποκέντρωση. Θα συντελεστεί μια μεταφορά πνευματικού και οικονομικού κεφαλαίου από την περιφέρεια στο κέντρο. Τα παιδιά της περιφέρειας δεν θα ευνοηθούν από τη λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων, γιατί αντί να πάνε στην Κύπρο θα μετακομίζουν απλώς για σπουδές στην Αθήνα. Για αυτά το οικονομικό όφελος θα είναι ελάχιστο. Καλώς ή κακώς, τα περιφερειακά πανεπιστήμια στηρίζουν τις τοπικές οικονομίες και το υπουργείο Παιδείας θα αναγκαστεί να τα ενισχύσει οικονομικά αν θελήσει να τα διατηρήσει και να μη δυσαρεστήσει τις τοπικές κοινωνίες, επινοώντας νέες και ρηξικέλευθες πηγές χρηματοδότησης. Για παράδειγμα, όσοι γιατροί δεν υπηρετούν στο δημόσιο σύστημα Υγείας και φεύγουν στο εξωτερικό για να εργαστούν να πληρώνουν για τις σπουδές τους με τη μορφή αναδρομικής χρέωσης και αυτά τα χρήματα να διατίθενται προς ενίσχυση της δημόσιας ανώτατης παιδείας.
Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι τα μη κερδοσκοπικά πανεπιστήμια θα προαγάγουν τον ανταγωνισμό μεταξύ δημόσιων και μη πανεπιστημίων. Ο ανταγωνισμός λειτουργεί μόνο όταν όλοι εκκινούν από την ίδια αφετηρία, δηλαδή την ίδια αναλογία διδασκόντων και διδασκομένων, καλή υλικοτεχνική υποδομή και διοικητική ευελιξία. Διαφορετικά οι υπάρχουσες ανισότητες θα διευρύνονται και θα απαιτούνται πρόσθετα κονδύλια για να καλυφθούν. Είναι σε θέση τα δημόσια πανεπιστήμια να γίνουν ανταγωνιστικά με λιγότερους διδάσκοντες κάθε χρόνο, φθίνουσα χρηματοδότηση, φτωχές βιβλιοθήκες, διαλυμένες εστίες ή χωρίς σύστημα ηλεκτρονικών αιτήσεων για μεταπτυχιακές σπουδές; Μπορεί έτσι να προχωρήσει η διεθνοποίηση και η προσέλκυση ξένων φοιτητών; Η Ελλάδα δεν διαθέτει ούτε την κουλτούρα της διεθνοποίησης ούτε της αγγλοφωνίας, όπως η Ολλανδία, που επωφελήθηκε τα μέγιστα από το Brexit.
Η ανώτατη εκπαίδευση σε παγκόσμιο επίπεδο είναι ένας χώρος συνεχών μετακινήσεων και ανταγωνιστικών ερευνητικών προγραμμάτων, που προϋποθέτουν ακριβές υποδομές, και ως εκ τούτου δεν θα πρέπει να καλλιεργείται η ψευδαίσθηση ότι τα μη κρατικά πανεπιστήμια γρήγορα θα αντιστρέψουν το brain drain. Η διεθνής «αγορά» της εκπαίδευσης γίνεται όλο και πιο ανταγωνιστική με πανεπιστήμια διαφορετικών ταχυτήτων (μαζικής παραγωγής πτυχιούχων ή έρευνας πρώτης γραμμής) και τούτο θα καθορίσει και το μέλλον της ανώτατης εκπαίδευσης στην Ελλάδα. Η ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων θα οδηγήσει αργά ή γρήγορα στην αξιολογική κατάταξη, και όχι απλώς στην πιστοποίηση, των ομοειδών τμημάτων, θέτοντας το ερώτημα ποια πανεπιστήμια διαθέτουν θύλακες ερευνητικής αριστείας και ποια είναι απλώς σχολές παραγωγής πτυχιούχων. Και στη μία και στην άλλη περίπτωση το υπουργείο θα κληθεί να στηρίξει ποικιλοτρόπως τα αδύναμα που θα χάνουν φοιτητές και προσωπικό στα μη κρατικά ή να τα περιορίσει. Είναι προετοιμασμένο για μια τέτοια εξέλιξη;
O κ. Δημήτρης Tζιόβας είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Birmingham της Aγγλίας.