Κυβέρνηση συνεργασίας Νέας Δημοκρατίας – ΠαΣοΚ είναι το βασικότερο σενάριο που αναμένεται να προκύψει από τις εκλογές βάσει των σημερινών δεδομένων, εκτιμά ο Βολφάνγκο Πικολί, συμπρόεδρος της εταιρείας πολιτικο-οικονομικών αναλύσεων Teneo Intelligence. Ο έμπειρος αναλυτής εκλογικών αναμετρήσεων υπογραμμίζει, πάντως, ότι η εικόνα είναι ακόμη ρευστή λόγω και των πολλών αναποφάσιστων και δεν αποκλείει να υπάρξουν εκπλήξεις, ακόμη και αρνητικές.
Ποια τα χαρακτηριστικά της εκλογικής αναμέτρησης όπως διαμορφώνονται τώρα;
«Είναι νωρίς για να έχουμε ρεαλιστική εικόνα από τις δημοσκοπήσεις. Υπάρχει μεταβλητότητα, μεγάλος αριθμός αναποφάσιστων και είναι σχεδόν αναπόφευκτος ο δεύτερος γύρος. Το βασικό σενάριο είναι ότι μετά τον δεύτερο γύρο θα έχουμε μια κυβέρνηση συνεργασίας μεταξύ Νέας Δημοκρατίας και ΠαΣοΚ. Είναι δύσκολο σήμερα να δει κανείς πώς η ΝΔ θα φτάσει στον δεύτερο γύρο στο 37%-38% που χρειάζεται για οριακή πλειοψηφία. Πριν από τα Τέμπη το βασικό μου σενάριο ήταν μονοκομματική κυβέρνηση ΝΔ μετά τον δεύτερο γύρο, σήμερα είναι κυβέρνηση συνεργασίας. Αλλά η κατάσταση είναι ρευστή, ο Ιούλιος απέχει αρκετά. Σημαντικός παράγοντας είναι η προσέλευση. Μπορεί να υπάρξει αποχή στις 21 Μαΐου αν κάποιοι θεωρήσουν ότι δεν υπάρχει λόγος να ψηφίσουν διότι υπάρχει δεύτερος γύρος, ενώ τον Ιούλιο πολλοί και κυρίως οι νέοι θα λείπουν διακοπές. Υπάρχει επίσης το ερώτημα πόσα κόμματα θα καταφέρουν να εισέλθουν στη Βουλή, ενώ θα υπάρξει πιθανή επιπλοκή μεταξύ του πρώτου γύρου και του δεύτερου αν η επίδοση της ΝΔ στον πρώτο γύρο είναι χειρότερη από την αναμενόμενη και ειδικά αν είναι κάτω από 30% θα προκαλέσει επιπλοκές για τον Μητσοτάκη ως προς τη θέση του στο κόμμα και ως προς τη διαπραγματευτική του δύναμη με το ΠαΣοΚ».
Ποια ζητήματα απασχολούν τους Ελληνες εν όψει των εκλογών;
«Το κυρίαρχο είναι το κόστος της διαβίωσης, ο πληθωρισμός, πώς θα βγάλουμε τον μήνα. Τα Τέμπη έχουν φέρει στο προσκήνιο των ανησυχιών το ζήτημα της αξιοπιστίας, διαφθοράς, διαφάνειας. Αυτό έχει εκτοπίσει το Μεταναστευτικό που ήταν πιο σημαντικό παλαιότερα. Υπάρχει μεγαλύτερη προσοχή στο πού και πώς ξοδεύονται τα δημόσια χρήματα, αν υπάρχει λογοδοσία. Στο μέτωπο του κόστους διαβίωσης η κυβέρνηση προσπαθεί να το μετριάσει με την αύξηση π.χ. των επιδομάτων για τους ανθρώπους με ειδικές ανάγκες, του κατώτατου μισθού, με τα μέτρα στήριξης του ενεργειακού κόστους. Αλλά παραμένει κυρίαρχο».
Μήπως η ανησυχία αυτή οδηγήσει περισσότερους ψηφοφόρους προς τον ΣΥΡΙΖΑ;
«Δεν νομίζω. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει μιλήσει για ανάκτηση της κύριας κατοικίας, για αμνηστία για χαμηλές φορολογικές οφειλές, αλλά δεν είναι καθόλου έντονη η απάντησή του όσον αφορά το κόστος της διαβίωσης. Είναι ένα κόμμα που δεν έχει ακόμη συνέλθει από την εμπειρία του ως κυβέρνησης. Δεν έχει πολλά να πει για το κόστος διαβίωσης σε αντίθεση με την κυβέρνηση, που έχει αρκετά χαρτιά να επιδείξει. Ενδεχομένως γι’ αυτό έχει αυξηθεί οριακά τελευταίως το ποσοστό της ΝΔ, ίσως από πρώην ψηφοφόρους της που επιστρέφουν στο κόμμα, και εδώ επικεντρώνεται η ΝΔ στην επιστροφή των ψηφοφόρων που έχει χάσει. Αλλά το πρόβλημα για την κυβέρνηση είναι η αδυναμία της επικοινωνιακής της πολιτικής. Η επικοινωνία τους γύρω από τα Τέμπη ήταν φρικτή, το ίδιο και γύρω από τις υποκλοπές. Το κόμμα βρίσκεται σε απόσταση από τον μέσο ψηφοφόρο. Μπορούν να κάνουν παρισσότερα σε αυτό».
Γιατί δεν φαίνεται να κερδίζει περισσότερους ψηφοφόρους το ΠαΣοΚ;
«Το ποσοστό τους ήταν χαμηλότερο πριν από την εκλογή του Ανδρουλάκη. Ανέβηκε αρκετά και τώρα μειώθηκε πάλι. Γιατί; Πρώτον, δεν είναι ξεκάθαρο τι ακριβώς αντιπροσωπεύσει σήμερα το ΠαΣοΚ. Με εξαίρεση τους μεγαλύτερους σε ηλικία και λίγο ρομαντικούς, για τους νέους υπάρχει εδώ ερωτηματικό, τι είναι το ΠαΣοΚ, και ο Ανδρουλάκης δεν έχει καταφέρει να προβάλει μια απάντηση. Δεύτερον, το κόμμα είναι διαιρεμένο, υπάρχουν δύο με τρεις ομάδες στο κόμμα. Τρίτον, υπάρχει ακόμη ένα ερωτηματικό όσον αφορά το πόσο καλός μπορεί να είναι ο Ανδρουλάκης στην εκλογική εκστρατεία ως ηγέτης, στην ικανότητά του να συνδεθεί με το κοινό. Για τους λόγους αυτούς βρίσκονται στο 10%-12%. Πρέπει να πούμε επίσης ότι όταν χρειάστηκε το ΠαΣοΚ να συμμετέχει σε κυβέρνηση συνεργασίας ως μειοψηφικό κόμμα, συντρίφτηκε στις εκλογές που ακολούθησαν. Αν η ευκαιρία επανέλθει ειδικά μετά τον δεύτερο γύρο, η συζήτηση εντός του κόμματος θα είναι έντονη και ειδικότερα καθώς από την πλευρά της ΝΔ θα επιδιώξουν να παραμείνει ο Μητσοτάκης πρωθυπουργός. Θα είναι μια ενδιαφέρουσα δοκιμασία για την ενότητα του ΠαΣοΚ αν αναγκαστούν να αποφασίσουν αν θα στηρίξουν τη ΝΔ σε μια κυβέρνηση με αρχηγό τον Μητσοτάκη».
Και μια τελευταία ερώτηση…Πώς εξηγείτε το μεγάλο ποσοστό των αναποφάσιστων;
«Δεν αποτελεί έκπληξη. Σε ευρύ φάσμα ευρωπαϊκών κρατών βλέπουμε ότι την τελευταία εβδομάδα πριν από τις εκλογές υπάρχουν 10%-15% αναποφάσιστοι και οι περισσότεροι αποφασίζουν πώς θα ψηφίσουν την ημέρα που πηγαίνουν στο εκλογικό κέντρο, την τελευταία στιγμή. Γι’ αυτό υπάρχει η εντύπωση ότι υπάρχουν λάθη στις δημοσκοπήσεις, αλλά η δουλειά τους έχει γίνει δυσκολότερη. Είναι μια τάση που διαμορφώθηκε τα τελευταία δέκα χρόνια μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση, όπου έχουμε εκπλήξεις που προέρχονται από τους αναποφάσιστους. Αυτό που είναι ενδιαφέρον για τη ΝΔ και θα κάνει πιο πολύπλοκη την αριθμητική των εκλογών είναι ότι κάποιοι από τους αναποφάσιστους είτε θα καθίσουν σπίτι απέχοντας ή θα ψηφίσουν για μικρά κόμματα, τα οποία θα καταφέρουν να περάσουν το όριο ένταξής τους στη Βουλή, από την Ελληνική Λύση μέχρι το ΜέΡΑ25, να δούμε και αν θα επιτραπεί τελικά να λάβει μέρος το Εθνικό Κόμμα Ελληνες (κόμμα Κασιδιάρη). Θα είναι ίσως εκλογές που θα έχουμε ενδιαφέρουσες εκπλήξεις. Το ερώτημα είναι τι θα γίνει στη ΝΔ αν πάρουν ποσοστό κάτω από 30%. Θα υπάρξει σοκ στο σύστημα, θα αμφισβητηθεί ο Μητσοτάκης ως ηγέτης του κόμματος, ο οποίος έχει καταφέρει να το κρατήσει υπό έλεγχο διότι έχει πάει καλά στις δημοσκοπήσεις. Αν ξαφνικά υπάρχει αρνητική έκπληξη στις 21 Μαΐου με χαμηλότερο από 30% των ψήφων, θα τεθεί επίσης το ζήτημα αν θα νομιμοποιείται ο Μητσοτάκης να ζητήσει δεύτερες εκλογές. Αυτή τη στιγμή δεν μπορεί να απορριφθεί ένα τέτοιο σενάριο και με δεδομένη τη φτωχή επικοινωνιακή στρατηγική της ΝΔ».