Είναι ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης «πνευματικό παιδί» του κ. Κώστα Σημίτη; Είναι μήπως απλά θαυμαστής του ή έχουν βάση οι θεωρίες συνωμοσίας που αναπτύσσονται κατά καιρούς στα πιο χαμηλά πατώματα και τα υπόγεια της δεξιάς πολυκατοικίας ότι καθοδηγείται από αυτόν, είναι σε άμεση σχέση μαζί του και συναντώνται συχνά υπό συνθήκες απολυτής μυστικότητας;
Εγκλημα καθοσιώσεως
Τα ερωτήματα είναι, προφανέστατα, έξω από κάθε λογική. Γεννήθηκαν, ή καλύτερα «αναγεννήθηκαν», στις αρχές αυτής της εβδομάδας, όταν τέθηκε το «μέγα» ιδεολογικοπολιτικό ζήτημα για τη συντηρητική παράταξη, αν ο Πρωθυπουργός θα παραστεί στην αυριανή τιμητική εκδήλωση για τον πρώην πρωθυπουργό κ. Σημίτη. Συντηρητικά μέσα ενημέρωσης παρουσίασαν το ενδεχόμενο ως έγκλημα καθοσιώσεως – είναι δυνατόν ο Πρωθυπουργός της παρατάξεώς μας να παρίσταται και να τιμά με την παρουσία του πρωθυπουργό, και ποιον πρωθυπουργό, τον Κ. Σημίτη του ΠαΣοΚ; Εγκλημα που παίρνει ευρύτερες διαστάσεις όταν την ίδια ώρα πραγματοποιείται μια εκδήλωση αναλόγου χαρακτήρος για μια προσωπικότητα της παρατάξεως, τη Μαριέττα Γιαννάκου.
Εκδήλωση στην οποία μάλιστα κεντρικός ομιλητής θα είναι ένας άλλος πρώην πρωθυπουργός, ο Κ. Καραμανλής… Ο πρωθυπουργός που διαδέχθηκε τον Κ. Σημίτη και έμεινε στην (πολιτική) ιστορία για την τοξικότητα που απέπνεε ο αφορισμός «αρχιερέας της διαπλοκής» για τον προκάτοχό του – τίποτε άλλο δεν θα έχει να θυμηθεί γι’ αυτόν ο ιστορικός του μέλλοντος.
Αν και το πρόβλημα της διχοστασίας επί του συγκεκριμένου λύθηκε με την αναπροσαρμογή του προγράμματος της εκδήλωσης για τη Μαριέττα Γιαννάκου, έτσι ώστε ο κ. Μητσοτάκης να μπορέσει να παραστεί και στις δύο εκδηλώσεις, η ιστορία αυτή επανέφερε στο προσκήνιο τη συζήτηση περί Κυρ. Μητσοτάκη ως «πνευματικού τέκνου» του Κ. Σημίτη. Και την επανέφερε με ένταση λίγους μήνες μετά τις εθνικές εκλογές, όπου ο σημερινός Πρωθυπουργός κατέκτησε μια άνετη αυτοδυναμία, οικειοποιούμενος ένα σημαντικό κομμάτι των κεντρώων ψηφοφόρων.
Φιλελεύθερος κεντρώος
Αλλά ο Πρωθυπουργός είναι απόγονος και πολιτικά του πατέρα του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, ο οποίος έγινε πρωθυπουργός ως επικεφαλής της Νέας Δημοκρατίας, της συντηρητικής παράταξης, στην πραγματικότητα όμως δεξιός με την ολιστική έννοια του όρου δεν υπήρξε ποτέ. Ενας φιλελεύθερος, κεντρώος πολιτικός ήταν που «έκαψε» το πολιτικό του κεφάλαιο στην ταραγμένη δεκαετία του ’60 και επανήλθε στη δρώσα πολιτική 15 χρόνια μετά τα «Ιουλιανά» προσχωρώντας στη Νέα Δημοκρατία. Ο σημερινός Πρωθυπουργός δεν χρειάστηκε να κάνει τόσο μεγάλα και παρακινδυνευμένα βήματα. Το μόνο ίσως βήμα που έκανε, και σημάδεψε καταλυτικά την πορεία του στη συνέχεια, ήταν όταν αποφάσισε να διεκδικήσει την ηγεσία του κόμματος, κόντρα στα προγνωστικά, άλλα και τις θελήσεις της οικογένειας, που επιθυμούσε η διαδοχή του «οίκου» να περάσει στην αδελφή του, Ντόρα Μπακογιάννη.
Η Ντόρα και το Κέντρο
Κάτι που δεν θα μάθουμε ποτέ είναι αν η Ντόρα Μπακογιάννη ως πρόεδρος της ΝΔ θα κέρδιζε τις εθνικές εκλογές και θα αποκαθήλωνε οριστικά τον ΣΥΡΙΖΑ του Αλ. Τσίπρα. Μπορούμε όμως να υποθέσουμε, σχεδόν με βεβαιότητα, ότι η ΝΔ της Ντόρας Μπακογιάννη δεν θα είχε πολλές διαφορές από αυτήν υπό τον Κυρ. Μητσοτάκη. Ισως εκείνη να μην ήταν τόσο τολμηρή στο να προσεγγίσει και να «αφομοιώσει» πρόσωπα από την Κεντροαριστερά, όμως η αδιαμφισβήτητη ευφυΐα της ασφαλώς θα την οδηγούσε στο να κάνει ανοίγματα στον χώρο του Κέντρου. Με κόμματα και κομματίδια να ξεφυτρώνουν κάθε τόσο στα δεξιά της ΝΔ, προφανέστατα θα αναζητούσε τη διεύρυνση της εκλογικής βάσης της στη μεγάλη δεξαμενή των κεντρώων ψηφοφόρων προκειμένου να αντισταθμίσει τις απώλειες.
Αλώβητος από συγκρούσεις
Οση αλήθεια εμπεριέχεται στην εκτίμηση ότι η Ντόρα έκανε κρίσιμες λανθασμένες επιλογές όταν δεν έπρεπε, άλλη τόση υπάρχει στο να της αναγνωρίσει κανείς ότι 30 και περισσότερα χρόνια στην πρώτη γραμμή της πολιτικής ζωής, επέδειξε μεγάλες ικανότητες στον χειρισμό δύσκολων καταστάσεων. Δεν ήταν συγκρουσιακή, ισορροπούσε όταν έπρεπε, άνοιγε διάλογο όταν το επέβαλλαν οι συνθήκες. Η σύγκριση με τον αδελφό της επ’ αυτού είναι καταλυτική. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης επιζητεί τη σύγκρουση. Κι αν δεν την επιζητεί, δεν την αποφεύγει. Πιθανότατα γιατί γνωρίζει με ποιους έχει να κάνει. Εχει περισσότερες γωνίες, και παρότι σε άψογη φυσική κατάσταση, είναι λιγότερο ευλύγιστος και ευέλικτος. Οταν ανέλαβε πρωθυπουργός δεν ήταν λίγοι εκείνοι που προέβλεπαν ότι θα γίνει όμηρος των βαρόνων του κόμματος. Πότε ότι θα τον «κατάπινε» η ομάδα των «καραμανλικών» και πότε θα του έκανε δύσκολη τη ζωή η ομάδα των «σαμαρικών». Οχι πως δεν το επιχείρησαν, αλλά η πραγματικότητα απέδειξε ότι τα κατάφερε να βγει αλώβητος από τις συγκρούσεις, πραγματικές και φαινομενικές.
Αν πρέπει κάποιος να του αναγνωρίσει ως πρώτο προτέρημα είναι ότι πέτυχε να επικρατήσει με σχετική άνεση σε μια κινούμενη άμμο όπως είναι η πραγματική κομματική βάση της συντηρητικής παρατάξεως. Ουσιαστικά χωρίς να ανοίξει μύτη. Διακινδύνευσε, και διακινδυνεύει κάθε φορά, να χάσει τη σφραγίδα τού «είναι δικός μας» και δείχνει να αδιαφορεί για την γκρίνια που προκαλούν πολλές φορές οι επιλογές του, ακόμη και η πιθανότητα μιας ανταρσίας των βουλευτών του. Πέρυσι τέτοιον καιρό πολλοί αναρωτιούνταν αν θα τα καταφέρει να επανεκλεγεί. Τον Φεβρουάριο εφέτος μετά τα Τέμπη τα ερωτήματα έγιναν σχεδόν βεβαιότητα. Με την ακρίβεια στα ράφια των σουπερμάρκετ, στα καύσιμα, το ηλεκτρικό ρεύμα να σαρώνει την αγοραστική ικανότητα των πολιτών, ακόμη και το περιβάλλον του ζούσε μέσα στην αμφιβολία.
Ο σκόπελος των υποκλοπών
Ηταν ίσως ο μόνος που πίστευε ότι θα κερδίσει. Κέρδισε. Αλλά η νίκη είναι φανερό πως έχει πλέον ορατές επιπτώσεις πάνω του. Εχει κλειστεί σε ένα περιβάλλον, το οποίο προφανώς εμπιστεύεται, όμως δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι του μεταφέρει και την πραγματική εικόνα που διαμορφώνεται γι’ αυτόν αργά αλλά σταθερά στην κοινωνία. Του λένε ό,τι θέλει να ακούσει – τόσο γνώριμη τακτική σε όσους περιστοιχίζουν τον κάθε φορά ένοικο του Μεγάρου Μαξίμου. Μοιάζει να μη διδάχτηκε από το πρόσφατο παρελθόν. Η αφιλτράριστη εμπιστοσύνη που έδειξε στον ανιψιό του Γρ. Δημητριάδη τον ενέπλεξε σε έναν λαβύρινθο, αυτό των υποκλοπών, από τον οποίο φαντάζει σχεδόν αδύνατον να ξεμπλέξει. Ο,τι νομικά τερτίπια και να έχουν χρησιμοποιηθεί προς την κατεύθυνση αυτή, έχουν το ίδιο αποτέλεσμα. Την αποτυχία.
Εγινε πρωθυπουργός το 2019 για να αποκαταστήσει τη θεσμική νομιμότητα στη χώρα που είχε διαταραχθεί σοβαρά επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και βρίσκεται συνεχώς αντιμέτωπος με τα ερωτήματα που γεννά η στάση του απέναντι στο σκάνδαλο των υποκλοπών. Από την πρώτη στιγμή αντιμετώπισε την υπόθεση με τρόπο φοβικό, αντί να φτάσει το μαχαίρι ως το κόκαλο. Η αδυναμία του αυτή παίρνει ευρύτερες διαστάσεις για κάποιον που αντικρίζει σχεδόν επί καθημερινής βάσεως τον πρωταγωνιστή του σκανδάλου, Γρ. Δημητριάδη, να κόβει βόλτες στο Κολωνάκι, συνοδεία κουστωδίας σωματοφυλάκων, αποδεικνύοντας στην πράξη ότι η Δικαιοσύνη δεν μπορεί να τον αγγίξει. Είναι όμως τυχερός που στην κυβέρνησή του υπάρχουν θεσμικά αντίβαρα στην εκτροπή. Ο Νίκος Δένδιας, ο Γιώργος Γεραπετρίτης, ο Κωστής Χατζηδάκης – και ω της συμπτώσεως και οι τρεις παρακολουθούμενοι από το ίδιο σύστημα που παρακολουθούσε τους αντιπάλους του!
Επικαλείται με μια διάχυτη, στα όρια της αλαζονείας, υπεροψία – το έκανε και την Τετάρτη στη Βουλή – το 41% που έλαβε στις εκλογές του Ιουνίου, αλλά παραβλέπει πως οι δημοσκοπήσεις που βλέπουν το φως της δημοσιότητας του χτυπούν έντονα καμπανάκια. Ισως να μην υπάρχει προηγούμενο, στην Ελλάδα τουλάχιστον, κόμμα εξουσίας να έχει χάσει το ¼ της δύναμής του, να έχει φθαρεί τόσο μέσα σε τέσσερις μήνες. Λογικό. Η ανθεκτικότητα που επιδεικνύει μοιάζει μοναδική και απροσπέλαστη. Το ερώτημα όμως είναι για πόσο ακόμη. Σε έξι-επτά μήνες, στις ευρωεκλογές, θα δοκιμαστεί ξανά. Απομένει να δούμε αν θα περάσει και αυτές τις Συμπληγάδες αλώβητος…