Η πρόσφατη και συνάμα πρώτη επίσκεψη του πρίγκιπα διαδόχου της Σαουδικής Αραβίας Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν μπιν Αμπτουλαζίζ αλ Σαούντ (MBS) στην Ελλάδα επικύρωσε με εμφατικό τρόπο την αναβάθμιση των σχέσεων Αθήνας και Ριάντ. Η υπογραφή 17 επιχειρηματικών και 11 διακρατικών συμφωνιών ύψους 3,7 δισ. ήταν το επιστέγασμα έντονων διμερών διεργασιών, εκατέρωθεν υπουργικών και επιχειρηματικών συναντήσεων και διαβουλεύσεων, ενώ σημαντικό ρόλο έπαιξαν και οι δύο επισκέψεις του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στην αραβική χώρα (Φεβρουάριος 2020 και Οκτώβριος 2021). Πέραν του οικονομικού σκέλους (που είναι κομβικής σημασίας για την Αθήνα), οι δύο χώρες αποφάσισαν να εδραιώσουν τη στρατηγική τους σχέση, θεσμοθετώντας το Ανώτατο Συμβούλιο Στρατηγικής Συνεργασίας (ΑΣΣΣ). Με αυτόν τον τρόπο, σύμφωνα με αρμόδιες πηγές, αποκρυσταλλώνεται η σύσφιγξη των σχέσεων και οι δύο πλευρές αναλαμβάνουν την υποχρέωση να συναντιούνται τουλάχιστον μία φορά ετησίως προκειμένου να διερευνήσουν πώς εξελίσσεται η συνεργασία τους. Εν προκειμένω, ιδιαίτερο βάρος θα δίδεται και στον οικονομικό τομέα.
Η συμφωνία
που ξεχωρίζει
Οι υπογραφείσες διακρατικές συμφωνίες, μεταξύ άλλων, αφορούσαν τους τομείς ενέργειας, στρατιωτικής συνεργασίας, διμερών επενδύσεων, επιστημονικής και τεχνολογικής συνεργασίας, υγείας, καταπολέμησης του εγκλήματος, πολιτισμού και αθλητισμού, τεχνικής συνεργασίας στα πεδία της τυποποίησης και ποιότητας, συνεργασίας στην αρχειοθέτηση και διαχείριση αρχείων κ.λπ.
Η συμφωνία που τόσο η Αθήνα όσο και το Ριάντ ξεχώρισαν είναι ο East to Med data Corridor (EMC), δηλαδή η «καλωδιακή» ένωση των δύο χωρών. Η εν λόγω συμφωνία υπεγράφη παρουσία των δύο ηγετών από τους εκπροσώπους των εταιρειών που θα περατώσουν το έργο (ΜΕΝΑ HUB από σαουδαραβικής πλευράς, TTSA από ελληνικής, ενώ μερίδιο θα έχουν ΔΕΗ και CyTA Κύπρου). Ειδικότερα, συμφωνήθηκαν οι κύριοι όροι για τη δημιουργία μιας κοινής επιχείρησης που θα τοποθετήσει το καλώδιο δεδομένων που θα συνδέει την Ασία με την Ευρώπη διά μέσου των δύο χωρών. Η συμφωνία κοστολογείται περί το 1 δισ. και παρότι γίνεται αποκλειστικά σε επίπεδο ιδιωτικών εταιρειών, τα δύο κράτη φέρεται ότι έδωσαν μεγάλη ώθηση στα ενδιαφερόμενα μέρη.
Το γεωπολιτικό
αποτύπωμα
Πρακτικά, ο EMC καθιστά τις δύο χώρες hub μεταφοράς, αποθήκευσης και δημιουργίας δεδομένων στην περιοχής της Ευρασίας. Ιδιαίτερα για την Ελλάδα, το «καλώδιο» σύμφωνα με ανώτερους κυβερνητικούς αξιωματούχους έχει και γεωπολιτικό αποτύπωμα. Και τούτο, διότι όπως υποστήριζαν, εφόσον η Ελλάδα καταστεί τόσο ενεργειακό όσο και hub δεδομένων, θα έχει διευρυμένο λόγο και ρόλο στην περιοχή, ενώ θα αναγνωρίζεται και η αξιοπιστία που έχει ανακτήσει. «Οι πρώτες συζητήσεις για τον EMC έγιναν τον Οκτώβριο του 2021, συνεχίστηκαν τον Φεβρουάριο του 2022 και σήμερα, μόλις μερικούς μήνες αργότερα, μιλάμε για μία ώριμη επένδυση και ένα έργο που προχωρεί προς ταχεία υλοποίηση μέσα στο φθινόπωρο και ολοκλήρωση μέσα στην επόμενη διετία» δήλωσε στο «Βήμα» o Γιάννης Σμυρλής. «Η Ελλάδα θα μετατραπεί σε αυτό το διάστημα σε κόμβο διακίνησης ενέργειας και τεχνολογίας και αυτό είναι σημαντικό όχι μόνο από οικονομικής, αλλά και από γεωπολιτικής απόψεως, καθώς και για την ασφάλεια της χώρας. Είναι δε πολύ σημαντικό ότι στη συμφωνία έχει περιληφθεί και η Κύπρος» πρόσθεσε ο γενικός γραμματέας Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων και Εξωστρέφειας και πρόεδρος της Enterprise Greece.
Ο υφυπουργός Εξωτερικών για την Οικονομική Διπλωματία Κώστας Φραγκογιάννης έκανε λόγο για ιδιαίτερη στιγμή στις σχέσεις των δύο χωρών ενώ χαρακτήρισε την υπογραφή των επιχειρηματικών συμφωνιών ως «αναμφίβολη επιτυχία και είναι ενθαρρυντικό ότι κινούμαστε στη σωστή κατεύθυνση». Ο κ. Φραγκογιάννης «έτρεξε» τη διμερή προσέγγιση. Τον περασμένο Μάρτιο είχε ηγηθεί μεγάλης ελληνικής αποστολής σε διμερές επιχειρηματικό Φόρουμ στο Ριάντ, ενώ τον περασμένο Μάιο υπό την ηγεσία του πραγματοποιήθηκε παρόμοιο φόρουμ στην Αθήνα με συμμετοχή πολλών επιχειρηματιών και από τις δύο χώρες.
Projects με
παράπλευρα οφέλη
Από την κυβέρνηση, σημείωναν ως θετικό στοιχείο το ενδεχόμενο να καταστεί η Ελλάδα «πύλη» εισόδου Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) και υδρογόνου από τη Σαουδική Αραβία προς την Ευρώπη, κάτι που τόνισε και ο ίδιος ο MBS μιλώντας με τον Πρωθυπουργό. Παράλληλα, ανώτεροι αξιωματούχοι υπογράμμιζαν ότι οι επενδύσεις και τα projects που συμφωνήθηκαν αφενός φέρνουν δουλειές στην Ελλάδα, αφετέρου ενισχύουν την εικόνα της χώρας διεθνώς.
Στις επιχειρηματικές συναντήσεις των περασμένων ημερών συμμετείχαν εκπρόσωποι από 102 ελληνικές επιχειρήσεις και 36 από σαουδαραβικές. Στο επιχειρηματικό φόρουμ του περασμένου Μαΐου μετείχαν εκπρόσωποι από 59 αραβικές επιχειρήσεις. Οι Σαουδάραβες έχουν χρήματα και όρεξη να επενδύσουν στην Ελλάδα, υπογράμμιζαν στο «Βήμα» κορυφαίοι έλληνες επιχειρηματίες που συμμετείχαν στις επαφές των περασμένων ημερών. Οι ίδιοι σημείωναν τον «θετικό και εποικοδομητικό» ρόλο της ελληνικής κυβέρνησης σε αυτή την κατεύθυνση, η οποία – όπως λένε – κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες. «Τώρα ποιες συμφωνίες θα γίνουν έργα και ποιες θα μείνουν στα λόγια θα το δούμε» συμπλήρωναν. «Υπάρχουν προοπτικές. Πολλά από τα μνημόνια που υπογράφηκαν έχουν προοπτικές να γίνουν συμφωνίες και να οριστικοποιηθούν. Υπάρχει δρόμος ακόμα, αλλά είναι καλός δρόμος» σημείωνε ανώτερο στέλεχος κολοσσιαίας ελληνικής εταιρείας.
Καθοριστικός ο ρόλος των Patriot
Εμπειροι παρατηρητές του οικονομικοπολιτικού γίγνεσθαι περιέγραφαν ως πολύ σημαντικό το γεγονός ότι ο MBS επισκέφθηκε για δύο μέρες την Ελλάδα, ενώ πρόσφατα ο ίδιος ο αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν ταξίδεψε στη Σαουδική Αραβία για να τον συναντήσει. Κυβερνητικοί κύκλοι έβαζαν θετικό πρόσημο στην επίσκεψη και στα όσα ακολούθησαν αυτής, ενώ έλεγαν ότι η προσέγγιση Αθήνας και Ριάντ ήταν μια στοχευμένη κίνηση από πλευράς Ελλάδας. Ενα από τα στοιχεία που ενίσχυσαν έτι περαιτέρω τις καλές σχέσεις των δύο χωρών ήταν η απόφαση της Αθήνας να συνδράμει το περασμένο έτος με μια συστοιχία Patriot τους Σαουδάραβες. Ηταν ένα γεγονός που έδωσε ώθηση στην προσέγγιση και το οποίο αξιωματούχοι αμφοτέρων ξεχώριζαν ως σημείο-τομή στην ανάπτυξη των διμερών σχέσεων.