Η απόφαση της Αθήνας να συνεργαστεί με τη γνωστή εταιρεία λόμπινγκ BGR Group είναι μια κίνηση που έρχεται εν μέσω της αβεβαιότητας αλλά και της «νέας πραγματικότητας» που διαμορφώνεται στην αμερικανική πρωτεύουσα από τη διακυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ. Η απόφαση της Ελλάδας να επιστρατεύσει ένα από τα πιο δοκιμασμένα ονόματα στην περίφημη K Street – τη λεωφόρο της Ουάσιγκτον όπου είναι συγκεντρωμένες οι μεγαλύτερες εταιρείες λόμπινγκ – έρχεται ως ένα φυσικό επόμενο βήμα που προσδίδει μια «τρίτη διάσταση» στη στρατηγική για την υπεράσπιση των ελληνικών θέσεων.
Η πρώτη διάσταση έχει φυσικά να κάνει με τη συστηματική αξιοποίηση της ομογένειας που τα τελευταία χρόνια απέδωσε καρπούς μέσω των διασυνδέσεων στο Κογκρέσο και σε κρίσιμες δεξαμενές σκέψεις που είναι σε θέση να διαμορφώνουν πολιτικά αφηγήματα. Ακολούθησε η αναβάθμιση της διπλωματικής και πολιτικής παρουσίας μέσω της ενίσχυσης της πρεσβείας αλλά και της παρουσίας πρωθυπουργών και υπουργών που έγιναν τακτικοί επισκέπτες στις ΗΠΑ.
Η Αθήνα στα βήματα της Λευκωσίας
Σύμφωνα με πληροφορίες του «Βήματος», λίγες εβδομάδες νωρίτερα είχε προηγηθεί η απόφαση της Κύπρου να συνάψει συνεργασία με την BGR, γεγονός που σημαίνει ότι για πρώτη φορά Αθήνα και Λευκωσία θα χρησιμοποιούν την ίδια εταιρεία λόμπινγκ στην Ουάσιγκτον. Ο όμιλος ιδρύθηκε το 1991 από δύο μεγάλα Ρεπουμπλικανικά ονόματα: τον πρώην κυβερνήτη του Μισισιπή που έχει διατελέσει πρόεδρος του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος Χάρλεϊ Μπάρμπουρ και τον πρώην αξιωματούχο του Λευκού Οίκου Εντ Ρότζερς.
Η BGR Group έδωσε αρχικά προτεραιότητα στην καλλιέργεια σχέσεων με κυβερνητικούς παράγοντες από τον χώρο των Ρεπουμπλικανών. Η προσπάθεια απέδωσε καρπούς όταν το περιοδικό «Fortune» ανέδειξε τον όμιλο ως την πιο ισχυρή εταιρεία λόμπινγκ στην Αμερική μετά την ορκωμοσία του Τζορτζ Μπους του νεότερου. Κατά την περίοδο Ομπάμα η εταιρεία αποφάσισε να διευρυνθεί αποκτώντας διακομματικό χαρακτήρα. Από τότε, σύμφωνα με διαδοχικές εκθέσεις του «Bloomberg», η BGR Group βρίσκεται σταθερά στις τέσσερις κορυφαίες εταιρείες με τη μεγαλύτερη επιρροή στην Ουάσιγκτον.
Πρόσβαση στο περιβάλλον Τραμπ
Εάν η πρόσβαση στο περιβάλλον του Τραμπ αποτελεί βασικό κριτήριο για την επιλογή μιας εταιρείας λόμπινγκ, η BGR βαθμολογείται με άριστα. Για παράδειγμα, ο εκλεκτός του Τραμπ για τη θέση του υπουργού Μεταφορών Σον Ντάφι είναι πρώην στέλεχος της εταιρείας και συνεχίζει να διατηρεί φιλικές σχέσεις με πολλά από τα στελέχη της.
Επίσης, ο διευθύνων σύμβουλος της BGR, Ντέιβιντ Ούρμπαν, ήταν σύμβουλος στην εκστρατεία του Τραμπ το 2016. Αργότερα είχε προταθεί για να αντικαταστήσει τον Ράινς Πρίμπους στη θέση του προσωπάρχη του Λευκού Οίκου. Το 2020 ήταν εκ νέου κορυφαίο στέλεχος στην προεκλογική εκστρατεία, ενώ στις εκλογές του 2024 ήταν ένας από τους βασικούς εκπροσώπους των θέσεων του Τραμπ σε όλα τα αμερικανικά τηλεοπτικά δίκτυα.
Ωστόσο, η λίστα με αξιωματούχους που υπηρέτησαν στην πρώτη κυβέρνηση Τραμπ δεν σταματάει εδώ. Για παράδειγμα, ο επικεφαλής των αμυντικών θεμάτων της BGR, Νταν Γκρίνγουντ, ήταν αναπληρωτής σύμβουλος εθνικής ασφαλείας στην πρώτη θητεία του Τραμπ ενώ η Χέδερ Νάουερτ είχε υπηρετήσει ως εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ μέχρι τον Απρίλιο του 2019.
Με άψογη γνώση του παρασκηνίου
H BGR Group έχει τη δυνατότητα να ανοίξει πόρτες, αλλά αυτή η πρόσβαση δεν είναι η σημαντικότερη υπηρεσία που προσφέρει. Η γνώση του παρασκηνίου αλλά και η κατανόηση του τρόπου που παίζεται στο υψηλότερο πολιτικά επίπεδο το παιχνίδι στην Ουάσιγκτον αποτελούν σημαντικές παραμέτρους.
Υπό αυτό το πρίσμα, δεν είναι λίγα τα στελέχη που μπορούν να φανούν χρήσιμα. Για παράδειγμα, αν η Ελλάδα έχει την ευκαιρία να προωθήσει στο Κογκρέσο ένα τρίτο μεγάλο νομοσχέδιο για την Ανατολική Μεσόγειο, θα επωφεληθεί σίγουρα από την παρουσία του Τζόζεφ Λάι, ο οποίος ήταν ο πρώτος ειδικός βοηθός του προέδρου Τραμπ για νομοθετικές υποθέσεις.
Επίσης, καθώς αρκετές ακροαματικές διαδικασίες για την επικύρωση αξιωματούχων που ενδιαφέρουν την Ελλάδα εκκρεμούν ακόμη, η ανάλυση του Λέστερ Μάνσον για το παρασκήνιο και τις νέες ισορροπίες στη Γερουσία θα είναι ιδιαίτερα χρήσιμη. Ο Μάνσον ήταν διευθυντής Προσωπικού στην Επιτροπή Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας κατά την πρώτη κυβέρνηση Τραμπ.
Επίσης, μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο πρόεδρος της εταιρείας Ερσκιν Γουέλς. Η εμπειρία και οι διασυνδέσεις του μπορούν να αποδειχτούν ιδιαίτερα σημαντικές για θέματα που αφορούν την Ελλάδα με δεδομένο ότι έχει υπηρετήσει ως αναπληρωτής προσωπάρχης και νομοθετικός σύμβουλος του γερουσιαστή Ρότζερ Γουίκερ που πλέον είναι ο νέος πρόεδρος της Επιτροπής Ενόπλων Υπηρεσιών της Γερουσίας.
Με τη χρονική επέκταση της Συμφωνίας Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας (MDCA), την πώληση των F-35, το θέμα των S-400 στην Τουρκία, αλλά και την εκκρεμότητα της αποστολής του επιπλέον αμυντικού υλικού που οι ΗΠΑ υποσχέθηκαν με την περίφημη «επιστολή Μπλίνκεν» προς τον έλληνα πρωθυπουργό, η συγκεκριμένη επιτροπή θα έχει τεράστια σημασία για την Ελλάδα τα επόμενα χρόνια.
Ο νέος ισχυρός άνδρας της Επιτροπής Ενόπλων Υπηρεσιών εκλέγεται στον Μισισιπή που φιλοξενεί τη μεγαλύτερη ναυπηγική βιομηχανία των ΗΠΑ. Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον και οι γνώσεις του γερουσιαστή Γουίκερ κρίνονται σημαντικά υπό το πρίσμα της συμμετοχής της Ελλάδας στο πρόγραμμα για την παραγωγή των νέων αμερικανικών φρεγατών Constellation.
Διασυνδέσεις με την ομογένεια
Οσον αφορά την εξοικείωση με την ελληνοαμερικανική κοινότητα και τα εθνικά θέματα, στην BGR εργάζεται ο Φρεντ Τέρνερ, ο οποίος ήταν προσωπάρχης του γερουσιαστή Μπομπ Μενέντεζ κατά την ψήφιση των δύο νομοσχεδίων για την Ανατολική Μεσόγειο.
Επαφές με την ομογένεια έχει και ο Λέστερ Μάνσον, ο οποίος πριν από την Επιτροπή Εξωτερικών Σχέσεων εργαζόταν ως προσωπάρχης του γερουσιαστή Μαρκ Κιρκ από το Ιλινόις. Από αυτό το πόστο είχε την ευκαιρία να συνεργαστεί με την ελληνοαμερικανική κοινότητα του Σικάγο αλλά και με τον πρώην πρέσβη των ΗΠΑ στην Ελλάδα Τζορτζ Τσούνη.
Τέλος, στην εταιρεία υπάρχει ο Μαρκ Ταβλαρίδης, πρώην υπάλληλος του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας επί Κλίντον και γιος του αείμνηστου ιερατικού προϊσταμένου του Καθεδρικού Ναού της Αγίας Σοφίας στην Ουάσιγκτον. Παρόλο που έχει δεχθεί κριτική στην ομογένεια γιατί στο παρελθόν είχε εκπροσωπήσει τα συμφέροντα του Αζερμπαϊτζάν, θεωρείται γνώστης των θεμάτων της Ελλάδας και έχει επαφές με την ελληνοαμερικανική κοινότητα.
Ο Τέρνερ μαζί με τον Γουέλς επισκέφτηκαν την Αθήνα όπου συναντήθηκαν με τον Πρωθυπουργό πριν η ελληνική κυβέρνηση πάρει την τελική απόφαση. Τα ίδια στελέχη εθεάθησαν και στο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών στην Ουάσιγκτον, αλλά και πρόσφατα στην ελληνική πρεσβεία.