Την Πέμπτη 22 Οκτωβρίου ο επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης κατέθεσε αυτοπροσώπως στη Βουλή πρόταση δυσπιστίας κατά του υπουργού Οικονομικων Χρ. Σταϊκούρα για ένα… πτωχευτικό νομοσχέδιο. Ο Σταϊκούρας, που ήταν παρών, μάλλον δεν θα πίστευε στα μάτια του και στα αφτιά του.
Και όχι μόνο ο Σταϊκούρας. Την επομένη, η «Εφημερίδα των Συντακτών» είχε την είδηση σε ένα μονοστηλάκι στην κάτω άκρη της πρώτης σελίδας.
Υποθέτω ότι η πρόταση δυσπιστίας και η αφορμή της θα πρέπει να ενταχθούν στις καλύτερες παραδόσεις του σουρεαλισμού – μαζί με την «παρανοϊκο-κριτική μέθοδο» του Νταλί και την πίπα του Μαγκρίτ.
Σε μια χώρα με βαθιά οικονομική ύφεση, δεύτερο κύμα κορωνοϊού, δίκη της Χρυσής Αυγής και οξυμμένα ελληνοτουρκικά χρειάζεται ακραία εφαρμογή της «παρανοϊκο-κριτικής μεθόδου» για να καταλήξεις σε πρόταση δυσπιστίας εναντίον ενός μάλλον δυσδιάκριτου υπουργού και για ένα νομοσχέδιο το οποίο κανείς δεν καταλαβαίνει. Δεν αμφιβάλλω ότι η πρόταση δυσπιστίας υπακούει σε κάποιο πολιτικό σκεπτικό.
Είναι κατανοητή η προσπάθεια της αντιπολίτευσης (και προσωπικά του Αλ. Τσίπρα) να επιχειρήσει κάποιας μορφής παρέμβαση στο προσκήνιο. Εστω για λόγους κομματικής συσπείρωσης σε μια περίοδο που οι δημοσκοπήσεις φέρνουν όλο και πιο μαύρα μαντάτα.
Είναι λογική επίσης η επιλογή να μεταφέρει την αντιπαράθεση σε ένα κοινωνικό πεδίο, ελπίζοντας ότι εκεί τουλάχιστον η κυριαρχία της κυβέρνησης θα αποδειχτεί λιγότερο ασφυκτική. Αλλά το σκεπτικό ακυρώνεται από την επιλογή.
Τι παράπονα θα διατυπώσει αύριο ο ΣΥΡΙΖΑ στο ΕΣΡ για τα ηλεκτρονικά ΜΜΕ; Οτι δεν έδωσαν τη δέουσα σημασία σε μια πολιτική πρωτοβουλία, την οποία (υποθέτω) ακόμη και οι πιο φανατικοί φίλοι του δυσκολεύονται να περιγράψουν;
Ο αντίλογος είναι ότι «έτσι ο Τσίπρας θα φέρει τουλάχιστον τον Μητσοτάκη στη Βουλή». Ε, και;
Αφενός είχε δεκάδες άλλους τρόπους και αφορμές να το κάνει – ούτως ή άλλως ο Μητσοτάκης είναι παντού και ανακατεύεται με τα πάντα…
Αφετέρου δεν είδα να παθαίνει και τίποτα ο Μητσοτάκης κάθε φορά που αντιμετωπίζει τον Τσίπρα στη Βουλή. Το αντίθετο…
Κακά τα ψέματα, λοιπόν, το πρόβλημα της αντιπολίτευσης δεν είναι ο Μητσοτάκης. Είναι η αντιπολίτευση.
Χωρίς σαφή γραμμή πλεύσης και συγκροτημένη στρατηγική, με μια παλινωδία αντικρουόμενων απόψεων, κλυδωνίζεται ανάμεσα στις αναμνήσεις ενός «ένδοξου κυβερνητικού παρελθόντος» και σε πολιτικές εξαλλοσύνες που δεν δικαιολογούνται από ένα κόμμα με «ένδοξο κυβερνητικό παρελθόν».
Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, η έλλειψη απήχησης τείνει να καταντήσει ενδημική. Οχι φυσικά λόγω της «λίστας Πέτσα» ή της διαπλοκής ή της κυβερνητικής επιβολής στον χώρο της ενημέρωσης. Αλλά επειδή η ίδια η αντιπολίτευση «δεν πουλάει». Και «δεν πουλάει» επειδή δεν ενδιαφέρει.
Ολος μαζί ο Τύπος που υποστηρίζει τον ΣΥΡΙΖΑ («Αυγή», «Εφημερίδα των Συντακτών», «Κontra», «Εποχή», «Documento» κ.λπ.) έχει αθροιστικά και με το ζόρι το 20% της κυκλοφορίας των «ΝΕΩΝ» και του «Βήματος». Δεν πιστεύω ο Πέτσας να αγοράζει και αναγνώστες.
Από εκεί και πέρα φυσικά βρέχει δικαιολογίες. Τα «κέντρα», τα «συστήματα», τα «συμφέροντα»…
«Φταίει το ζαβό το ριζικό μας / Φταίει ο Θεός που μας μισεί / Φταίει το κεφάλι το κακό μας / Φταίει πρώτα απ’ όλα το κρασί».
Η αξιωματική αντιπολίτευση όμως θυμίζει όλο και περισσότερο τον πίνακα του Μαγκρίτ που δείχνει μια πίπα και έχει τίτλο «Αυτό δεν είναι μια πίπα». Τι είναι; Υποθέτω ο Σταϊκούρας και το πτωχευτικό νομοσχέδιο!
Ασυνείδητοι
Τελικά για το δεύτερο κύμα κορωνοϊού δεν έφταιξαν ούτε ο τουρισμός, ούτε οι τουρίστες, ούτε τα σχολεία, ούτε ο αριθμός των μαθητών στις τάξεις, ούτε οι ελλείψεις του ΕΣΥ. Εφταιξαν οι χιλιάδες ασυνείδητοι που στριμώχτηκαν σε πλατείες, σε πεζόδρομους, σε πάρτι, σε διαδηλώσεις, σε καταλήψεις, σε γάμους, σε μπουζούκια, σε εκκλησίες, σε συλλαλητήρια…
Εφταιξε ένα κλίμα κοινωνικής απειθαρχίας, λες και κάποιοι αισθάνθηκαν ενοχές που την άνοιξη είχαν αντιδράσει σαν πειθαρχημένο σύνολο.
Ετσι επανήλθαμε αισίως στο κοινωνικό ρεμπελιό και στην ατομική ανευθυνότητα, διαψεύδοντας όσους νόμισαν ότι η πανδημία διόρθωσε τους ασυνείδητους. Δεν τους διόρθωσε.
Ως γνωστόν, πρώτα βγαίνει η ψυχή του ανθρώπου και μετά το χούι του.
Το τέλος ενός εκτρώματος
Η δημιουργία μιας νέας Εισαγγελίας Οικονομικού Εγκλήματος, ενταγμένης στο Εφετείο Αθηνών, που έφερε η κυβέρνηση στη Βουλή καταργεί ένα έκτρωμα. Το δικέφαλο έκτρωμα της αυτόνομης Εισαγγελίας Οικονομικού Εγκλήματος και της επίσης αυτόνομης Εισαγγελίας Διαφθοράς, οι οποίες εξελίχθηκαν όχι σε διώκτες του εγκλήματος και της διαφθοράς, αλλά σε «μακριά χέρια» μιας διωκτικής πολιτικά και κοινωνικά δικαιοσύνης.
Το έκτρωμα αυτό δεν ήταν καν ελληνική σύλληψη. Είχε επιβληθεί τα χρόνια 2010-2013 από την τρόικα με την απίστευτα βλακώδη θεωρία ότι η χρεοκοπημένη Ελλάδα έχει πρόβλημα όχι οικονομίας ή ανταγωνισμού, αλλά κοινωνικής ηθικής.
Στη συζήτηση που είχε γίνει τότε στο Υπουργικό Συμβούλιο του Γ. Παπανδρέου, ο Ευ. Βενιζέλος ήταν ο πρώτος που επεσήμανε τον κίνδυνο. Είχε πει ότι το σχήμα αυτό απομακρύνει τον πολίτη από τον φυσικό δικαστή και τον καθιστά έρμαιο ενός «όχι ανεξάρτητου αλλά ανεξέλεγκτου εισαγγελέα». Το είδε σωστά. Αλλά δεν το απέτρεψε.
Η Ελλάδα ζούσε τότε με τη μομφή της διεφθαρμένης χώρας, την οποία συντηρούσαν και η τρόικα, και μέρος της επιχειρηματικής τάξης, και η «αντι-συστημική» Αριστερά ή Δεξιά.
Και Τόμσεν, και Τσίπρας, και Καμμένος. Συν τα πιο συμπλεγματικά ή ψυχοπαθή στοιχεία της ελληνικής δημοσιογραφίας.
Το έκτρωμα κόστισε στην ελληνική κοινωνία. Η Εισαγγελία Διαφθοράς δεν έκανε πολλά για τη διαφθορά, αλλά κυνήγησε τους πολιτικούς αντιπάλους της προηγούμενης κυβέρνησης με το σύστημα Παπαγγελόπουλου.
Η Εισαγγελία Οικονομικού Εγκλήματος πολιτεύτηκε περισσότερο με ένα πνεύμα κοινωνικού τιμωρού παρά ελεγκτή της νομιμότητας. Τώρα οι δύο Εισαγγελίες συγχωνεύονται ουσιαστικά σε μία και η νέα Εισαγγελία θα υπαχθεί κανονικά στη δικαστική διοικητική ιεραρχία. Το ανεξάρτητο κατοχυρώνεται. Και το ανεξέλεγκτο καταργείται.
Εύλογο. Πέρα από την πολιτική αποτυχία του, το σύστημα αυτό απέτυχε κι επί της δικαστικής ουσίας. Πολλούς ταλαιπώρησε. Αλλά ελάχιστες διώξεις ασκήθηκαν και οι περισσότεροι αθωώθηκαν ή δεν έχουν δικαστεί ακόμη.
Είτε λοιπόν δεν υπήρχε τόση διαφθορά όση έλεγαν. Είτε δεν μπόρεσαν να τη βρουν.
Ο,τι κι αν ισχύει, απέτυχαν. Να περάσουν οι επόμενοι.