Η χώρα εισήλθε οριστικά στην αρένα της εκλογικής πόλωσης. Η συζήτηση της περασμένης Παρασκευής στη Βουλή σε επίπεδο πολιτικών αρχηγών ήταν η επίσημη εκκίνηση μίας μάχης που διαφαίνεται σκληρή. Τα επόμενα επεισόδια του σίριαλ θα εκτυλιχθούν είτε στη Βουλή είτε στη Διεθνή Εκθεση Θεσσαλονίκης (ΔΕΘ) όπου – ας μην αυταπατώμεθα – η υπόθεση των υποκλοπών θα πρωταγωνιστήσει. Ποιοι θα κρατήσουν το κεφάλι έξω από τον «βούρκο» που διαμορφώνεται δεν είναι εύκολο να το πει κανείς τόσο νωρίς – και σίγουρα όχι όσοι σπεύσουν να ασπαστούν τα αποτελέσματα των βιαστικών δημοσκοπήσεων.
Οι παροικούντες την πολιτική Ιερουσαλήμ δεν είναι δύσκολο να αντιληφθούν την απορρύθμιση της κυβερνητικής λειτουργίας λόγω της υπόθεσης των παρακολουθήσεων. Βουλευτές, καθώς και κυβερνητικά στελέχη (που υπό την κάλυψη της… καλοκαιρινής απόδρασης αποφεύγουν τη δημόσια έκθεση όπως «ο διάολος το λιβάνι») παραδέχονται την πραγματικότητα αυτήν σε ιδιωτικές τους συνομιλίες. Η απόπειρα του Μεγάρου Μαξίμου «να κοιτάξει μπροστά» και να μην καθηλωθεί σε αμυντική στάση λόγω των υποκλοπών ακούγεται λογική – δεν είναι όμως βέβαιο ότι θα αποβεί αποτελεσματική. Το κρισιμότερο σημείο είναι η αδυναμία να πείσει για την ειλικρίνεια των προθέσεων και το βάθος της γνώσης που είχε επί της παρακολούθησης του Νίκου Ανδρουλάκη.
Βρισκόμαστε πλέον σε σημείο-μηδέν. Η κυβέρνηση ομιλεί για τη νόμιμη παρακολούθηση που όμως ήταν λανθασμένη, αλλά όσο δεν δύναται να αποκαλύψει δημοσίως – όπως επίμονα ζητούν τόσο το ΠαΣοΚ όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ – τους λόγους για τους οποίους παρακολουθείτο το κινητό τηλέφωνο του κ. Ανδρουλάκη (αλλά όχι μόνο, ας μην το ξεχνάμε αυτό), επικαλούμενη το απόρρητο, η αβεβαιότητα θα παραμένει. Και θα πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι κανείς από τα δύο κόμματα δεν έχει λόγο να διευκολύνει την κυβέρνηση. Ισως να υπάρξουν απαντήσεις αν ο σχετικός φάκελος έλθει στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας. Αυτό όμως που εντυπωσιάζει είναι ότι τόσο ο Πρωθυπουργός όσο και ο επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν επέμειναν όσο θα έπρεπε στο ζήτημα Predator. Πρόκειται για μείζονα παράλειψη.
Ο Πρωθυπουργός επεδίωξε να πείσει ότι το κρίσιμο διακύβευμα σε αυτή τη συγκυρία είναι η σταθερότητα της χώρας εν μέσω εκτεταμένης περιφερειακής και παγκόσμιας αβεβαιότητας. Επομένως, δεν πρέπει να δραματοποιηθεί ένα σφάλμα που θα μπορούσε να μειώσει την αποτελεσματικότητα της ΕΥΠ. Ισως αυτή η εκτίμηση να μην αποδειχθεί επαρκής για την άρση του αδιεξόδου. Την ίδια στιγμή, ο Αλέξης Τσίπρας εγκάλεσε τον Κυριάκο Μητσοτάκη για θεσμική εκτροπή, κατάλυση των εγγυήσεων του κράτους δικαίου και παραβίαση του Συντάγματος. Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, μόνιμα «πληθωρικός» στις εκφράσεις του, επεδίωξε να εκμεταλλευθεί το προνομιακό για εκείνον πεδίο των «υψηλών τόνων», θα έπρεπε όμως να είναι πιο προσεκτικός. Η «σκιά» του οπορτουνιστικού του δημοψηφίσματος, αντισυνταγματικού με βάση τις απόψεις σοβαρών νομικών, θα τον κατατρέχει μόνιμα. Θα ήταν σώφρον να μην το λησμονεί.
Μοιάζει σχεδόν νομοτελειακό ότι η χώρα κινδυνεύει να εγκλωβιστεί σε μία σύγκρουση «χωρίς γάντια». Σε αυτή την περίπτωση, αν υπάρχουν οποιεσδήποτε ενδείξεις ότι έξωθεν παράγοντες επιδιώκουν να εκμεταλλευθούν την εσωτερική αντιπαράθεση (υπάρχουν σχετικές διαρροές σε διάφορα επίπεδα) οφείλουν να εξηγηθούν, με στοιχεία, σε όλες τις υπεύθυνες πολιτικές δυνάμεις για να αποτραπούν εθνικά ολισθήματα. Θα απαιτηθεί μεγάλη ψυχραιμία τόσο από όσους είναι εντός αρένας όσο και από όσους – και εμάς τους δημοσιογράφους – παρακολουθούμε και καταγράφουμε από την περιφέρεια τις εξελίξεις. Αυτή θα είναι μία άσκηση υψηλής δυσκολίας.