Η νομοθετική ρύθμιση (ά.32§1 π.δ. 26/2012) που απέβλεπε – και το κατάφερε – στο να αποκλειστούν κόμματα καθοδηγούμενα από καταδικασμένους εγκληματίες έπρεπε να υπερβεί δύο φαινομενικά συνταγματικά εμπόδια: ότι για τη στέρηση του παθητικού εκλογικού δικαιώματος στις εθνικές εκλογές απαιτείται «αμετάκλητη» καταδικαστική απόφαση και ότι το ά.29Σ δεν εμπεριέχει ρητή – αλλά σιωπηρή – επιφύλαξη υπέρ του νομοθέτη.
Πράγματι, οι καταδικασμένοι – σε οποιονδήποτε βαθμό – σε κάθειρξη για συγκεκριμένα εγκλήματα κατά της πατρίδας, της δημοκρατίας ή της πολιτειακής εξουσίας ή σε ισόβια κάθειρξη με βάση τον Στρατιωτικό Ποινικό Κώδικα αποκλείστηκαν όχι από τη συμμετοχή τους ως μεμονωμένοι υποψήφιοι αλλά από τη διεύθυνση και ηγεσία – τυπική ή ουσιαστική –, καθώς ένας τέτοιος ρόλος τους θα αντανακλούσε και θα «μεταβίβαζε» τις αντεθνικές τους πράξεις και στο πολιτικό κόμμα που θα διηύθυναν.
Οι δύο αυτές συνταγματικές δυσκολίες δεν συντρέχουν αναφορικά με τυχόν νομοθετική ρύθμιση που θα απέκλειε συνδυασμό καθοδηγούμενο, τυπικά ή/και ουσιαστικά, από καταδικασμένους με βάση τα ως άνω εγκλήματα. Στη συνταγματική διάταξη (ά.102§2β΄Σ) για τους ΟΤΑ προβλέπεται ότι «[οι] αρχές τους εκλέγονται με καθολική και μυστική ψηφοφορία, όπως νόμος ορίζει». Υπάρχει, λοιπόν, μια γενική και ευρεία επιφύλαξη υπέρ του νόμου, χωρίς την ειδική εγγύηση της αμετάκλητης καταδίκης που προβλέπει το ά.51§3 Σ για τις εθνικές εκλογές. Συνεπώς, ο κοινός νομοθέτης είναι ελεύθερος, περιοριζόμενος μόνον από την αρχή της αναλογικότητας, να αφαιρέσει ακόμη και το δικαίωμα συμμετοχής στις εκλογές από άτομα καταδικασμένα για ορισμένα εγκλήματα.
Οφείλει, μάλιστα, ο νομοθέτης να αφαιρέσει το δικαίωμα αυτό από όσους αποδεδειγμένα – μετά από δικαστική κρίση – στράφηκαν κατά της πατρίδας ή της δημοκρατίας και των οργάνων της, όπως κατεξοχήν ισχύει για τους αρχηγούς της νεοναζιστικής οργάνωσης «Χρυσή Αυγή», παρά το γεγονός ότι εδώ δεν βρίσκει εφαρμογή το ά.29 Σ περί πολιτικών κομμάτων, ισχύει όμως εξίσου το άρθρο 1 Σ περί δημοκρατικής αρχής.
Και αυτό επειδή οι Δήμοι και οι Περιφέρειες δεν είναι απλώς διοικητικές μονάδες, αλλά διακριτά επίπεδα δημοκρατικής διακυβέρνησης, σε ένα πολυεπίπεδο σύστημα δημοκρατικής οργάνωσης και αντιπροσώπευσης των ανά την επικράτεια «δήμων», υπό την έννοια των επιμέρους «λαών» των πόλεων και περιφερειών. Το ίδιο, βεβαίως, ισχύει και για την ανάδειξη μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Ισχύουν επίσης και δεσμεύουν τον νομοθέτη και οι αρχές της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και ισότητας, και της απόλυτης προστασίας της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας, χωρίς διάκριση εθνικότητας, φυλής, γλώσσας και θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων.
Σε αντίθεση με όσα είπε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, η εκ των υστέρων αργία καταδικασμένου που εκτίει ποινή (όπως του Κασιδιάρη) –και έκπτωση μετά από αμετάκλητη καταδίκη–δεν αρκεί. Η τοπική δημοκρατία πρέπει – και αυτή – να προστατευτεί από τον μισαλλόδοξο και αντιδημοκρατικό λόγο, όπως ισχύει ήδη και για τα εμβλήματα ρατσιστικού χαρακτήρα (ά.15§8β΄ Ν4804/2021), αλλά και από όσους θα προστρέξουν να συμμετέχουν στο εξ ορισμού αντιδημοκρατικό σχήμα ενός καταδικασμένου για αντεθνική και αντιδημοκρατική δράση αρχηγού.
Η κυρία Λίνα Παπαδοπούλου είναι καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου, Νομική Σχολή ΑΠΘ.