Πέρα από τους μικρούς θνησιγενείς ενθουσιασμούς, που άλλοτε από τη φαντασία του κυβερνητικού σχήματος, άλλοτε από τη δημοσκοπική άνοδο του 3ου κόμματος κερδίζουν τη στιγμιαία δημοσιογραφική προσοχή, μια συνθήκη στασιμότητας και πνεύματος κουραστικής επανάληψης έχει ανεμπόδιστα εγκατασταθεί στην πολιτική σκηνή. Αν προσπεράσει κανείς δηλώσεις και εκφωνούμενα από κυβερνητικά χείλη αμφίβολα μελλοντικά σχέδια, η πολιτική ζωή μοιάζει εγκλωβισμένη σε ένα σύννεφο στασιμότητας και αμηχανίας. Ολα δίνουν την εικόνα μιας ευπρεπούς ακινησίας και αναμονής.
Ο χρόνος κουράζει και εξαντλεί. Και στον 6ο χρόνο διακυβέρνησης μας δίνει ένα καλό παράδειγμα το κυβερνητικό σχήμα. Μια δραστηριότητα γύρω από τον εαυτό του, μια μέριμνα για την εικόνα του, μια απόσταση από τα μέτωπα της καθημερινής ζωής, μια χρήση των αναγκών χωρίς βούληση ούτε δυνατότητα ανταπόκρισης, αυτά είναι μερικά πεδία και κάποιες ζώνες του τρέχοντος κυβερνητικού ακτιβισμού. Τα δύσκολα μέτωπα τελούν υπό διαρκή μετάθεση. Βία, ανομία, ασφάλεια, ακρίβεια, υγεία, εργασία, δημόσιο σχολείο, παραγωγή, κρατικές λειτουργίες, διαφθορά, δικαιοσύνη και τόσα άλλα μικρά και μεγάλα, όπως τα δυστυχήματα και τα ατυχήματα στους δρόμους, που μιλάνε για αυτό που είμαστε και αποφεύγουμε να αγγίξουμε.
Την ώρα που όλα είναι γνωστά και η ευθύνη του κυβερνητικού σχήματος για τη στράτευσή του με σκοπό μια στοιχειώδη θεραπεία προβλημάτων που καθημερινά επιδεινώνονται δυναμώνει σαν φωνή απόγνωσης, κυβερνητικοί παράγοντες είναι απορροφημένοι με την αυτοσυντήρησή τους, καθώς βλέπουν η εμπειρία των ανθρώπων να γίνεται απόφαση αποδοκιμασίας τους και η αυτοδυναμία να απομακρύνεται στον ορίζοντα. Και όπως συμβαίνει συχνά με κάθε αδύναμο να ανασυνταχθεί κυβερνητικό σχήμα, ο εκλογικός νόμος, ως τέχνασμα εποχιακό, κερδίζει τη φαντασία και απορροφά τη σκέψη με στόχο από τη μειοψηφική θέση να πετύχει μια αριθμητική εκλογική βελτίωση του εαυτού του, με την εξουσία ως σταθερό αυτοσκοπό.
Εγκλωβισμένο το κυβερνητικό σχήμα στον στενό πολιτικό του σκοπό ασκείται καθημερινά σε μια αμήχανη διαχείριση που το ίδιο παρουσιάζει ως υψηλή πολιτική, όταν η καθημερινή ζωή μιλάει για την ανάγκη μεγάλων αλλαγών και μεταρρυθμίσεων, που θα θέσουν σε κίνηση εξόδου τη χώρα από τη ζώνη της επιτηδευμένης ακινησίας και αδράνειας. Σε μια άτυπη συνομιλία συμπόρευσης με τη συνθήκη αυτή, η αντιπολίτευση, ως ποικίλη εκδοχή του παρελθόντος, αδυνατεί να θέσει τα κρίσιμα και μεγάλα ζητήματα, να τα διατυπώσει και να επιχειρήσει μια απόπειρα ανατροπής του γενικευμένου συμβιβασμού, που κερδίζει καθημερινά σε μεγάλο βαθμό άτομα και κοινωνία.
Στο υπέδαφος η κρίση εμπιστοσύνης απλώνει τις ρίζες της και πολλαπλασιάζει τον εαυτό της. Η περιορισμένη προσδοκία λύσεων, ο συμβιβασμός με τη γενικευμένη αδυναμία, η πεποίθηση της τυπικής και προσχηματικής λειτουργίας των δημοκρατικών θεσμών, όλα μαζί οδηγούν σε εξατομικευμένες επιλογές, σε συμπεριφορές αποκλειστικά προσωπικών κριτηρίων και σε απομάκρυνση των ανθρώπων από κάθε συνείδηση κοινής μοίρας. Η αλλοτριωτική αυτή αλλοίωση σκάβει το χάσμα μεταξύ κοινωνικού σώματος και αντιπροσώπων, αφαιρεί από την πολιτική λειτουργία τον κεντρικό ρόλο της και καλλιεργεί τη ματαιότητα ως προς κάθε ιδέα και διαδρομή αλλαγής πορείας και εξόδου. Η ανάγκη για μία ακόμη φορά θα έχει τον τελευταίο λόγο.
Ο κύριος Λευτέρης Κουσούλης είναι πολιτικός επιστήμονας.