Σημαντικές διαφορές αλλά και αξιοσημείωτες ομοιότητες έχει η προεκλογική εκστρατεία του Κυριάκου Μητσοτάκη το 2023 με την αντίστοιχη του 2019. Το σημαντικότερο σημείο διαφοροποίησης είναι η παρεμβολή μιας κυβερνητικής θητείας, κατά τη διάρκεια της οποίας διαμορφώθηκαν οι κυρίαρχες εντυπώσεις της πολιτικής περιόδου, μέσα από αλλεπάλληλες κρίσεις, επιτυχίες, αποτυχίες και σημαντικές αναταράξεις, με κυριότερες εκείνες που προκλήθηκαν από την υπόθεση των υποκλοπών.
Μοιραία και λογικά, κεντρικό στοιχείο της εκλογικής τακτικής και στρατηγικής αποτελεί πλέον το κυβερνητικό έργο, εξ ου και προβάλλεται ως πεδίο σύγκρισης με τα αντίστοιχα πεπραγμένα της κυβερνητικής θητείας του ΣΥΡΙΖΑ και του Αλέξη Τσίπρα.
Υπό αυτή την έννοια, καθοριστικής σημασίας παράμετρος στις εφετινές εκλογές είναι το πώς θα διαμορφωθεί το ισοζύγιο κυβερνητικού απολογισμού / εξαγγελιών / προσδοκιών και φθοράς / δυσαρέσκειας ή απογοήτευσης κάποιων ομάδων ψηφοφόρων. ««Χαμηλά η μπάλα» και προσοχή σε κάθε κίνηση έως και την τελευταία ημέρα» σημειώνουν ως προς αυτά στο Μέγαρο Μαξίμου.
Οι «σταθεροί» και οι νέοι στο επιτελείο
Διαφορετική είναι η σύνθεση του κομματικού, εκλογικού και επικοινωνιακού επιτελείου της ΝΔ, στο οποίο ωστόσο έχουν παραμείνει ή επιστρατευθεί εν όψει εκλογών κάποια πρόσωπα τα οποία είχαν κεντρικό ρόλο και στις προηγούμενες εκλογές. Μεταξύ αυτών που παραμένουν συγκαταλέγονται ο αμερικανός σύμβουλος Επικοινωνίας Σταν Γκρίνμπεργκ, ο έμπειρος περί τα εκλογικά, υφυπουργός Ψηφιακής Διακυβέρνησης σήμερα, Θοδωρής Λιβάνιος, ο υπεύθυνος για την ψηφιακή επικοινωνία Ερικ Παρκς, ο σύμβουλος του Κυριάκου Μητσοτάκη Γιάννης Βλαστάρης και ο στενός συνεργάτης του Θανάσης Νέζης.
Κατά τα λοιπά, η ομάδα συμβούλων του 2019 (Τάκης Θεοδωρικάκος, Κωνσταντίνος Ζούλας, Γρηγόρης Δημητριάδης) δεν υπάρχει πλέον και κοντά στον Πρωθυπουργό είναι οι Ακης Σκέρτσος, Σταύρος Παπασταύρου, Δημήτρης Τσιόδρας, Γιάννης Μπρατάκος, ενώ στη θέση του γραμματέα της ΝΔ βρίσκεται σήμερα ο Παύλος Μαρινάκης (το 2019 ήταν ο Λευτέρης Αυγενάκης).
Θετικό μήνυμα και υψηλότερες προσδοκίες
Ως προς τη στρατηγική του 2023 σε σχέση με εκείνη του 2019, υπάρχουν κάποιες ομοιότητες, τουλάχιστον ως προς τη φιλοσοφία.
Οπως και στην προηγούμενη αναμέτρηση, έτσι και στην επικείμενη, κεντρική είναι η επιλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη να μην επιδιώκει την κατά πρόσωπο αντιπαράθεση και αποδόμηση του Αλέξη Τσίπρα, παρά να προτιμά τη διατύπωση θετικού μηνύματος και την καλλιέργεια προσδοκιών.
Υπό αυτό το πρίσμα ωστόσο, οι προσδοκίες στον δρόμο προς τις κάλπες της 21ης Μαΐου είναι πολύ πιο συγκεκριμένες και σίγουρα υψηλότερες από τις αντίστοιχες του 2019.
Σήμερα ο Κυριάκος Μητσοτάκης εξαγγέλλει αυξήσεις μισθών και συντάξεων, ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, αναδιάρθρωση του κράτους και προτάσσει το δίλημμα «πρόοδος ή οπισθοδρόμηση». Στις προηγούμενες εκλογές είχε στηριχθεί στη γενική διάθεση της επιστροφής στην κανονικότητα και είχε λίγο-πολύ αρκεστεί στη φθορά του ΣΥΡΙΖΑ, στις επιπτώσεις της καταστροφής στο Μάτι και της εκστρατείας παραπλάνησης από την τότε κυβέρνηση και, προφανώς, στην καταλυτική επίδραση της Συμφωνίας των Πρεσπών.
Οπως και στις εκλογές του 2019, έτσι και σε αυτές της 21ης Μαΐου 2023, βασική παράμετρος για τη διαμόρφωση του εκλογικού αποτελέσματος είναι η διεκδίκηση του κεντρώου χώρου από τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Είναι όμως ένα σημείο στο οποίο η κυριαρχία του έχει εν μέρει κλονιστεί, κυρίως εξαιτίας του σκανδάλου των υποκλοπών, και αυτό αποτελεί μία από τις κρίσιμες παραμέτρους της προσεχούς αναμέτρησης.
Η εξέλιξη αυτή συνδυάζεται και με την απόφαση του Πρωθυπουργού να ανοίξει ένα μέτωπο με την Ακροδεξιά, κάτι το οποίο δεν είχε συμβεί το 2019.
Την ίδια στιγμή, η παρατήρηση των δημοσκοπικών τάσεων παρουσιάζει κάτι αξιοσημείωτο και ενδεχομένως πρωτοφανές σε προεκλογική περίοδο: Οι διαρροές από την αξιωματική αντιπολίτευση προς την κυβέρνηση στη συγκεκριμένη συγκυρία είναι πολύ μεγαλύτερες από τις αντίστροφες.
Και στις δύο τελευταίες αναμετρήσεις στρατηγική επιδίωξη του Κυριάκου Μητσοτάκη ήταν και παραμένει η αυτοδυναμία. Στη σημερινή συγκυρία όμως και λόγω της απλής αναλογικής, ο στόχος αυτός έχει προσλάβει πολύ μεγαλύτερη κρισιμότητα και η επίτευξή του ή μη σε μια δεύτερη εκλογική διαδικασία καθορίζει αφενός την κυβερνησιμότητα, αφετέρου τις ευρύτερες πολιτικές και εσωκομματικές εξελίξεις.
Η παράμετρος «ΠαΣοΚ – Ανδρουλάκης»
Ο παράγων που επιδρά με πολύ διαφορετικό τρόπο σε αυτή την προεκλογική περίοδο και εκ των πραγμάτων θα επηρεάσει τις μετεκλογικές συζητήσεις είναι η δημοσκοπική άνοδος του ΠαΣοΚ και η επινόηση του Νίκου Ανδρουλάκη να απορρίψει εκ προοιμίου τον Κυριάκο Μητσοτάκη ή τον Αλέξη Τσίπρα για τη θέση του πρωθυπουργού σε μία ενδεχόμενη κυβέρνηση συνεργασίας. Στο Μέγαρο Μαξίμου και στην Πειραιώς, κατά προφανή τρόπο, δεν συζητούν σε αυτή τη βάση. Ομως είναι φανερό ότι στην τελευταία στροφή προς την κάλπη έχουν γίνει προσαρμογές στην τακτική τους.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης εξακολουθεί να προτάσσει τον στόχο της αυτοδυναμίας ως μοναδική επιλογή, όμως στις τελευταίες παρεμβάσεις του έχει εγκαταλείψει τη θέση ότι θα καταθέσει αμέσως τη διερευνητική εντολή, μετά τις πρώτες εκλογές της απλής αναλογικής. Πλέον δηλώνει ότι θα εξετάσει τις επιλογές του, αναλόγως του αποτελέσματος. Σε αυτή τη συνθήκη συνεργάτες του Πρωθυπουργού αναφέρουν ότι κάθε σχετική συζήτηση σήμερα είναι άνευ περιεχομένου και τονίζουν: «Ολες οι απαντήσεις θα δοθούν στις 21 Μαΐου».